Μια φορά πριν από χρόνια, για να µην πάω έτσι να χτυπήσω την πόρτα, είχα ζητήσει από ένα φίλο να µε στείλει σε µια τράπεζα, κρατική ήταν τότε. Στο γραφείο του υπεύθυνου δανείων αυτός µου εξηγούσε τα πρακτικά, εγώ ρωτούσα ποιο είναι το επιτόκιο. Με αγνοούσε, συνέχιζε να εξηγεί, ξανά εγώ επανέφερα τη συζήτηση στο επιτόκιο που µ’ έκαιγε. Τίποτα, καµία σηµασία, άρχισα ν’ ανησυχώ. Την τρίτη φορά που ρώτησα, γυρνάει δυσανασχετώντας και µου απαντάει: Καλά, αυτό τι σας απασχολεί, εκδοτικό δεν είναι το δάνειο; Μόνο τότε κατάλαβα πως ο άνθρωπος, υπολογίζοντας το γραφείο απ’ όπου είχα φτάσει συστηµένος, ήταν σίγουρος πως έχει να κάνει µε ένα ακόµα απ’ αυτά τα «εξυπηρετικά» δάνεια προς το «ιερό λειτούργηµα της ενηµέρωσης». Κατέβαινα τα µαρµάρινα σκαλοπάτια προς την είσοδο και µε είχε
πιάσει νευρικό γέλιο. Σκεφτόµουν συνεχώς το παλιό ανέκδοτο µε την πουτάνα, που αυτοκτόνησε όταν έµαθε ότι οι άλλες πληρώνονται.
Η κατάσταση στο χώρο των µέσων ενηµέρωσης γίνεται όλο και χειρότερη. Τους τελευταίους µήνες έχουν κλείσει περισσότερα έντυπα απ’ όσα τα τελευταία χρόνια. Τα περισσότερα από τα υπόλοιπα Μέσα διατηρούνται στη ζωή µε δυσκολία και κάποια µε τεχνική υποστήριξη. Τι κάνουν οι δηµοσιογράφοι µπροστά σ’ αυτή την κατάσταση; Αγώνες. Έχουν κρεµάσει ένα πανό που λέει «∆ιεκδικούµε - ∆εν Παραχωρούµε» και κάνουν απεργίες. Εναντίον ποιου δεν είναι καθαρό. ∆εν θέλουµε να κλείνουν τα µέσα ενηµέρωσης, δεν θέλουµε απολύσεις, δεν θέλουµε µειώσεις µισθών, δεν θέλουµε αλλαγές στις συνθήκες εργασίας. Αγωνιστικά είµαστε «ενάντια» σε όλα. Έχουµε, όµως, ένα µικρό πρόβληµα. Εµείς είµαστε ενάντια, αλλά αυτά τα έρηµα συνεχίζουν να ψοφάνε. Και οι άνθρωποι µένουν άνεργοι. Το µικρό πρόβληµα που έχουµε, που δεν κολλάει µε την αγωνιστική µας θεωρία, είναι ότι τα ΜΜΕ είναι πράγµατι παθητικά. Έχουν ζηµιές, πάνε για φούντο.
Οι δηµοσιογράφοι θα µπορούσαν να κάνουν άλλα πράγµατα αντί να λένε µόνο αγωνιστικά «ενάντια». Θα µπορούσαν να διαπραγµατευτούν, να προτείνουν άλλες λύσεις διάσωσης, να ανταλλάξουν χρήµα µε χρόνο, να κάνουν συµβιβαστικές συµφωνίες που διασφαλίζουν θέσεις εργασίας. Θα µπορούσαν ακόµα, αν ήταν σίγουροι για το περιεχόµενο της δουλειάς τους, να αναλάβουν οι ίδιοι τα Μέσα που κλείνουν και να τα εκδίδουν οι εργαζόµενοι. Για να αποδείξουν στην πράξη ότι έχουν δίκιο. Αλλά δεν το κάνουν.
