Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

Ανασχηματισμός ως μη γενόμενος...του Γιάννη Λούλη


Οι κυβερνητικοί ανασχηματισμοί δεν είναι πανάκεια. Αποτελούν δίκοπο μαχαίρι. Μπορούν, όντως, να δώσουν ανάσες σε μια κυβέρνηση. Όμως, μπορούν επίσης να πιστοποιήσουν πως οι ανάσες εξαντλούνται. Ο συγκεκριμένος ανασχηματισμός, ως διαδικασία, δεν ξεκίνησε καλά. Ολοκληρώθηκε απογοητευτικά. Υπήρξε, εν τέλει, κατώτερος των οικονομικών και πολιτικών προκλήσεων.
Όταν ο Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ανήγγειλε την πρόθεση ανασχηματισμού, στην ουσία συνέδεσε την κίνηση με το «μήνυμα» των ευρωεκλογών. Εμφανίζοντας τον ανασχηματισμό ως «απάντηση»στη νέα πολιτική πραγματικότητα, η ηγεσία της κυβέρνησης τον παρουσίαζε ως αφετηρία αναστροφής του κλίματος. Και το κλίμα ήταν βαρύ: Η ΝΔ έχασε 7%. Το ΠΑΣΟΚ απώλεσε το 1/3 των ψηφοφόρων του. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μην κέρδισε θριαμβευτικά, επικράτησε όμως καθαρά με 4% διαψεύδοντας τις φιλικές προς την κυβέρνηση
δημοσκοπήσεις. Ως ισχυρότερο κόμμα διαθέτει τη δυναμική με το μέρος του.

Από την πρώτη στιγμή έγινε φανερό πως... οι δύο κυβερνητικοί εταίροι ήταν ανέτοιμοι για τον ανασχηματισμό, παρά τη βιαστική εξαγγελία του. Δεν είχαν καν αποφασίσει για το διάδοχο του Γιάννη Στουρνάρα. Ενώ η πρώτη απόφασή τους ήταν η δημιουργία ενός αποδιοπομπαίου τράγου στο πρόσωπο ενός τεχνοκράτη, που απλώς υλοποιούσε πολιτικές εντολές στο πεδίο μιας χαοτικής και ισοπεδωτικής φορολογικής πολιτικής! Έτσι, η κακή αρχή στο δρόμο του ανασχηματισμού, δεν προδίκαζε αίσιο τέλος.

Πότε δίνουν πόντους σε μια κυβέρνηση και πότε αφαιρούν οι ανασχηματισμοί; Η εμπειρία επισημαίνει μια κομβική πραγματικότητα: Στην περίπτωση που μια κυβέρνηση διαθέτει μια εικόνα με κάποιες αντοχές στην κοινή γνώμη, ένας μη δομικός ανασχηματισμός μπορεί να βελτιώσει την εικόνα της με ένα απλό, αλλά καλά σχεδιασμένο φρεσκάρισμα. Στην περίπτωση όμως που οι ρωγμές στην εικόνα της είναι βαθιές, μόνο συθέμελες αλλαγές μπορούν να της ξαναδώσουν πολιτικές αναπνοές. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα οδηγηθεί αναπότρεπτα στην εντατική.

Σε ποια κατηγορία εντάσσεται η παρούσα κυβέρνηση, όπως απέδειξαν και οι ευρωεκλογές; Προφανώς στη δεύτερη. Εδώ λοιπόν έπρεπε να γίνουν δομικές και όχι επιφανειακές αλλαγές. Εκείνο που δεν έγινε από την αρχή με την τρικομματική, έπρεπε να γίνει τώρα ως ύστατη ευκαιρία: Δηλαδή να προσελκυστούν πολλοί μη κομματικοί με ικανότητες διοίκησης και εμπειρία από το χώρο της αγοράς. Μόνο με δραστική αποκομματικοποίηση κυβέρνησης και κράτους θα μπορούσε να ταρακουνηθεί η κοινή γνώμη διαμορφώνοντας έτσι μια νέα εικόνα για την κυβέρνηση. Ένας ανασχηματισμός ανακύκλωσης φθαρμένων υλικών, ενδοκομματικών παζαριών και εγκλεισμού στα μικροκομματικά τείχη θα ενέτεινε την κυβερνητική φθορά. Ο ανασχηματισμός δεν θα έκλεινε πληγές. Θα τις άνοιγε ακόμη περισσότερο.

Φοβούμαι ότι αυτό ακριβώς έχει συμβεί με τον τελευταίο ανασχηματισμό. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι υπήρξε σαρωτικός. Το ζητούμενο δεν ήταν ποιοι και πόσοι κομματικοί θα φύγουν για να αντικατασταθούν από ακόμα μετριότερους κομματικούς. Ούτε βεβαίως να αντικατασταθούν οι λίγοι υπουργοί, που είχαν μεταρρυθμιστική βούληση από λαϊκιστές και πολιτικούς ανύπαρκτου πολιτικού βάρους.

Ηγεσίες και κόμματα που βρίσκονται στη γωνία και που το DNA τους ανήκει σε άλλες εποχές, μπροστά στη θύελλα, αντί να ανοιχθούν στην κοινωνία κλείνονται στο κομματικό καβούκι τους. Η ουσία βρίσκεται στην ευρεία κυβερνητική εικόνα, που βρίθει παθογενειών. Τα πράγματα είναι δυστυχώς απλά και δυσάρεστα: Ο ανασχηματισμός είναι ουσιαστικά ως μη γενόμενος. Και η χώρα μπαίνει σε νέες περιπέτειες.