Κι όταν εμένα, ενός μεγάλου, τα υποτιθέμενα νεανικά
συνθήματα μου φαίνονται τόσο σκονισμένα, τόσο συντηρητικά, μισού αιώνα
παλιά, τότε έχουμε πρόβλημα. Πρόβλημα μεγαλύτερο από το πολιτικό.
Έπειτα βλέπω αυτή τη φωτογραφία στις εφημερίδες.
Και την κοιτάζω ώρα γιατί είναι μια φωτογραφία που με σοκάρει. Γιατί αυτή η φωτογραφία αναδύει μόνο υστερία. Τι θα κάνουν δηλαδή αυτοί οι άνθρωποι αν κάτι πραγματικά οδυνηρό συμβεί στη ζωή τους; Γιατί αυτή η φωτογραφία δείχνει ότι οι πρωταγωνιστές έχουν ταυτιστεί με το ρόλο τους, πιστεύουν πράγματι ότι ζουν μεγαλειώδεις στιγμές, αντιμετωπίζουν σύγχρονες χούντες στο πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου με τους φρέντο από το Starbucks στο χέρι. Και αν πιστεύεις ακράδαντα ότι η πραγματικότητα είναι έτσι όπως εσύ την έχεις στο μυαλό σου, τότε, ως γνωστόν, τα αποτελέσματα μπορεί να είναι τα ίδια, σαν να ’ναι η πραγματικότητα του μυαλού σου αληθινή.
Πώς έφτασε αυτή η κοινωνία να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την πραγματικότητα, να φτιάχνει μια δική της, βολική, εύκολη αλλά ανύπαρκτη; Το καλλιεργεί πάνω από 20 χρόνια. Από την
εποχή της πλαστικής ευδαιμονίας με δανεικά χρήματα. Όλα ήταν δυνατά, the sky is the limit. Όλοι θέλαμε να είμαστε πλούσιοι και διάσημοι, όλοι είχαν δικαίωμα σε μια εύκολη ζωή, όλοι έπρεπε να έχουμε το μερίδιό μας στα 15 δευτερόλεπτα δημοσιότητας. Ήμασταν τραγουδιστές γιατί πηγαίναμε στα τάλεντ σόου, επώνυμοι γιατί κλεινόμασταν σ’ ένα σπίτι, όλοι έπρεπε να βρεθούμε σε μια φωτογραφία γυαλιστερού περιοδικού, να είμαστε το τριήμερο «περνάτε καλά; Μύκονοοοος». Δεν υπήρχαν περιορισμοί, υποχρεώσεις, μόνο κεκτημένα δικαιώματα. Η αξία της εργασίας, της παραγωγής, του ταλέντου έγιναν ανύπαρκτες έννοιες, άχρηστες, υποτιμητικές, αρκούσε η αναγνωρισιμότητα. Για μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας αυτός ο ψεύτικος κόσμος ήταν ο μόνος κόσμος που ήξερε, δεν θυμόταν άλλον. Κανείς δεν ήθελε να ξέρει ότι οφειλόταν σε δανεικά και ευρωπαϊκά πακέτα Ντελόρ, ότι χωρίς αυτά η οικονομική μας παραγωγή θα ισοδυναμούσε με ένα επίπεδο ζωής όπως της Βουλγαρίας. Το θέμα είναι να περνάς καλά. Καλή σας απόλαυση.
Έπειτα ήρθε η καταιγίδα του ίντερνετ. Οι πανωλεθρίαμβοι 42 ιντσών της τηλεόρασης πολλαπλασιάστηκαν στις μικρές οθόνες των υπολογιστών. Οι ρόλοι και τα δράματα σειρών δωματίου και ριάλιτι σόου της τηλεόρασης των 90s έγιναν ανεξέλεγκτα, πολλαπλασιάστηκαν σε χιλιάδες «προσωπικά προφίλ». Επισήμως τώρα πια ο καθένας δημιουργούσε το ρόλο της ζωής του, έφτιαχνε το avatar που ονειρευόταν. Όλα ακόμα πιο κραυγαλέα για να ξεχωρίσουν στο αχανές διάστημα του διαδικτύου. Υπερχείλιση συναισθημάτων, μελοδραματισμός μέχρι ναυτίας, αδυσώπητες συγκρούσεις στα πληκτρολόγια. Έγινε χαμός πάλι χθες. Πού έγινε ο χαμός και δεν πήρα είδηση; Στο φέισμπουκ.
Μάχες, φίλοι και εχθροί, σκληρές συγκρούσεις, χεράκι πάνω επιδοκιμασία, χεράκι κάτω μίσος, νικητές και ηττημένοι, στρατοί της νύχτας, διάσημοι εσωτερικού χώρου, άυλοι πόλεμοι, ρόλοι. Ξανά ρόλοι. Σ’ αυτό τον κόσμο όλοι έγραφαν, όλοι έλεγαν, όλοι θύμωναν, όλοι αγανακτούσαν. Κανείς δεν έκανε κάτι. Πολλοί μιλάνε και λίγοι κάνουν πράγματα, το πρόβλημα της χώρας.
