Ζητήματα ιατρικών σφαλμάτων απασχολούν όλο και πιο συχνά πλέον τους ίδιους τους ιατρούς, τα νοσοκομεία (δημόσια ή ιδιωτικά), τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά και την κοινή γνώμη. Έγκυρα έντυπα, όπως το «British Medical Journal», εκτιμούν ότι τα ιατρικά λάθη στη M. Βρετανία σκοτώνουν 30.000 πολίτες κάθε χρόνο, ενώ την ίδια στιγμή στις Ηνωμένες Πολιτείες τα σφάλματα των γιατρών αποτελούν την τρίτη αιτία θανάτου. Στη χώρα μας, αν και δεν υπάρχουν επίσημα στατιστικά στοιχεία, κάποιες εκτιμήσεις μιλούν ακόμα και για 6.000 θανάτους ετησίως που οφείλονται σε πιθανά ιατρικά λάθη.
Από το 2005 με την ψήφιση από το ελληνικό κοινοβούλιο του νέου «Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας» (3418/2005) έπαψε πλέον και επίσημα να ισχύει η πατερναλιστική θεώρηση της ιατρικής. Αυτό σημαίνει ότι ο ιατρός δεν είναι πλέον ο άνθρωπος που αποφασίζει ό,τι θεωρεί ο ίδιος καλό για την υγεία του ασθενούς του. Αντίθετα ο ιατρός σήμερα πρέπει να ενημερώνει πλήρως τον ασθενή του σε όλα τα στάδια της ιατρικής πράξης αλλά και να πράττει οποιαδήποτε ιατρική παρέμβαση μόνο κατόπιν της συναίνεσης του ίδιου του ασθενούς.
Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, οι υποθέσεις ιατρικών σφαλμάτων που φτάνουν στα ποινικά ή πολιτικά δικαστήρια αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Αύξουσα είναι και η παρουσίαση αντίστοιχων περιπτώσεων από τα ΜΜΕ. Σημαντικό είναι όμως να κατατεθούν δύο διαπιστώσεις:
Πρώτον πράγματι υπάρχει ένα σύστημα υγείας που δυσλειτουργεί και μερικοί ιατροί μπορεί να κάνουν λάθη, αλλά δεν μπορεί να διασύρεται όλος ο ιατρικός κόσμος για τυχόν αμέλειες ή λάθη μερικών και δεν μπορεί να διασύρεται οποιοσδήποτε ιατρός ως «χασάπης» ή «εγκληματίας», χωρίς να αποδειχθεί πρώτα η ευθύνη που του αποδίδεται. Ακόμα όμως και όταν αποδίδεται ευθύνη σε έναν ιατρό για μία συγκεκριμένη πράξη, δεν είναι δυνατόν αυτή να γενικεύεται και τελικά να οδηγεί τον ιατρό στην επαγγελματική απαξίωση ή και καταστροφή.
Δεύτερον είναι αλήθεια ότι το πραγματικό «θύμα» ενός ιατρικού λάθους πρέπει να αποζημιώνεται, όχι μόνο για μία πιθανή αποκατάσταση της ιατρογενούς βλάβης, αλλά και για τις συνέπειες που αυτή έχει στην επαγγελματική και προσωπική ζωή τόσο του ιδίου όσο και της οικογένειάς του. Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει το θύμα αυτό να γίνει για δεύτερη φορά θύμα πιθανών συγκαλύψεων και τελικά να αναγκαστεί να σηκώσει μόνο του και το βάρος της όποιας αποκατάστασης.