Το θέµα δεν είναι µόνο ότι δεν κάνουν αυτά. Είναι και ότι, παραδόξως, δεν θέτουν κανένα ζήτηµα «θεσµικό», δεν ζητάνε καµία αλλαγή στο διαπλεκόµενο ελληνικό µοντέλο ενηµέρωσης. ∆εν λένε τίποτα για τη διανοµή της κρατικής διαφήµισης στα Μέσα του Εκβιασµού. Για τα έντυπα που κυκλοφορούν στο όνοµα µιας ταχυδροµικής θυρίδας, χωρίς υπογραφές αλλά µε 2-3 καταχωρήσεις ∆ΕΚΟ µέσα. Για τις εφηµερίδες που υπάρχουν µόνο για να κρεµάνε στο περίπτερο έναν τίτλο, χωρίς αναγνώστες. Τίποτα για τα περίεργα δάνεια δανεικά κι αγύριστα, τις επιδοτήσεις που καταλήγουν στις τσέπες αντί στον εκσυγχρονισµό των Μέσων. ∆εν αποκαλύπτουν τις εκδοτικές οφειλές από φόρους και ΦΠΑ, τη µη καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών στα ταµεία. ∆εν λένε τίποτα που µια δεκαετία δεν προκηρύσσονται οι ραδιοτηλεοπτικές άδειες και έχουν γίνει τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις «κλειστό επάγγελµα» όπου κάποιοι πλουτίζουν πουλώντας και αγοράζοντας τις «άδειες», την περιουσία δηλαδή του δηµοσίου. Απορούν κιόλας γιατί µ’ αυτό το καθεστώς οι δηµοσιογράφοι δεν χρειάζονται, τα ραδιόφωνα παίζουν µ’ ένα κοµπιούτερ. ∆εν βλέπουν κανένα πρόβληµα αν πληρώνει η κοινωνία µε φόρους υπέρ τρίτων τις εργοδοτικές εισφορές. ∆εν έχουν κανένα πρόβληµα αν ο πλούτος της κοινωνίας αντί σε κοινωνικές δαπάνες πηγαίνει στη συντήρηση δεκάδων τηλεοράσεων και ραδιοφώνων, κρατικών, της Βουλής, δηµοτικών, εκκλησιαστικών, κοµµατικών, δηµιουργώντας πολιτικό χρήµα. Όµως αν δεν τελειώσει αυτό το χρεοκοπηµένο µοντέλο που ζει από την αφαίµαξη της δηµόσιας περιουσίας, πώς θα επιζήσουν τα υγιή, βιώσιµα µέσα ενηµέρωσης; Πώς θα δηµιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας πραγµατικές και όχι επιδοτούµενες από την κρατική διαπλοκή;
Οι δηµοσιογράφοι αποφεύγουν να τα πουν αυτά. Κάποιοι µάλιστα, δηµοσίως, εκβιάζουν την πολιτική εξουσία, να «σώσει» τα χρεοκοπηµένα Μέσα, να «ρυθµίσει» τις οφειλές στις εφορίες, τα ταµεία και τις τράπεζες. Κάποιοι άλλοι κατηγορούν τους νέους δηµάρχους γιατί δεν είναι διατεθειµένοι να πληρώνουν για δηµοτικά µέσα ενηµέρωσης τα διπλάσια ποσά απ’ ό,τι για κοινωνικές δαπάνες, για βρεφονηπιακούς σταθµούς, για υπηρεσίες προς όλους τους πολίτες. Καλό για το δηµοσιογραφικό κλάδο είναι να παρέχει δουλειές και µισθούς. Από πού προέρχονται αυτά τα λεφτά, δεν φαίνεται να µας ενδιαφέρει. Η δηµοσιογραφική απάντηση είναι, να πληρώσουν την κρίση αυτοί που τόσα χρόνια µε τη δουλειά µας έπαιρναν δηµόσια έργα, προµήθειες, αµυντικές συµβάσεις και έφτιαχναν βίλες και σκάφη. Έχουν ένα δίκιο. Όσοι χρησιµοποίησαν τα ΜΜΕ ως µοχλούς πίεσης, διαπλοκής µε την πολιτική εξουσία για την επίτευξη των άλλων επιχειρηµατικών τους δραστηριοτήτων, τώρα, την εποχή της κρίσης, ούτε διανοούνται να τα συντηρήσουν από την υπόλοιπη περιουσία τους, τους είναι πια σχεδόν άχρηστα. Είµαστε όµως σίγουροι ότι αυτό είναι ένα επιχείρηµα που θέλουµε να το χρησιµοποιήσουµε, είναι µια απαίτηση που ως εργαζόµενους δηµοσιογράφους µάς τιµά; ∆εν είναι µια κυνική παραδοχή ότι ξέραµε πολύ καλά τη θέση µας ως πιόνια στη σκακιέρα της διαπλοκής και τώρα που το πράγµα στράβωσε, κακοµαθηµένοι ζητάµε τη διατήρηση του pay roll ακόµα κι αν ο ρόλος µας τους είναι άχρηστος; Τι άλλο σηµαίνει η επικολυρική διατύπωση «προσπαθούν να καταστήσουν ένα δηµόσιο αγαθό σε εµπόρευµα που υπακούει στους όρους της αγοράς» εκτός από την απαίτηση να πληρωνόµαστε ακόµα και εάν το προϊόν της εργασίας µας δεν αγοράζεται;
Οι δηµοσιογράφοι µοιάζουν µε εκείνες τις συντεχνίες του δηµόσιου τοµέα που αµέριµνα απόλαυσαν τόσα χρόνια το πάρτι και τώρα που το πάρτι έληξε, µε «δίκαιη οργή» κατηγορούν τους πολιτικούς όχι για το πάρτι, αλλά γιατί δεν φρόντισαν ώστε να διαρκέσει κι άλλο.
