Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

Το προσδόκιμο ζωής στην υφήλιο...του Γ.Τούντα*

Το προσδόκιμο ζωής, δηλαδή πόσα χρόνια κατά μέσο όρο ζούμε, αποτελεί έναν αδρό μεν, αλλά εύχρηστο και αξιόπιστο δείκτη για την υγεία ενός πληθυσμού. Οσο περισσότερα χρόνια ζούμε τόσο καλύτερη θεωρείται η υγεία μας.
Βέβαια, η σχέση αυτή δεν ισχύει σε απόλυτο βαθμό. Ενας πόλεμος ή μία φυσική καταστροφή που θα πλήξουν πρωτίστως άτομα νέας ηλικίας, θα επηρεάσουν αρνητικά το προσδόκιμο ζωής, χωρίς αυτό να σημαίνει χειροτέρευση του επιπέδου υγείας. Και αυτό θα συμβεί γιατί το προσδόκιμο ζωής δεν αποτελεί, όπως πολλοί πιστεύουν, μία μελλοντολογική πρόβλεψη, αλλά προκύπτει με βάση τον υπολογισμό του μέσου όρου της ηλικίας των αποθανόντων κατά την τελευταία χρονιά. Εάν λοιπόν, για οποιοδήποτε λόγο,
πεθάνουν πολλά άτομα σε μικρές ηλικίες, τότε θα μειωθεί ανάλογα ο μέσος χρόνος ζωής του πληθυσμού στον οποίο ανήκουν.
Οταν, λοιπόν, αναφέρεται ότι στις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής, το προσδόκιμο ζωής δεν ξεπερνά τα 45 χρόνια, αυτό οφείλεται στο ότι υπάρχει πολύ υψηλή βρεφική και παιδική θνησιμότητα λόγω φτώχειας, λοιμωδών νοσημάτων, υποσιτισμού κ.ά., και όχι γιατί δεν υπάρχουν ηλικιωμένα άτομα. Το ίδιο ισχύει και για άλλες ανάλογες περιπτώσεις κατά το παρελθόν. Στην αρχαία Ελλάδα το προσδόκιμο ζωής δεν ξεπερνούσε τα 35 χρόνια, παρά το βαθύ γήρας του Σωκράτη, του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη, γιατί υπήρχε και εκεί υψηλή βρεφική και παιδική θνησιμότητα, καθώς και απώλειες νέων από τους πολέμους.
Θεαματική, όμως, βελτίωση του προσδόκιμου ζωής παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα στις αναπτυγμένες χώρες του κόσμου, στις οποίες λόγω της οικονομικής ανάπτυξης υπήρξε ραγδαία βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, διατροφής, εργασίας, κοινωνικής φροντίδας και ιατρικής περίθαλψης. Στις χώρες αυτές, το προσδόκιμο ζωής βελτιώθηκε κατά περίπου 30 χρόνια και από περίπου 50 χρόνια που ήταν στις αρχές του 20ού αιώνα πλησίασε τα 80 χρόνια στο τέλος του αιώνα.
Η βελτίωση αυτή συνεχίστηκε και στον 21ο αιώνα και σήμερα υπάρχουν χώρες όπως η Σουηδία, η Ιαπωνία, η Γαλλία κ.ά., όπου οι γυναίκες ζουν 83-85 χρόνια κατά μέσο όρο και οι άντρες 77- 79 χρόνια. Η διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι οι άντρες έχουν υψηλότερη θνησιμότητα στις μικρές ηλικίες λόγω των τροχαίων ατυχημάτων και δευτερευόντως στην ισχυρότερη κράση που παρουσιάζει ο οργανισμός των υπερήλικων γυναικών. Διαφορές, βέβαια, συνεχίζουν να υπάρχουν και μάλιστα μεγάλες και μεταξύ αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών. Εκτός από τις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής, χαμηλό προσδόκιμο ζωής συναντάμε και σε πολλές άλλες χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Σημαντικές διαφορές παρατηρούνται και στο εσωτερικό μιας χώρας ανάμεσα στους φτωχούς και στους πλούσιους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Νέα Υόρκη, όπου στο τέλος του 20ού αιώνα οι μαύροι του Χάρλεμ ζούσαν κατά μέσο όρο 25 χρόνια λιγότερο από τους λευκούς του Μανχάταν.
Στην Ελλάδα, όπως έχω ήδη αναφέρει σε παλαιότερα άρθρα μου, είχαμε προ 20ετίας ένα από τα υψηλότερα προσδόκιμα ζωής στον κόσμο χάρη στη μεσογειακή διατροφή, το εύκρατο κλίμα, την ενασχόληση στην ύπαιθρο και τους ισχυρούς κοινωνικούς δεσμούς. Την προνομιακή αυτή θέση έχουμε πλέον απολέσει εξαιτίας του καπνίσματος, της κακής διατροφής, της παχυσαρκίας, της έλλειψης άσκησης, καθώς και της αστικοποίησης με ό,τι αυτή συνεπάγεται.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΟΥΝΤΑΣ αν. καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής, Κέντρο Μελετών Υπηρεσιών Υγείας Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, προέδρος ΕΟΦ.