Οι θάνατοι από ελονοσία το 2010 ξεπέρασαν το 1,2 εκατομμύριο σε ολόκληρο τον κόσμο – αριθμός σχεδόν διπλάσιος σε σχέση με τις εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών. Σε αυτή τη δυσάρεστη διαπίστωση συνοψίζονται τα αποτελέσματα νέας μελέτης του αμερικανικού Institute for Health Metrics and Evaluation, τα οποία δημοσιεύονται στην επιθεώρηση Lancet.
Οι συντάκτες της έκθεσης, που χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς, υποστηρίζουν ότι προηγούμενες μελέτες επικεντρώνονταν στα παιδιά ηλικίας κάτω των πέντε ετών θεωρώντας ότι βρέφη και νήπια είναι τα κατεξοχήν ευάλωτα. Αυτό ωστόσο είχε ως αποτέλεσμα να μην υπολογίσουν εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους παιδιών μεγαλύτερης ηλικίας και ενηλίκων. Σύμφωνα με τα νέα στοιχεία, το 42% των
θυμάτων είναι άνω των πέντε ετών.
«Μαθαίνουμε στην ιατρική σχολή ότι όσοι εκτίθενται στην ελονοσία ως παιδιά αναπτύσσουν ανοσία και σπάνια πεθαίνουν από αυτήν ως ενήλικες», λέει ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας Κρίστοφερ Μάρεϊ. «Με βάση αυτά που βρήκαμε στα αρχεία νοσοκομείων, στις ληξιαρχικές πράξεις θανάτων, σε έρευνες και άλλες πηγές, διαπιστώσαμε ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει».
Στο πλαίσιο της μελέτης τους, που καλύπτει την τριακονταετία 1980 έως 2010, ο Μάρεϊ και η ομάδα του δημιούργησαν μια ιστορική βάση δεδομένων για την ελονοσία με τη βοήθεια νέων δεδομένων και υπολογιστικών μοντέλων. Το 1980, 995.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας της ασθένειας. Το 2004, ο απολογισμός ήταν σχεδόν διπλάσιος, όμως το 2010 ο αριθμός των θυμάτων της ελονοσίας μειώθηκε στο 1,2 εκατομμύριο.
Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας είχε καταγράψει την ίδια χρονιά – το 2010- 655.000 θανάτους, δηλαδή σχεδόν τους μισούς. Μετά από τη δημοσιοποίηση της έκθεσης, η οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών υπερασπίστηκε τα δικά της στοιχεία υποστηρίζοντας ότι η νέα μελέτη βασίστηκε εν μέρει σε μαρτυρίες συγγενών και όχι σε επίσημα στοιχεία. «Θα το επαναλάβουμε: οι θάνατοι στη συντριπτική τους πλειονότητα αφορούν παιδιά κάτω των πέντε ετών και εμείς επιμένουμε στις εκτιμήσεις μας».
Ευχάριστο είναι πάντως το γεγονός ότι τόσο η ΠΟΥ όσο και οι συντάκτες της έκθεσης στο Lancet διαπιστώνουν τα τελευταία χρόνια τάση για μείωση των θανάτων, κάτι που οφείλεται κυρίως στα φάρμακα και στις κουνουπιέρες που διανέμονται σε ευάλωτες περιοχές. Όπως και η ΠΟΥ ωστόσο, έτσι και οι ερευνητές προειδοποιούν ότι η πρόοδος που έχει επιτευχθεί την τελευταία δεκαετία στην αντιμετώπιση της ελονοσίας θα μπορούσε να πάει χαμένη εάν η χρηματοδότηση προγραμμάτων επηρεαστεί από τα προβλήματα της διεθνούς οικονομίας.
Οι συντάκτες της έκθεσης, που χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς, υποστηρίζουν ότι προηγούμενες μελέτες επικεντρώνονταν στα παιδιά ηλικίας κάτω των πέντε ετών θεωρώντας ότι βρέφη και νήπια είναι τα κατεξοχήν ευάλωτα. Αυτό ωστόσο είχε ως αποτέλεσμα να μην υπολογίσουν εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους παιδιών μεγαλύτερης ηλικίας και ενηλίκων. Σύμφωνα με τα νέα στοιχεία, το 42% των
θυμάτων είναι άνω των πέντε ετών.
«Μαθαίνουμε στην ιατρική σχολή ότι όσοι εκτίθενται στην ελονοσία ως παιδιά αναπτύσσουν ανοσία και σπάνια πεθαίνουν από αυτήν ως ενήλικες», λέει ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας Κρίστοφερ Μάρεϊ. «Με βάση αυτά που βρήκαμε στα αρχεία νοσοκομείων, στις ληξιαρχικές πράξεις θανάτων, σε έρευνες και άλλες πηγές, διαπιστώσαμε ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει».
Στο πλαίσιο της μελέτης τους, που καλύπτει την τριακονταετία 1980 έως 2010, ο Μάρεϊ και η ομάδα του δημιούργησαν μια ιστορική βάση δεδομένων για την ελονοσία με τη βοήθεια νέων δεδομένων και υπολογιστικών μοντέλων. Το 1980, 995.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας της ασθένειας. Το 2004, ο απολογισμός ήταν σχεδόν διπλάσιος, όμως το 2010 ο αριθμός των θυμάτων της ελονοσίας μειώθηκε στο 1,2 εκατομμύριο.
Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας είχε καταγράψει την ίδια χρονιά – το 2010- 655.000 θανάτους, δηλαδή σχεδόν τους μισούς. Μετά από τη δημοσιοποίηση της έκθεσης, η οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών υπερασπίστηκε τα δικά της στοιχεία υποστηρίζοντας ότι η νέα μελέτη βασίστηκε εν μέρει σε μαρτυρίες συγγενών και όχι σε επίσημα στοιχεία. «Θα το επαναλάβουμε: οι θάνατοι στη συντριπτική τους πλειονότητα αφορούν παιδιά κάτω των πέντε ετών και εμείς επιμένουμε στις εκτιμήσεις μας».
Ευχάριστο είναι πάντως το γεγονός ότι τόσο η ΠΟΥ όσο και οι συντάκτες της έκθεσης στο Lancet διαπιστώνουν τα τελευταία χρόνια τάση για μείωση των θανάτων, κάτι που οφείλεται κυρίως στα φάρμακα και στις κουνουπιέρες που διανέμονται σε ευάλωτες περιοχές. Όπως και η ΠΟΥ ωστόσο, έτσι και οι ερευνητές προειδοποιούν ότι η πρόοδος που έχει επιτευχθεί την τελευταία δεκαετία στην αντιμετώπιση της ελονοσίας θα μπορούσε να πάει χαμένη εάν η χρηματοδότηση προγραμμάτων επηρεαστεί από τα προβλήματα της διεθνούς οικονομίας.