Οι καθημερινές αντιπαραθέσεις με φίλους και γνωστούς πολλές φορές. Ενίοτε στα όρια του καθωσπρεπισμού, ενίοτε και λίγο παραπέρα. Υπάρχει οργή παντού. Την αισθάνεσαι να καραδοκεί σε κάθε σημείο του κοινού μας χώρου. Να μας ορίζει μέρα με την μέρα, να μας οπλίζει με εκείνες τις σκέψεις του ακατασίγαστου φθόνου, ίσως και απέχθειας, για την παρουσία του άλλου και να ξεγλιστράει στις λέξεις μας, σκορπώντας ασχήμιες και φτηνές εντυπώσεις.
«Η γλώσσα είναι στοιχείο κοινό και πρακτικό και γι’ αυτό αναγκαστικά ένα όργανο χοντροκομμένο», μας λέει ο Valery για να μας καθησυχάσει. Αλλά παράγινε το κακό του χοντροκομμένου. Πλέον παίρνει την μορφή μιας γενικευμένης δυσαρέσκειας η οποία οξειδώνει σχέσεις, καταστρέφει φιλίες, απομακρύνει ανθρώπους.
Ναι. Ήμασταν η απολιτίκ γενιά. Η γενιά της κατανάλωσης, των i-otidipote, των ταξιδιών στην Ευρώπη, των μεταπτυχιακών και διδακτορικών, της δεδομένης θέσης στο Δημόσιο, κάπως κάποτε, άντε και μιας θέσης σε γραφείο στον ιδιωτικό τομέα. Ήμασταν η γενιά με τις υψηλές προσδοκίες, τα βαρυφορτωμένα όνειρα και τις αγωνίες του μέσου όρου. Οι περισσότεροι δεν ζητούσαμε και πολλά. Μια αξιοπρεπή ζωή και μια ανταπόδοση για αυτά που μας έταξαν οι δυστυχείς γονείς μας. Από τα 16 μας έσερναν σε πολυπληθή φροντιστήρια, ευάριθμα ιδιαίτερα με ακριβοπληρωμένους καθηγητάδες, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, αθλήματα, μουσικά όργανα, μπαλέτα . Στο τελευταίο να υποθέσω όχι όλους μας!
Δεν ήταν ταξικό το ζήτημα της εκπαίδευσής μας. Όλοι με κάποιον τρόπο, ηθικό ανήθικο, με την
βοήθεια της φοροδιαφυγής ή και χωρίς αυτήν, με κάποια γνωριμία ή με τις δικές τους δυνάμεις, κατάφερναν να υπηρετήσουν το όνειρο της κοινωνικής κινητικότητας και να καμαρώσουν μια μέρα τα παιδιά τους επιστήμονες…
Και εκεί που δηλώναμε το βράδυ αποκαμωμένοι, δίχως άλλες αντοχές να ασχοληθούμε με τα γνωστά και τετριμμένα της ηλικίας, μας έκλειναν το μάτι και μας παρότρυναν: «θα ανταμειφθούν οι κόποι σου».
Και για την ανταμοιβή αυτή, ξένη λέξη για την γλώσσα εκείνης της ηλικίας αλλά πομπώδης και εντυπωσιακή, να γεννά συνειρμούς και να σε ταξιδεύει, συμμαζεύαμε το μέσα μας και άντε δώστου πάλι από το επόμενο πρωί τα ίδια και τα ίδια.
Σήμερα που μιλάς μαζί τους, που τους κοιτάς λιγάκι εχθρικά, περιμένοντας το οικονομικό βοήθημα από τη σύνταξη ή και τον μισθό, απολογούνται. «Μα και μας αυτό το καταραμένο μάτι μας έκλειναν οι αποπάνω. Θα έρθουνε καλύτερες μέρες, θα μπούμε στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης, θα γίνουμε σαν αυτούς. Τι δηλαδή; Να μην σου εξασφαλίσω και σένα μια θέση στις μέρες αυτές; Να τα καταφέρει μόνο ο Γιωργάκης της κυρίας Νίτσας από απέναντι;» Αχ αυτή η Νίτσα. Μας πήρε όλους στον λαιμό της.
Δεν ξέρω ποιος πραγματικά φταίει για την σημερινή μας κατάντια. Ούτε όλοι μαζί τα φάγαμε, αλλά ούτε και είμαστε όλοι μαζί άμοιροι ευθυνών. Σε μια Κοινοβουλευτική Δημοκρατία ο καθένας εκπροσωπείται από τον όμοιο του. Οι φασίστες από τους φασίστες. Οι κρατικοδίαιτοι από τους κρατικοδίαιτους. Οι αστοί από τους αστούς. Οι ανορθόγραφοι από τους ανορθόγραφους. Οι αγρότες από τα καλά παιδιά «όλα τα κιλά όλα τα λεφτά». Και πάει λέγοντας. Με αυτούς πορευόμασταν και αυτούς εμπιστευόμασταν. Για τις καλύτερες μέρες που μας έταζαν.
Όλα αυτά γνωστά. Χιλιοειπωμένα και βαρετά. Μόνο που από αυτό το μοντέλο της εκπροσώπησης λείπει μια ολόκληρη γενιά. Είτε δια της απαξίωσης, είτε δια της φυγής, είτε δια του βολέματος στο «τρεις και εξήντα» των γονιών της, η γενιά αυτή έπαψε να εκπροσωπείται στην Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική μας Δημοκρατία. Οι χρυσελαφάντινοι γόνοι είναι εκεί αλλά δεν είναι οι γόνοι αυτοί η γενιά μας.
