Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Διατροφή και καρδιαγγειακά νοσήματα...του Γ.Τούντα*

Οπως είναι γνωστό, οι βασικοί παράγοντες κινδύνου για την ισχαιμική νόσο του μυοκαρδίου είναι η υψηλή αρτηριακή πίεση, που αποτελεί και τον κυριότερο παράγοντα, η υψηλή χοληστερόλη, τα τρανς λιπαρά οξέα, το αλκοόλ, το κάπνισμα, ο υψηλός Δείκτης Μάζας Σώματος, η υψηλή γλυκόζη αίματος, η χαμηλή κατανάλωση φρούτων και
λαχανικών και η μειωμένη φυσική δραστηριότητα, που αλληλεπιδρούν με πολύπλοκο τρόπο μεταξύ τους.
Οι παράγοντες αυτοί είναι υπεύθυνοι για το 61% των θανάτων από καρδιαγγειακά νοσήματα, ενώ συνεργώντας οι παράγοντες αυτοί είναι υπεύθυνοι για ποσοστό μεγαλύτερο του 75% των ισχαιμικών καρδιακών επεισοδίων. Αν μειωθεί η έκθεση σ' αυτούς τους παράγοντες κινδύνου, τότε θα αυξηθεί το παγκόσμιο προσδόκιμο επιβίωσης κατά περίπου 5 χρόνια.
Ο πιο σημαντικός διατροφικός παράγοντας κινδύνου είναι η αυξημένη κατανάλωση ζωικού λίπους και κόκκινου κρέατος, τροφών πλούσιων σε κορεσμένα λιπαρά οξέα και χοληστερόλη. Η χοληστερόλη βρίσκεται μόνο στα ζωικά τρόφιμα, και κυρίως στο αβγό, στο συκώτι, στα κόκκινα κρέατα και στα πλήρη γαλακτοκομικά προϊόντα. Η εξωγενής πρόσληψη χοληστερόλης καλύπτει περίπου το 20% της συνολικής χοληστερόλης του ανθρώπινου οργανισμού. Το υπόλοιπο 80% παρασκευάζεται ενδογενώς, στο συκώτι.
Η χοληστερόλη και τα λίπη υπό μορφή τριγλυκεριδίων μεταφέρονται στο αίμα ενωμένα με πρωτεΐνες σε σωματίδια που λέγονται λιποπρωτεΐνες. Τα κορεσμένα λιπαρά οξέα και η χοληστερόλη αυξάνουν τις λιποπρωτεΐνες χαμηλής και πολύ χαμηλής πυκνότητας, LDL και VLDL, που περιέχουν μεγάλη αναλογία λιπών και μικρή αναλογία πρωτεϊνών. Οι λιποπρωτεΐνες αυτές σε υψηλά επίπεδα προκαλούν αθηρωμάτωση, καθώς μειώνουν τη φυσιολογική πρόσληψη της χοληστερόλης από τα κύτταρα και κατά συνέπεια αυξάνουν τη συγκέντρωσή της στο αίμα. Αντίθετα, η υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη, η HDL, που περιέχει σε μεγαλύτερη αναλογία πρωτεΐνη, δρα προστατευτικά, απομακρύνοντας τη χοληστερόλη από το ενδοθήλιο των αγγείων προς το συκώτι, όπου καταβολίζεται και αποβάλλεται. Τα πολυακόρεστα λίπη, κυρίως τα ω-3 λιπαρά οξέα μακράς αλύσου, που περιέχονται στις φυτικές τροφές και ατα ψάρια, μειώνουν την LDL και τη VLDL, αλλά και την HDL, κάτι που δεν είναι επιθυμητό, ενώ τα μονοακόρεστα λίπη, που προέρχονται κυρίως από το ελαιόλαδο, μειώνουν την LDL και τη VLDL, χωρίς να επηρεάζουν την HDL χοληστερόλη. Η ευνοϊκή επίδραση του ελαιόλαδου στην πρόληψη και άλλων νοσημάτων αποδίδεται, όχι μόνο στην υψηλή περιεκτικότητά του σε μονοακόρεστο ελαϊκό οξύ, αλλά και στην πληθώρα των αντιοξειδωτικών παραγόντων που περιέχει.
Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια οι απόψεις σχετικά με τη δράση του ζωικού λίπους και της χοληστερόλης συχνά τροποποιούνται, δίνοντας άλλοτε μεγαλύτερο και άλλοτε μικρότερο βάρος στην εξωγενή πρόσληψη σε σχέση με ενδογενείς-γενετικούς μηχανισμούς. Σε άτομα χωρίς γενετική προδιάθεση έχει υποστηριχθεί ότι οι αρνητικές επιπτώσεις ίσως να είναι πολύ περιορισμένες, έως μηδαμινές, ενώ κάτι αντίστοιχο πιθανόν να ισχύει και για τη σχέση του αλατιού με την υπέρταση.