πιάσει νευρικό γέλιο. Σκεφτόµουν συνεχώς το παλιό ανέκδοτο µε την πουτάνα, που αυτοκτόνησε όταν έµαθε ότι οι άλλες πληρώνονται.
Η κατάσταση στο χώρο των µέσων ενηµέρωσης γίνεται όλο και χειρότερη. Τους τελευταίους µήνες έχουν κλείσει περισσότερα έντυπα απ’ όσα τα τελευταία χρόνια. Τα περισσότερα από τα υπόλοιπα Μέσα διατηρούνται στη ζωή µε δυσκολία και κάποια µε τεχνική υποστήριξη. Τι κάνουν οι δηµοσιογράφοι µπροστά σ’ αυτή την κατάσταση; Αγώνες. Έχουν κρεµάσει ένα πανό που λέει «∆ιεκδικούµε - ∆εν Παραχωρούµε» και κάνουν απεργίες. Εναντίον ποιου δεν είναι καθαρό. ∆εν θέλουµε να κλείνουν τα µέσα ενηµέρωσης, δεν θέλουµε απολύσεις, δεν θέλουµε µειώσεις µισθών, δεν θέλουµε αλλαγές στις συνθήκες εργασίας. Αγωνιστικά είµαστε «ενάντια» σε όλα. Έχουµε, όµως, ένα µικρό πρόβληµα. Εµείς είµαστε ενάντια, αλλά αυτά τα έρηµα συνεχίζουν να ψοφάνε. Και οι άνθρωποι µένουν άνεργοι. Το µικρό πρόβληµα που έχουµε, που δεν κολλάει µε την αγωνιστική µας θεωρία, είναι ότι τα ΜΜΕ είναι πράγµατι παθητικά. Έχουν ζηµιές, πάνε για φούντο.
Οι δηµοσιογράφοι θα µπορούσαν να κάνουν άλλα πράγµατα αντί να λένε µόνο αγωνιστικά «ενάντια». Θα µπορούσαν να διαπραγµατευτούν, να προτείνουν άλλες λύσεις διάσωσης, να ανταλλάξουν χρήµα µε χρόνο, να κάνουν συµβιβαστικές συµφωνίες που διασφαλίζουν θέσεις εργασίας. Θα µπορούσαν ακόµα, αν ήταν σίγουροι για το περιεχόµενο της δουλειάς τους, να αναλάβουν οι ίδιοι τα Μέσα που κλείνουν και να τα εκδίδουν οι εργαζόµενοι. Για να αποδείξουν στην πράξη ότι έχουν δίκιο. Αλλά δεν το κάνουν.
