Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Χριστούγεννα στην Αθήνα των 80.000 κατοίκων!


Μια νοσταλγική αναδρομή μέσα από τις εφημερίδες της εποχής 
Του Δημήτρη Χίλιου (*)
ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ ΤΟΥ 1899!
Το ελληνικό κράτος φτάνει μόλις μέχρι τη Λάρισα, τρία χρόνια από τους πρώτους Ολυμπιακούς, δυο από τον ατυχή πόλεμο, στην Αθήνα 80.000 κάτοικοι κουβαλούν ντοπιολαλιές και συνήθειες υπαίθρου. Οι δρόμοι, σκονισμένοι, κατακλύζονται από άμαξες και λαντώ, το «Θηρίο» φτάνει μέχρι την Κηφισιά, ο «Κωλοσούρτης» στο δρομολόγιο Σύνταγμα-Φάληρο.
Παραμονές Χριστουγέννων και ο «Ρωμηός», η θρυλική σατιρική εφημερίδα του Γεωργίου Σουρή, κυκλοφορεί εορταστική με τα απαραίτητα έμμετρα καυστικά σχόλια. Ένα χριστουγεννιάτικο της έκδοσης εκείνης διαπιστώνει πως:
Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα,

πνεύμα ζωής πλανάται
στων θρήνων την κοιλάδα.
Ένας Μεσσίας σήμερα
στη Βηθλεέμ γεννάται
και χίλιοι στην Ελλάδα!..

Συμπέρασμα, με καθυστέρηση ενός αιώνος και βάλε:...Οι επίδοξοι σωτήρες από τούτον τον τόπο ποτέ δεν έλειψαν.

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ του σωτηρίου έτους 1899. Μια Αθήνα ειδυλιακή, χωρίς νέφος και μπετόν, χωρίς κυκλοφοριακό και κορναρίσματα, χωρίς ένταση και άγχος. Μόνο σύννεφα σκόνης σηκώνει το αεράκι από τους χωματόδρομους, σκόνη που πνίγει την πόλη ολόκληρη.

Φυλλομετρώντας τις κιτρινισμένες εφημερίδες της εποχής, εντρυφούμε στην ατμόσφαιρα του πάλαι ποτέ κλεινού άστεως, όπως την περιγράφουν εδώ κι έναν περίπου αιώνα οι εφημερίδες, αψευδής μάρτυς της εποχής και του κλίματος.

ΞΗΜΕΡΩΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΜΟΝΗΣ και τα παιδιά φορτωμένα με χάρτινα καράβια, με τρίγωνα και τουμπερλέκια, αλωνίζουν τις γειτονιές. ψάλλουν τα κάλαντα και μαζεύουν δεκάρες.

Ο φούρνος της γειτονιάς θέαμα μοναδικό, η αγορά άλλο εξωτικό πανηγύρι! Στο σπίτι υπερεπάρκεια αγαθών, οι μπουφέδες λουκούλλειοι. Το βράδι τα παιδιά, μετά το γενναίο λούσιμο στη σκάφη, πέφτουν για ύπνο κατάκοπα. Οι καμπάνες θα χτυπήσουν νωρίς για τον όρθρο και την ακολουθία της Γεννήσεως.

Στην αγρυπνία του αγίου Ελυσαίου, κάπου στην Πλάκα, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μελωδεί στον ύμνο:


«Δεύτε ίδωμεν πιστοί πού εγεννήθη ο Χριστός,
ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ
μετά των μάγων Ανατολής των βασιλέων…»

Στο αριστερό αναλόγιο ο άλλος Αλέξανδρος, ο Μωραϊτίδης, τον ακολουθεί στα αντιφωνήματα.

Με το σχόλασμα της αγρυπνίας πίνουν φασκόμηλο στη Δεξαμενή, κι αργότερα απολαμβάνουν το εργένικο μεσημεριανό τους στο κρασοπουλειό του Καχριμάνη. Στο ίδιο κουτσό τραπέζι ο άγιος της λογοτεχνίας έγραψε τις προηγούμενες μέρες το χριστουγεννιάτικο διήγημά του για το Άστυ, την Ακρόπολι, το Εμπρός, την Εστία. Σε κείνα τα γαλάζια τσαλακωμένα χαρτιά τα γεμάτα μουτζούρες από το μελάνι της πέννας που έτρεχε, μα κι από το τρέμουλο του χεριού, σε κείνα τα χαρτιά κρύβονταν τα ακριβά του διηγήματα, το καθ’ ένα απόσταγμα πόνου ψυχής.

