παρακολουθούν τη χοληστερίνη, την πίεση ή το σάκχαρο γιατί δεν έχουν συμπτώματα. Εντούτοις, θέλουν να κάνουν «όλες» τις εξετάσεις, όπως καρδιογράφημα, δοκιμασία κοπώσεως, υπερηχογράφημα ή ό,τι άλλο είναι τέλος πάντων απαραίτητο για να βεβαιωθούν ότι δεν πάσχουν από κάποια καρδιοπάθεια, για να μπορούν να συνεχίζουν να καπνίζουν χωρίς φόβο και με τη διαβεβαίωση πια του γιατρού ότι είναι υγιείς. Και αν νομίζετε ότι αυτά είναι υπερβολές, κάνετε λάθος, είναι μια εξωφρενική καθημερινότητα!
Τι πρέπει λοιπόν να κάνει ένα άτομο ασυμπτωματικό που φοβάται για την υγεία της καρδιάς του; Κατ' αρχήν πρέπει να σταματήσει το κάπνισμα, να βάλει στη ζωή του τη συστηματική άσκηση, δηλαδή ένα καθημερινό περπάτημα τουλάχιστον 30 λεπτών και να προσέξει τη διατροφή του. Από κει και πέρα, πρέπει να απευθυνθεί σε έναν καρδιολόγο για να διερευνήσει ποιος είναι ο καρδιαγγειακός του κίνδυνος τα επόμενα χρόνια. Τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα προγνωστικά μοντέλα κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου είναι αυτά που προέκυψαν από τη μελέτη Framingham Heart, το 1990. Μια ομάδα ελλήνων ερευνητών δημοσίευσε το HellnicSCORE βασισμένο σε ελληνικά δεδομένα, το οποίο παρουσιάστηκε στο Περιοδικό της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας, καθώς επίσης και στην Ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας (www.escardio.org). Το μοντέλο κινδύνου είναι ένας πίνακας, όπου σε κάθε κελί αναγράφεται ο απόλυτος κίνδυνος (δηλαδή η πιθανότητα) εκδήλωσης θανατηφόρου καρδιαγγειακού επεισοδίου μέσα στην επόμενη δεκαετία της ζωής, ανάλογα με την ηλικιακή δεκαετία, το φύλο, τις καπνιστικές συνήθειες, τις τιμές συστολικής αρτηριακής πίεσης και ολικής χοληστερόλης.
Πρέπει, φυσικά, να τονιστεί ότι η εκτίμηση του κινδύνου είναι στατιστική, άρα μπορεί να εμπεριέχει ένα βαθμό σφάλματος. Ατομα χαμηλού κινδύνου θεωρούνται όσα έχουν πιθανότητες λιγότερες από 10% να παρουσιάσουν ένα καρδιαγγειακό νόσημα στην επόμενη 10ετία. Σε αυτά τα άτομα πρέπει να εκτιμηθεί ο 30ετής κίνδυνος. Αν αυτός είναι χαμηλός, δεν χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης. Αν αυτός είναι αυξημένος αντιμετωπίζονται όπως τα άτομα ενδιάμεσου κινδύνου. Υψηλού κινδύνου θεωρούνται τα άτομα που έχουν πάνω από 20% πιθανότητες να παρουσιάσουν ένα καρδιαγγειακό νόσημα στην επόμενη 10ετία και πρέπει να λάβουν επιθετική φαρμακευτική αγωγή για κάθε έναν παράγοντα κινδύνου που έχουν (π.χ αντιυπερτασικά ή υπολιπιδαιμικά ή αντιδιαβητικά φάρμακα). Περαιτέρω βιοχημικές ή απεικονιστικές εξετάσεις σε αυτή την ομάδα δεν είναι απαραίτητες. Τα άτομα που βρίσκονται μεταξύ του 10% και 20% θεωρούνται ενδιάμεσου κινδύνου και σε αυτά πρέπει να εκτιμηθεί και το οικογενειακό ιστορικό ύπαρξης καρδιαγγειακού νοσήματος. Επίσης, σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία Καρδιολογίας στα άτομα ενδιάμεσου κινδύνου καλό είναι να μετράται η τιμή της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης στα αίμα. Επιπλέον, αν τα άτομα αυτά έχουν υπέρταση ή διαβήτη πρέπει να διενεργείται ένα ηλεκτροκαρδιογράφημα και να αναζητείται η ύπαρξη μικροαλβουμινουρίας στα ούρα. Στα άτομα ενδιάμεσου κινδύνου πρέπει ακόμα να μετράται το πάχος του έσω-μέσου χιτώνα της καρωτίδας, ο αστράγαλο/βραχιόνιο δείκτης και το φορτίο του ασβεστίου στα στεφανιαία αγγεία. Η διενέργεια δοκιμασίας κοπώσεως ή άλλων πιο εξειδικευμένων διαγνωστικών εξετάσεων δεν φαίνεται να έχει θέση στη συγκεκριμένη ομάδα ασθενών.
Με τις παραπάνω εξετάσεις, ένα 20% των ενδιάμεσου κινδύνου ασυμπτωματικών ατόμων μπορεί να αλλάξει κατηγορία, να χαρακτηριστεί υψηλού κινδύνου και να αντιμετωπιστεί με επιθετική φαρμακευτική αγωγή.