Το θέµα δεν είναι µόνο ότι δεν κάνουν αυτά. Είναι και ότι, παραδόξως, δεν θέτουν κανένα ζήτηµα «θεσµικό», δεν ζητάνε καµία αλλαγή στο διαπλεκόµενο ελληνικό µοντέλο ενηµέρωσης. ∆εν λένε τίποτα για τη διανοµή της κρατικής διαφήµισης στα Μέσα του Εκβιασµού. Για τα έντυπα που κυκλοφορούν στο όνοµα µιας ταχυδροµικής θυρίδας, χωρίς υπογραφές αλλά µε 2-3 καταχωρήσεις ∆ΕΚΟ µέσα. Για τις εφηµερίδες που υπάρχουν µόνο για να κρεµάνε στο περίπτερο έναν τίτλο, χωρίς αναγνώστες. Τίποτα για τα περίεργα δάνεια δανεικά κι αγύριστα, τις επιδοτήσεις που καταλήγουν στις τσέπες αντί στον εκσυγχρονισµό των Μέσων. ∆εν αποκαλύπτουν τις εκδοτικές οφειλές από φόρους και ΦΠΑ, τη µη καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών στα ταµεία. ∆εν λένε τίποτα που µια δεκαετία δεν προκηρύσσονται οι ραδιοτηλεοπτικές άδειες και έχουν γίνει τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις «κλειστό επάγγελµα» όπου κάποιοι πλουτίζουν πουλώντας και αγοράζοντας τις «άδειες», την περιουσία δηλαδή του δηµοσίου. Απορούν κιόλας γιατί µ’ αυτό το καθεστώς οι δηµοσιογράφοι δεν χρειάζονται, τα ραδιόφωνα παίζουν µ’ ένα κοµπιούτερ. ∆εν βλέπουν κανένα πρόβληµα αν πληρώνει η κοινωνία µε φόρους υπέρ τρίτων τις εργοδοτικές εισφορές. ∆εν έχουν κανένα πρόβληµα αν ο πλούτος της κοινωνίας αντί σε κοινωνικές δαπάνες πηγαίνει στη συντήρηση δεκάδων τηλεοράσεων και ραδιοφώνων, κρατικών, της Βουλής, δηµοτικών, εκκλησιαστικών, κοµµατικών, δηµιουργώντας πολιτικό χρήµα. Όµως αν δεν τελειώσει αυτό το χρεοκοπηµένο µοντέλο που ζει από την αφαίµαξη της δηµόσιας περιουσίας, πώς θα επιζήσουν τα υγιή, βιώσιµα µέσα ενηµέρωσης; Πώς θα δηµιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας πραγµατικές και όχι επιδοτούµενες από την κρατική διαπλοκή;
Οι δηµοσιογράφοι αποφεύγουν να τα πουν αυτά. Κάποιοι µάλιστα, δηµοσίως, εκβιάζουν την πολιτική εξουσία, να «σώσει» τα χρεοκοπηµένα Μέσα, να «ρυθµίσει» τις οφειλές στις εφορίες, τα ταµεία και τις τράπεζες. Κάποιοι άλλοι κατηγορούν τους νέους δηµάρχους γιατί δεν είναι διατεθειµένοι να πληρώνουν για δηµοτικά µέσα ενηµέρωσης τα διπλάσια ποσά απ’ ό,τι για κοινωνικές δαπάνες, για βρεφονηπιακούς σταθµούς, για υπηρεσίες προς όλους τους πολίτες. Καλό για το δηµοσιογραφικό κλάδο είναι να παρέχει δουλειές και µισθούς. Από πού προέρχονται αυτά τα λεφτά, δεν φαίνεται να µας ενδιαφέρει. Η δηµοσιογραφική απάντηση είναι, να πληρώσουν την κρίση αυτοί που τόσα χρόνια µε τη δουλειά µας έπαιρναν δηµόσια έργα, προµήθειες, αµυντικές συµβάσεις και έφτιαχναν βίλες και σκάφη. Έχουν ένα δίκιο. Όσοι χρησιµοποίησαν τα ΜΜΕ ως µοχλούς πίεσης, διαπλοκής µε την πολιτική εξουσία για την επίτευξη των άλλων επιχειρηµατικών τους δραστηριοτήτων, τώρα, την εποχή της κρίσης, ούτε διανοούνται να τα συντηρήσουν από την υπόλοιπη περιουσία τους, τους είναι πια σχεδόν άχρηστα. Είµαστε όµως σίγουροι ότι αυτό είναι ένα επιχείρηµα που θέλουµε να το χρησιµοποιήσουµε, είναι µια απαίτηση που ως εργαζόµενους δηµοσιογράφους µάς τιµά; ∆εν είναι µια κυνική παραδοχή ότι ξέραµε πολύ καλά τη θέση µας ως πιόνια στη σκακιέρα της διαπλοκής και τώρα που το πράγµα στράβωσε, κακοµαθηµένοι ζητάµε τη διατήρηση του pay roll ακόµα κι αν ο ρόλος µας τους είναι άχρηστος; Τι άλλο σηµαίνει η επικολυρική διατύπωση «προσπαθούν να καταστήσουν ένα δηµόσιο αγαθό σε εµπόρευµα που υπακούει στους όρους της αγοράς» εκτός από την απαίτηση να πληρωνόµαστε ακόµα και εάν το προϊόν της εργασίας µας δεν αγοράζεται;
Οι δηµοσιογράφοι µοιάζουν µε εκείνες τις συντεχνίες του δηµόσιου τοµέα που αµέριµνα απόλαυσαν τόσα χρόνια το πάρτι και τώρα που το πάρτι έληξε, µε «δίκαιη οργή» κατηγορούν τους πολιτικούς όχι για το πάρτι, αλλά γιατί δεν φρόντισαν ώστε να διαρκέσει κι άλλο.