ΑΙ ΑΘΗΝΑΙ ΕΠΙΔΙΔΟΝΤΑΙ τας ημέρες αυτάς, γράφουν οι εφημερίδες, εις την χαρτοπαιξίαν! Πόκερ και μάους για τους αστούς, μπακαράς για τις λαϊκές τάξεις.

Στο σαλόνι του Σουρή η πνευματική Αθήνα επιδίδεται στο μάους μετά μανίας. Οι χαμένοι του παιχνιδιού αποσύρονται και απαγγέλουν ποιήματα στις κυρίες ή συζητούν πικρόχολα την πρόσφατη φιλολογική παραγωγή. Στο περιθώριο της βεγγέρας κλείνονται συμφωνίες, σχεδιάζονται νέες εκδόσεις.

Τις ίδιες χριστουγεννιάτικες γιορταστικές βραδιές, μια άλλη Αθήνα στροβιλίζεται στους ρυθμούς της εποχής.

Οι χοροί του Παλατιού, αλλά και του Παρνασσού, συγκεντρώνουν την ανώτερη αθηναϊκή κοινωνία. Τα πρώτα μεταεπαναστατικά χρόνια σ’ αυτούς τους γιορταστικούς χορούς των Ανακτόρων ειπώθηκε το αμίμητο «Σιγά, τον πολυέλαιο!», έκφραση που έμεινε παροιμιώδης.

Οι Έλληνες οπλαρχηγοί, όσο η ορχήστρα παίζει Πολωνέζα και Μαζούρκα, ρυθμούς πάνω στους οποίους λικνίζονταν η πολιτισμένη Ευρώπη, εκείνοι κάθονταν άπρακτοι κοιτάζοντας έκπληκτοι τις κυρίες των τιμών που χόρευαν με τους στρατιωτικούς ακόλουθους των πρεσβειών.Μόλις όμως η ορχήστρα έπαιρνε να παίξει ελληνικούς ρυθμούς, τότε ξύπναγε μέσα τους το αίμα της κλεφτουριάς κι έσερναν τον χορό ό ένας μετά τον άλλον συναγωνιζόμενοι σε φιγούρες και τσαλιμάκια.

Σε μια τέτοια στιγμή χορευτικής έξαρσης ο Θοδωράκης Γρίβας, ο αητός της Ρούμελης, πέταξε με δύναμη το τσαρούχι του ψηλά κραυγάζοντας κι ένα ελληνοπρεπέστατο «Όπααα!»

Οι κυρίες των τιμών πανικοβλήθησαν, δημιουργήθηκε αναταραχή και όλοι αναφώνησαν τρομαγμένοι «Σιγά, τον πολυέλαιο!» Κατόπιν αυτού οι αυλικοί απαγόρευσαν την συγκεκριμένη χορευτική φιγούρα.

«Ο χορός των Ανακτόρων κι ένα πλήθος σπαθοφόρων», γράφει ο Σουρής. Αλλά και «Του Παρνασσού χορός καθ’ όλα ζωηρός», προανήγγειλε ο «Ρωμηός» σε άλλη στήλη:

Απ’ τον χορό του Παλατιού
στου Παρνασσού τον μπάλο,
επιδημία των χορών
και σούσουρο μεγάλο…

ΣΕ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΤΕΥΧΟΣ, εορταστικό, του μηνιαίου περιοδικού Εικονογραφημένη και στη στήλη Αθηναϊκή ζωή διαβάζουμε το πικρόχολο:

«Αι Αθήναι χορεύουν. Χορεύουν φέτος περισσότερο, καίτοι οι χορογράφοι παραπονούνται ότι το πόκερ είναι η συχνοτέρα διασκέδασις εις τας εορταστικάς εσπερίδας. Εν τω μεταξύ ονόματα κυριών και δεσποινίδων παρατάσσονται εις τας στήλας των εφημερίδων και είναι περίεργον πώς μερικαί κυρίαι και δεσποινίδες παρεπονέθησαν ότι λείπουν χορευταί, αφού με την δημοσίευσιν του ονόματος και του χρώματος της τουαλέτας ο σκοπός του χορού εκπληρούται…»

ΜΙΑ ΑΚΟΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ απόλαυση των Αθηναίων ήταν και η κυκλοφορία πανηγυρικών εκδόσεων των περιοδικών της εποχής, εκδόσεις πλουσιότατες και απολαυστικές.

