Η αύξηση της δόσης των φαρμάκων κατά της χοληστερίνης θα μπορούσε να προλάβει πολλά καρδιακά και εγκεφαλικά επεισόδια, σύμφωνα με έρευνες.
Επιστημονικές ομάδες από τη Βρετανία και την Αυστραλία συνέκριναν μία τυπική θεραπεία με στατίνη με μια πιο έντονη θεραπεία. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η υψηλότερη δόση οδηγεί σε μείωση των καρδιακών και θανάτων κατά 13%. Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό Lancet. Οι στατίνες μειώνουν τα επίπεδα της λεγόμενης "κακής" χοληστερόλης LDL και τον κίνδυνο εμφράγματος και εγκεφαλικού επεισοδίου σε ασθενείς με μεγαλύτερο κίνδυνο. Είναι επίσης το φάρμακο με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στον κόσμο.
Οι δύο έρευνες που πραγματοποιήθηκαν από τα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Σίντνεϊ
συμπέραναν ότι μέσα σε ένα χρόνο θεραπείας με υψηλό δοσολογία στατίνης, τα "μείζονα καρδιαγγειακά περιστατικά" μειώθηκαν κατά 15%. Παρατηρήθηκε μείωση 13% στα περιστατικά θανατηφόρων και μη εμφραγμάτων, καθώς επίσης μείωση 16% στα περιστατικά εγκεφαλικών, σε σχέση με τις κανονικές δόσεις του φαρμάκου.
Στη μία έρευνα, υπό τον καθηγητή του πανεπιστημίου της Οξφόρδης Κόλιν Μπέιτζεντ δεν διαπιστώθηκε αύξηση στη θνησιμότητα από καρκίνο ή από άλλη μη καρδιαγγειακή πάθηση στη διάρκεια της επιθετικής θεραπείας με στατίνες.
Στη δεύτερη μελέτη, που αφορούσε σε 12.000 ασθενείς με υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο οι επιστήμονες ανέφεραν ότι οι υψηλότερες δόσεις στατινών (80 mg) μείωσαν τον κίνδυνο εμφράγματος ή εγκεφαλικού κατά 6% σε σχέση με τις χαμηλότερες δόσεις (20 mg), αν και δεν διαπίστωσαν κάποια διαφορά στο ποσοστό θνησιμότητας από καρδιαγγειακή αιτία.
Ωστόσο οι επιστήμονες προειδοποίησαν ότι η αύξηση της δόσης της πιο κοινής στατίνης, της σιμβαστατίνης που είναι διαθέσιμη στα φαρμακεία ενδέχεται να έχει αρνητικές παρενέργειες.
Μια σπάνια παρενέργεια της σιμβαστατίνης σε χαμηλή δόση είναι η μυϊκή αδυναμία, γνωστή ως μυοπάθεια, που σε ορισμένες περιπτώσεις οδηγεί σε πιο σοβαρά προβλήματα στους μύες. Όταν χορηγείται σε χαμηλή δοσολογία το φάρμακο οδηγεί σε μυοπάθεια σε ποσοστό 0,03% ενώ όταν χορηγείται σε υψηλή δοσολογία το ποσοστό αυξάνεται στο 0,9%.