Τέλος, ήρθε η οικονομική κρίση και μας αποτελείωσε. Ο συντηρητικός λαϊκισμός, για να διασώσει το χρεοκοπημένο σύστημα, πλάσαρε τη θυματοποίηση. Καλά ήμασταν, καλά περνούσαμε, μέχρι που ήρθαν οι κακοί, οι Ευρωπαίοι, η Μέρκελ, οι τρόικες, οι τοκογλύφοι και μας απειλούν, συνωμοτούν εναντίον μας και θέλουν να μας πάρουν τον ελληνικό τρόπο ζωής, αυτόν που μεγαλούργησε στα νάιλον χρόνια. Εμείς, θύματα της επίθεσης των «ξένων», δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα, μόνο να αντισταθούμε στις σύγχρονες χούντες, στους κατακτητές, στους δοσίλογους, ψυχή βαθιά και ραντεβού στα γουναράδικα. Κάτω τα χέρια από την παλιά Ελλάδα. Δεν χρειάζεται να διορθώσουμε τίποτα, να δημιουργήσουμε τίποτα, να παράγουμε κάτι, να αλλάξουμε τους εαυτούς μας, να εφεύρουμε ένα νέο τρόπο βιώσιμης ζωής. Αντίθετα. Η κυρίαρχη ιδεολογία, από τα άκρα δεξιά ως τα άκρα αριστερά, ένα μόνο πράγμα λέει: Να αντισταθούμε, να διατηρήσουμε όσα μπορούμε περισσότερα από την παλιά Ελλάδα που χρεοκόπησε. Πέντε χρόνια παράγουμε Αντίσταση αντί για νέες δουλειές. Πέντε χρόνια όλοι οι επαγγελματικοί κλάδοι λένε ένα πράγμα: «Να μην περάσει». 5 χρόνια η κοινωνία παράγει «αγώνες» και αγωνιστές. Κατηγορεί σε όλους τους τόνους τη μεταπολίτευση, τα κόμματα της μεταπολίτευσης και συγχρόνως δίνει μάχες για να μην αλλάξει τίποτα από τη μεταπολίτευση. Και το χειρότερο, ούτε καν καταλαβαίνει πόσο σουρεαλιστική είναι η στάση της. Μάτια ερμητικά κλειστά.
Πριν από τα πολιτικά σχέδια, η κοινωνία μας χρειάζεται μάλλον ψυχανάλυση. Να ανοίξει διάπλατα τα μάτια και να αντικρίσει τον εαυτό της. Να αντιμετωπίσει τον εαυτό της. Με τα παλιά παραμύθια δεν φτιάχνονται καινούργιες ιστορίες.
Έπειτα βλέπω αυτή τη φωτογραφία στις εφημερίδες.
Και την κοιτάζω ώρα γιατί είναι μια φωτογραφία που με σοκάρει. Γιατί αυτή η φωτογραφία αναδύει μόνο υστερία. Τι θα κάνουν δηλαδή αυτοί οι άνθρωποι αν κάτι πραγματικά οδυνηρό συμβεί στη ζωή τους; Γιατί αυτή η φωτογραφία δείχνει ότι οι πρωταγωνιστές έχουν ταυτιστεί με το ρόλο τους, πιστεύουν πράγματι ότι ζουν μεγαλειώδεις στιγμές, αντιμετωπίζουν σύγχρονες χούντες στο πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου με τους φρέντο από το Starbucks στο χέρι. Και αν πιστεύεις ακράδαντα ότι η πραγματικότητα είναι έτσι όπως εσύ την έχεις στο μυαλό σου, τότε, ως γνωστόν, τα αποτελέσματα μπορεί να είναι τα ίδια, σαν να ’ναι η πραγματικότητα του μυαλού σου αληθινή.
Πώς έφτασε αυτή η κοινωνία να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την πραγματικότητα, να φτιάχνει μια δική της, βολική, εύκολη αλλά ανύπαρκτη; Το καλλιεργεί πάνω από 20 χρόνια. Από την
εποχή της πλαστικής ευδαιμονίας με δανεικά χρήματα. Όλα ήταν δυνατά, the sky is the limit. Όλοι θέλαμε να είμαστε πλούσιοι και διάσημοι, όλοι είχαν δικαίωμα σε μια εύκολη ζωή, όλοι έπρεπε να έχουμε το μερίδιό μας στα 15 δευτερόλεπτα δημοσιότητας. Ήμασταν τραγουδιστές γιατί πηγαίναμε στα τάλεντ σόου, επώνυμοι γιατί κλεινόμασταν σ’ ένα σπίτι, όλοι έπρεπε να βρεθούμε σε μια φωτογραφία γυαλιστερού περιοδικού, να είμαστε το τριήμερο «περνάτε καλά; Μύκονοοοος». Δεν υπήρχαν περιορισμοί, υποχρεώσεις, μόνο κεκτημένα δικαιώματα. Η αξία της εργασίας, της παραγωγής, του ταλέντου έγιναν ανύπαρκτες έννοιες, άχρηστες, υποτιμητικές, αρκούσε η αναγνωρισιμότητα. Για μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας αυτός ο ψεύτικος κόσμος ήταν ο μόνος κόσμος που ήξερε, δεν θυμόταν άλλον. Κανείς δεν ήθελε να ξέρει ότι οφειλόταν σε δανεικά και ευρωπαϊκά πακέτα Ντελόρ, ότι χωρίς αυτά η οικονομική μας παραγωγή θα ισοδυναμούσε με ένα επίπεδο ζωής όπως της Βουλγαρίας. Το θέμα είναι να περνάς καλά. Καλή σας απόλαυση.