Τα Παναθήναια, η Πινακοθήκη, η Εικονογραφημένη, με τα χριστουγεννιάτικα αναγνώσματα, καθώς επίσης οι γιορταστικές εκδόσεις των αθηναϊκών εφημερίδων.

Η Εστία του Κύρου, αγαπημένη των Αθηναίων, με την εξαιρετικά φροντισμένη ύλη του Δροσίνη, του Καμπούρογλου, του Άννινου, του Νιρβάνα, του Καρκαβίτσα. Αλλά και η Ακρόπολις του Γαβριηλίδη, το Εμπρός του Καλαποθάκη, το Σκριπ του Ευστρατιάδη, οι Καιροί του Κανελίδη, αι Αθήναι του Πωπ, η Πατρίς του Σίμου, η Εσπερινή του Γιάνναρου, η Αστραπή του Γιολδάση, και πάνω απ’ όλες ο θρυλικός Ρωμηός του Γιώργου Σουρή.

Ο χριστουγεννιάτικος Ρωμηός βρίθει από στίχους σπαρταριστούς που θαρρείς πως γράφτηκαν πρόσφατα και ας πέρασε περισσότερο από αιώνας:

Χριστούγεννα! Χριστούγεννα! Χριστός γεννάται πάλι
κι ο κόσμος παραδίδεται σε μέθη και κρεπάλη.
Χριστούγεννα! Χριστούγεννα! Ζωή εν πάση φύση
και… κινδυνεύει ο Ρωμηός τα κώλα του ν’ αφήσει!
Τρέμουν εκ πείνης και θυμού των νηστικών τα χείλη,
ως μάρτυρες με πρόσωπον προβάλλουν αχαμνόν.
Και τρώγουν οι μακάριοι των υπουργών οι φίλοι
με όργανα και τύμπανα τον σιτευτόν αμνόν…

ΟΙ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΕΚΕΙΝΗ δεν πωλούνταν στα περίπτερα, άλλωστε δεν υπήρχαν περίπτερα. Είχαν τους διανομείς που έτρεχαν στους δρόμους διαλαλώντας τον κύριο τίτλο, αλλά κυρίως διακινούνταν με συνδρομές.

Συνδρομή δια τους εντός της επικρατείας δραχμάς 40, έγραφαν στην προμετωπίδα.

Στη χώρα μας μαζί με την ανεξαρτησία, γεννήθηκε και το έθιμο του πρωτοχρονιάτικου φιλοδωρήματος. Την παραμονή της ελεύσεως του ενιαυτού, ο νερουλάς, ο σκουπιδιάρης, ο γαλατάς, ο φανοκόρος, ο ταχυδρόμος, ο εφημεριδοπώλης, παρέδιδαν στις πόρτες μαζί με τις υπηρεσίες τους και τις ευχές για τον καινούργιο χρόνο. Να ’ναι καλός, να ’ναι χρυσός, να ’χει τις χάρες όλες.

Κι όλο αυτό σε αυτοσχέδιο ποίημα, κατά περίστασιν, σε χρωματιστό χαρτί τυλιγμένο ρολό σαν ειλητάριο αγιογραφίας. Κι αφού το παρέδιδαν, περίμεναν να εισπράξουν φιλοδώρημα. Για το ποίημα του εφημεριδοπώλη υπάρχουν συγκεκριμένα σημεία αναφοράς, πλην όμως κανείς δεν σκέφτηκε να φυλάξει το ευχετήριο του νερουλά, του φανοκόρου.