Είναι βέβαιο ότι και στο ζήτημα των ιατρικών λαθών η ελληνική κοινωνία θα προσαρμοστεί στα δυτικά πρότυπα. Συνεπώς οι μηνύσεις και οι αγωγές έναντι ιατρών θα πληθύνουν. Είναι χρέος όλων των εμπλεκομένων φορέων σε κάθε περίπτωση να ακολουθούν μία εκλογικευμένη διαδικασία αναζήτησης της αλήθειας, έτσι ώστε ο θύτης να χρεώνεται τη συγκεκριμένη πράξη και το θύμα να αποζημιώνεται την πραγματική του ζημία. Ιδιαίτερα σημαντικός σε αυτή τη διαδικασία είναι ο ρόλος του Ιατροδικαστή. Το ιδανικό θα είναι ο ενδιαφερόμενος να αναζητά ιατροδικαστική εκτίμηση πριν ακόμα ξεκινήσει την όποια νομική διαδικασία. Είναι ο μόνος τρόπος που μπορεί να του εξασφαλίσει ότι οι επιλογές που θα ακολουθήσουν θα αποδώσουν τελικά περισσότερα οφέλη παρά επιπλέον απώλειες.
Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, οι υποθέσεις ιατρικών σφαλμάτων που φτάνουν στα ποινικά ή πολιτικά δικαστήρια αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Αύξουσα είναι και η παρουσίαση αντίστοιχων περιπτώσεων από τα ΜΜΕ. Σημαντικό είναι όμως να κατατεθούν δύο διαπιστώσεις:
Πρώτον πράγματι υπάρχει ένα σύστημα υγείας που δυσλειτουργεί και μερικοί ιατροί μπορεί να κάνουν λάθη, αλλά δεν μπορεί να διασύρεται όλος ο ιατρικός κόσμος για τυχόν αμέλειες ή λάθη μερικών και δεν μπορεί να διασύρεται οποιοσδήποτε ιατρός ως «χασάπης» ή «εγκληματίας», χωρίς να αποδειχθεί πρώτα η ευθύνη που του αποδίδεται. Ακόμα όμως και όταν αποδίδεται ευθύνη σε έναν ιατρό για μία συγκεκριμένη πράξη, δεν είναι δυνατόν αυτή να γενικεύεται και τελικά να οδηγεί τον ιατρό στην επαγγελματική απαξίωση ή και καταστροφή.
Δεύτερον είναι αλήθεια ότι το πραγματικό «θύμα» ενός ιατρικού λάθους πρέπει να αποζημιώνεται, όχι μόνο για μία πιθανή αποκατάσταση της ιατρογενούς βλάβης, αλλά και για τις συνέπειες που αυτή έχει στην επαγγελματική και προσωπική ζωή τόσο του ιδίου όσο και της οικογένειάς του. Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει το θύμα αυτό να γίνει για δεύτερη φορά θύμα πιθανών συγκαλύψεων και τελικά να αναγκαστεί να σηκώσει μόνο του και το βάρος της όποιας αποκατάστασης.
Είναι βέβαιο ότι και στο ζήτημα των ιατρικών λαθών η ελληνική κοινωνία θα προσαρμοστεί στα δυτικά πρότυπα. Συνεπώς οι μηνύσεις και οι αγωγές έναντι ιατρών θα πληθύνουν. Είναι χρέος όλων των εμπλεκομένων φορέων σε κάθε περίπτωση να ακολουθούν μία εκλογικευμένη διαδικασία αναζήτησης της αλήθειας, έτσι ώστε ο θύτης να χρεώνεται τη συγκεκριμένη πράξη και το θύμα να αποζημιώνεται την πραγματική του ζημία. Ιδιαίτερα σημαντικός σε αυτή τη διαδικασία είναι ο ρόλος του Ιατροδικαστή. Το ιδανικό θα είναι ο ενδιαφερόμενος να αναζητά ιατροδικαστική εκτίμηση πριν ακόμα ξεκινήσει την όποια νομική διαδικασία. Είναι ο μόνος τρόπος που μπορεί να του εξασφαλίσει ότι οι επιλογές που θα ακολουθήσουν θα αποδώσουν τελικά περισσότερα οφέλη παρά επιπλέον απώλειες.
Γρηγόρης Λέων
MD MSc PhD, Ιατροδικαστής
MD MSc PhD, Ιατροδικαστής