Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Μείωση, επιτέλους, στο κάπνισμα, του Γ.Τούντα*.

cigarette-and-coffee
Εξαιρετικά ενθαρρυντικά είναι τα αποτελέσματα της πρόσφατης πανελλαδικής έρευνας για το κάπνισμα, που πραγματοποιήσαμε στο Κέντρο Μελετών Υπηρεσιών Υγείας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών σε συνεργασία με τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα αυτά, το κάπνισμα παρουσιάζει την τελευταία διετία μείωση στον γενικό ελληνικό
πληθυσμό, η οποία οφείλεται κυρίως στη μείωση των ανδρών που καπνίζουν (από 46,4% στο 42,9%), ενώ δυστυχώς στις γυναίκες παρουσιάζεται μικρή άνοδος.
Η αύξηση του καπνίσματος στις γυναίκες οφείλεται σε διάφορους παράγοντες. Πρώτα απ' όλα επειδή οι γυναίκες στην Ελλάδα παραδοσιακά κάπνιζαν σημαντικά λιγότερο απ' τους άνδρες, αυτή η διαφορά τείνει να μειωθεί λόγω της χειραφέτησης της γυναίκας, της ένταξής της στην αγορά εργασίας, της οικονομικής της ανεξαρτητοποίησης και συνακόλουθα της δυνατότητάς τους να υιοθετούν κοινά καταναλωτικά πρότυπα με τους άνδρες και κοινούς τρόπους συμπεριφοράς. Επίσης, το μεγαλύτερο ποσοστό μη καπνιστριών είναι στις ηλικιωμένες γυναίκες, κυρίως της επαρχίας, ο αριθμός των οποίων μειώνεται καθώς περνούν τα χρόνια. Είναι δε πιθανόν στην αύξηση των γυναικών που καπνίζουν να συμβάλλουν και τα τσιγάρα που προορίζονται και διαφημίζονται ειδικά για τις γυναίκες, ενώ, βέβαια, ο φόβος της απόκτησης επιπλέον βάρους μετά τη διακοπή του καπνίσματος λειτουργεί πιο αποτρεπτικά για τις γυναίκες παρά για τους άνδρες.
Εκτός όμως από τη μείωση του καπνίσματος στον αντρικό πληθυσμό, ιδιαίτερα ενθαρρυντικό είναι, επίσης, το γεγονός ότι, σύμφωνα με την έρευνα, το 69% του ελληνικού πληθυσμού είναι υπέρ της απαγόρευσης του καπνίσματος σε όλους τους κλειστούς δημόσιους χώρους και μόνο το 25% τάσσεται κατά. Ειδικότερα για τους χώρους εργασίας παρατηρείται σημαντική βελτίωση της κατάστασης σε σχέση με πέρυσι. Πιο συγκεκριμένα, σε έρευνα που διενεργήσαμε τον Απρίλιο του 2009, μόνο στο 16% των χώρων εργασίας δεν επιτρεπόταν το κάπνισμα, ενώ στην τωρινή μας έρευνα το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 56%. Βέβαια, το ποσοστό αυτό θα πρέπει να αυξηθεί ακόμα περισσότερο και η απαγόρευση να εφαρμόζεται σε κάθε χώρο εργασίας. Αλλά το γεγονός ότι υπήρξε η θεαματική αυτή βελτίωση μέσα σε ένα χρόνο, κατά τον οποίο μάλιστα υπήρξαν εκλογές, κυβερνητικές αλλαγές και απουσία σταθερής σχετικής πολιτικής, αποτελεί απόδειξη ότι η κοινωνία κάθε άλλο παρά είναι ανώριμη για τον περιορισμό του καπνίσματος.
Ανεξάρτητα πάντως ωριμότητας, τα αντικαπνιστικά μέτρα για να εφαρμοστούν θα πρέπει να υφίστανται επαρκείς μηχανισμοί εποπτείας, ελέγχου και κυρώσεων. Στη δε περίπτωση των χώρων εργασίας, η ευθύνη αυτή βαραίνει κυρίως την εργοδοσία και τη διοίκηση, αλλά και τα συνδικάτα-συλλόγους εργαζομένων, που δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν πολυασχολούνται με τα ζητήματα της υγείας των εργαζομένων. Αλλά και ίδιοι οι εργαζόμενοι θα πρέπει να συμβάλουν ενεργητικά στην εφαρμογή των μέτρων, αντιδρώντας και διεκδικώντας την αυστηρή τήρησή τους. Οταν κινδυνεύει η υγεία μας, δεν υπάρχουν περιθώρια για συμβιβασμούς ή υπαναχωρήσεις.