Εφημεριδοπώλης εκείνα τα χρόνια έφτανε ένας από κάθε εφημερίδα για όλη την Αθήνα. Μαζί με το πρωτοχρονιάτικο φύλλο, έδινε το ποίημά του και ρούπι δεν κουνούσε χωρίς το φιλοδώρημα. Στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν επρόκειτο απλά περί ενός ευχετηρίου, παρά περί έκδοσης σατιρικής της ίδιας εφημερίδας γραμμένη συχνά από δόκιμο συγγραφέα. Ένας σατιρικός απολογισμός, το καλαντάρι του χρόνου που έφευγε, με διάθεση σκωπτικότατη κι όπου κρίνεται σκόπιμο δεν λείπει κι ο χλευασμός των κυβερνώντων.

Το …ποίημα του διανομέα της εφημερίδας Αιών, παραμονή πρωτοχρονιάς του 1849, περιγράφει το τοπίο γύρω του:

Βλέπω υπουργούς με κεφαλάς
τρανάς ως κολοκύθια·
βλέπω Βουλήν και βουλευτάς
με άμυαλον κεφάλι
και Γερουσίαν ικανήν
να λέγη παραμύθια,
το έθνος μας να κείτεται
πρηνές ως εν κρεπάλη!

Το αντίστοιχο του 1861 ευχόταν:

Εις την μέλλουσαν Βουλήν μας
φρόνησιν και καρτερίαν.
Κι είθε ο Θεός να δώσει,
κατά δέησιν κοινήν,
φώτισιν στους άρχοντάς μας
και εις υμάς υπομονήν…

ΤΑ ΦΥΛΛΑ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ εκείνη την ημέρα, εκτός από τα ποιήματα των διανομέων, ήσαν ιδιαίτερα προσεγμένα.

Ο Βλάσης Γαβριηλίδης, παραμονή πρωτοχρονιάς του 1899, ανέθεσε στον Νίκο Λάσκαρη να επισκεφθεί την αγορά και να ετοιμάσει σχετικό αφιέρωμα για το εορταστικό φύλλο της «Ακροπόλεως».

Ο Λάσκαρης βαρέθηκε την αγγαρεία και ανέθεσε σε νεαρό επαιδευόμενο συντάκτη την διεκπεραίωση της εντολής του διευθυντή. Εκείνος με τη σειρά του έγραψε επιγραμματικά τους πάρα κάτω στίχους:

Χριστέ μου τι πλούτος!
Για ιδές τι κρεμούνε!
Παν ότι ωραίον, παν ότι λαμπρόν!
Και όλα εν τούτοις, αφού φαγωθούνε
θα γίνουν εκείνα που είπε ο Καμπρών!

Ο Γαβριηλίδης θεώρησε γουρλίδικο το …κοπρώδες στιχούργημα και το δημοσίευσε σε περίοπτη θέση του πρωτοχρονιάτικου φύλου.

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 1900.

Η Αθήνα υποδέχεται τον καινούργιο αιώνα. Ένας αιώνα πολέμων, προσφυγγιάς, κατοχής, πείνας. Μα εκείνη μη γνωρίζοντας, τον υποδέχεται ανέμελη. Στο Ζάππειο ο κόσμος ξεχύνεται να προϋπαντήσει στους δρόμους τον καινούργιο χρόνο. Χαμογελούν αισιόδοξα. Στα ανάκτορα προετοιμάζεται μεγάλη χοροεσπερίδα.

Τα παιδιά χαίρονται τα κέρδη από τα κάλαντα, διώχνουν τον παλιό χρόνο ξεκουφαίνοντας τον κόσμο με μεγάλες ροκάνες, σφυρίχτρες, μπαλόνια και φισούνες.

Καταμεσίς του δρόμου οι μπάντες παιανίζουν το Εωθινόν, αυτοσχέδιοι μουσικοί διεκδικούν φιλοδώρημα, διαλαλητάδες παιχνιδιών, μαλλιού της γριάς, μικροδώρων… Πανδαιμόνιο σωστό.

Όλοι χαμογελούν και ελπίζουν ο καινούργιος χρόνος να είναι καλύτερος…

–––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––

(*) Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του «Με το σφύριγμα του τραίνου» και «Χάρτινα φιλιά».