Έπειτα ήρθε η καταιγίδα του ίντερνετ. Οι πανωλεθρίαμβοι 42 ιντσών της τηλεόρασης πολλαπλασιάστηκαν στις μικρές οθόνες των υπολογιστών. Οι ρόλοι και τα δράματα σειρών δωματίου και ριάλιτι σόου της τηλεόρασης των 90s έγιναν ανεξέλεγκτα, πολλαπλασιάστηκαν σε χιλιάδες «προσωπικά προφίλ». Επισήμως τώρα πια ο καθένας δημιουργούσε το ρόλο της ζωής του, έφτιαχνε το avatar που ονειρευόταν. Όλα ακόμα πιο κραυγαλέα για να ξεχωρίσουν στο αχανές διάστημα του διαδικτύου. Υπερχείλιση συναισθημάτων, μελοδραματισμός μέχρι ναυτίας, αδυσώπητες συγκρούσεις στα πληκτρολόγια. Έγινε χαμός πάλι χθες. Πού έγινε ο χαμός και δεν πήρα είδηση; Στο φέισμπουκ.
Μάχες, φίλοι και εχθροί, σκληρές συγκρούσεις, χεράκι πάνω επιδοκιμασία, χεράκι κάτω μίσος, νικητές και ηττημένοι, στρατοί της νύχτας, διάσημοι εσωτερικού χώρου, άυλοι πόλεμοι, ρόλοι. Ξανά ρόλοι. Σ’ αυτό τον κόσμο όλοι έγραφαν, όλοι έλεγαν, όλοι θύμωναν, όλοι αγανακτούσαν. Κανείς δεν έκανε κάτι. Πολλοί μιλάνε και λίγοι κάνουν πράγματα, το πρόβλημα της χώρας.
Τέλος, ήρθε η οικονομική κρίση και μας αποτελείωσε. Ο συντηρητικός λαϊκισμός, για να διασώσει το χρεοκοπημένο σύστημα, πλάσαρε τη θυματοποίηση. Καλά ήμασταν, καλά περνούσαμε, μέχρι που ήρθαν οι κακοί, οι Ευρωπαίοι, η Μέρκελ, οι τρόικες, οι τοκογλύφοι και μας απειλούν, συνωμοτούν εναντίον μας και θέλουν να μας πάρουν τον ελληνικό τρόπο ζωής, αυτόν που μεγαλούργησε στα νάιλον χρόνια. Εμείς, θύματα της επίθεσης των «ξένων», δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα, μόνο να αντισταθούμε στις σύγχρονες χούντες, στους κατακτητές, στους δοσίλογους, ψυχή βαθιά και ραντεβού στα γουναράδικα. Κάτω τα χέρια από την παλιά Ελλάδα. Δεν χρειάζεται να διορθώσουμε τίποτα, να δημιουργήσουμε τίποτα, να παράγουμε κάτι, να αλλάξουμε τους εαυτούς μας, να εφεύρουμε ένα νέο τρόπο βιώσιμης ζωής. Αντίθετα. Η κυρίαρχη ιδεολογία, από τα άκρα δεξιά ως τα άκρα αριστερά, ένα μόνο πράγμα λέει: Να αντισταθούμε, να διατηρήσουμε όσα μπορούμε περισσότερα από την παλιά Ελλάδα που χρεοκόπησε. Πέντε χρόνια παράγουμε Αντίσταση αντί για νέες δουλειές. Πέντε χρόνια όλοι οι επαγγελματικοί κλάδοι λένε ένα πράγμα: «Να μην περάσει». 5 χρόνια η κοινωνία παράγει «αγώνες» και αγωνιστές. Κατηγορεί σε όλους τους τόνους τη μεταπολίτευση, τα κόμματα της μεταπολίτευσης και συγχρόνως δίνει μάχες για να μην αλλάξει τίποτα από τη μεταπολίτευση. Και το χειρότερο, ούτε καν καταλαβαίνει πόσο σουρεαλιστική είναι η στάση της. Μάτια ερμητικά κλειστά.
Πριν από τα πολιτικά σχέδια, η κοινωνία μας χρειάζεται μάλλον ψυχανάλυση. Να ανοίξει διάπλατα τα μάτια και να αντικρίσει τον εαυτό της. Να αντιμετωπίσει τον εαυτό της. Με τα παλιά παραμύθια δεν φτιάχνονται καινούργιες ιστορίες.