Παραφράζοντας τον Κοκτώ θα μονολογήσω. Η κενοδοξία της γενιάς μας, μας συμβούλευε κάποτε να στείλουμε τη γύρη μας στα αστέρια. Αλλά, σκέφτομαι ότι, η πολυτέλεια μιας γενιάς πρέπει να είναι η απόφασή της να ανήκει στους συμπατριώτες της. Να προσγειωθεί και να ασχοληθεί με τα κοινότοπα της γης. Πολιτική, δημόσιος βίος, δημόσιος διάλογος, θέσεις ευθύνης της κρατικής μηχανής, παραγωγική διαδικασία, αυτοδιοίκηση.
Ήδη οι γενιές της απόσυρσης κινητοποιούνται και πάλι. Δηλώνουν παρών, φτιάχνουν κόμματα, αλλάζουν κόμματα, φοράνε καινούριες ιδέες και μας κλείνουνε πάλι αυτό το καταραμένο μάτι. Γιαυτό δεν τους γουστάρω. Για αυτό το σιχαμερό κλείσιμο του ματιού. Και εμείς; Μεταναστεύουμε, την κάνουμε, παραιτούμαστε. Αφήνουμε τη χώρα πάλι στα δικά τους χέρια. Κατάντια δίχως άλλο για μια σπουδαγμένη γενιά. Κατάντια και θλίψη για μια γενιά που άλλα έδειχνε και άλλα κάνει.
Ένα παράδειγμα και κλείνω.Χιλιάδες συνάδελφοί μου έφυγαν στο εξωτερικό.} Δεν θα ασχοληθώ με τα γιατί και τα πώς της απόφασής τους. Θα απορήσω μόνο πώς οι χιλιάδες αυτοί νέοι επιστήμονες δεν μπόρεσαν να κάτσουν κάτω, να συνεργαστούνε και να φτιάξουν πράγματα εδώ. Ιατρικός τουρισμός, ιατρικές ομάδες διαχείρισης περιστατικών, κατ΄ οίκον νοσηλεία, ιατρικά κέντρα με αναφορά στα γειτονικά κράτη των Βαλκανίων, ίσως και όλης της Ευρώπης.
Να ενωθούνε, να απαιτήσουν εκπροσώπηση, να διεκδικήσουν κονδύλια (από αυτά που ακόμα τρώνε οι εργολάβοι και η κατανάλωση). Ναι. Δεν θα μπούμε ποτέ μας στο ΕΣΥ. Σκασίλα μας μεγάλη. Έχουμε τις γνώσεις, έχουμε τις ικανότητες, διαθέτουμε διάολε τις δεξιότητες για να μην έχουμε ανάγκη το ΕΣΥ για να σταδιοδρομήσουμε. Και να πείσουμε με τον καιρό και τους ασθενείς να έρθουνε σε μας. Από όλον τον κόσμο. Από παντού.
Τους βαρέθηκα τους καθηγητάδες να προικοδοτούν τις δικές τους νύφες και να αξιώνουν δουλοπρέπεια για να σε προωθήσουν. Βαρέθηκα το σύστημα που πρέπει να το γλείψεις για να σε βολέψει.
Και να σου πω και κάτι; Σιγά το σύστημα. Γεμάτο μετριότητες και πρακτικές της πλάκας είναι. Δεν μπορεί αυτό να είναι το όνειρό μας.
Ένας φόβος και κλείνω οριστικά. Είμαστε τα εγγόνια εκείνων των παιδιών που πάτησαν αμούστακα τα βουνά της Αλβανίας. Είμαστε τα παιδιά εκείνων των παιδιών που πήραν μια χώρα βαλκανική, φτωχή, ερειπωμένη και την έφτασαν στο παρακάτω. Ό,τι και αν είναι αυτό. Όπως και αν το περιγράφει ο καθένας. Κινδυνεύουμε, όμως, να μείνουμε τα παιδιά που ποτέ δεν κατάφεραν να ενηλικιωθούνε. Που επιτρέψανε στην Κίρκη να τους μεταμορφώσει σε χορτασμένους χοίρους και να τους ταϊζουν βελανίδι. Τα ραμολί της Μεταπολίτευσης και οι επαγγελματίες της βλακείας.
Μια επισήμανση και γεια σας. Μου το ‘πε φίλος καλός πρίν από λίγες μέρες. Μετανάστης στη Γερμανία. «Τα παιδιά μου θα γίνουν γερμανάκια. Δεν το θέλω, αλλά αυτό θα γίνει». Σε καταλαβαίνω, φίλε μου, αλλά τα δικά μου παιδιά δεν θα γίνουν γερμανάκια. Όχι, τουλάχιστον, μέχρι να αναμετρηθώ μαζί τους. Όχι, τουλάχιστον, μέχρι να αθροίσω και τη δική μου αναμέτρηση με αυτές των άλλων. Γιατί, αδερφέ μου, το σύστημα που φοβόμαστε και υποκλινόμαστε μπροστά του δεν ήταν ποτέ του σύστημα. Ένα άθροισμα μετρίων και ηλιθίων είναι. Το ‘χουμε σου λέω…