Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

Αυτοδιοικητικές εκλογές σε κλίμα βουλευτικών, του Αγγελου Σταγκου

Τελικά δεν το αποφύγαμε. Αυτές οι αυτοδιοικητικές εκλογές δεν θα έχουν καμία, μα καμία, σχέση με την Αυτοδιοίκηση. Ούτε καν σε επίπεδο δήμων, όπως μερικοί υποστηρίζουν. Και στους δήμους, ειδικά τους μεγάλους της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, του Πειραιά, της Πάτρας και άλλους, οι πολίτες δεν θα ψηφίσουν τους υποψηφίους ανάλογα με τις επιδόσεις τους σε προηγούμενες θητείες, ή την προσωπικότητά τους, ή τις προσδοκίες που δημιουργούν αν βρεθούν στο «τιμόνι», αλλά ανάλογα με τον κομματικό χώρο από τον οποίον προέρχονται και τους στηρίζει.
Με αυτή την έννοια, λοιπόν, δεν πρόκειται να υπάρξει αλλαγή στις συνήθειες των ψηφοφόρων. Αντίθετα, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι τον αποφασιστικό ρόλο στην επιλογή των περισσοτέρων πολιτών μπροστά στην κάλπη θα τον παίξει το Μνημόνιο. Ενα ζήτημα δηλαδή που κυριαρχεί σήμερα στην κεντρική πολιτική σκηνή, αλλά δεν θα
έπρεπε να επηρεάζει σημαντικά την ψήφο στις αυτοδιοικητικές εκλογές, αφού υποτίθεται ότι το αποτέλεσμα δεν θα έχει άμεσες επιπτώσεις στη δυνατότητα της κυβέρνησης να ασκήσει την πολιτική της.
Δεν είναι όμως έτσι ακριβώς τα πράγματα. Στις 7 και 14 Νοεμβρίου θα εκλέξουμε περιφερειάρχες και δημάρχους και όχι κυβέρνηση, αλλά οι συνθήκες είναι ειδικές και οι καιροί κρίσιμοι. Από τη στιγμή που οι πάντες δέχονται πλέον ότι το Μνημόνιο θα καθορίσει σε πολύ σημαντικό βαθμό την ψήφο των πολιτών, ή και το μέγεθος της αποχής από τις κάλπες, σημαίνει ότι η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να λάβει σοβαρά υπ’ όψιν το αποτέλεσμα που θα προκύψει. Πόσω μάλλον που η οικονομική πολιτική και οι μεταρρυθμίσεις που επιχειρεί να επιβάλει αποτελούν τα βασικά συστατικά του Μνημονίου. Αλλωστε, οι «αντιμνημονιακοί» δεν θέλουν απλά να δείξουν τη δυσαρέσκειά τους, αλλά κυρίως να αναγκάσουν την κυβέρνηση να αλλάξει πολιτική. Ή όχι;
Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση δεν ήθελε να δοθεί τέτοιο χρώμα στις επερχόμενες εκλογές. Επέμενε ότι έχουν αυτοδιοικητικό και μόνο χαρακτήρα, αλλά ο κ. Α. Σαμαράς (και οι άλλοι ηγέτες της αντιπολίτευσης) είχε διαφορετική άποψη, την οποία και κατόρθωσε να επιβάλει. Είτε γιατί αφουγκράστηκε έγκαιρα την αυξανόμενη δυσαρέσκεια απέναντι στις πολιτικές του Μνημονίου, είτε γιατί ο ίδιος κατάφερε να κλιμακώσει αυτή τη δυσαρέσκεια, «λανσάροντας» την άποψη ότι μπορούσαμε να αποφύγουμε το Μνημόνιο και την τρόικα, μετέτρεψε τις εκλογές σε μορφή δημοψηφίσματος και παρέσυρε σε αυτό και την κυβέρνηση. Και το ερώτημα είναι πλέον αν μπορούσε η κυβέρνηση να αποφύγει αυτή την εξέλιξη. Η απάντηση είναι «δύσκολη», ιδιαίτερα από τη στιγμή που διαπίστωσε ότι η «αντιμνημονιακή» στάση είχε απήχηση στον κόσμο.
Είναι δεδομένο όμως ότι η κυβέρνηση έπεσε και πάλι έξω στις εκτιμήσεις για την τροπή που θα έπαιρναν οι συγκεκριμένες εκλογές. Το πολιτικό κριτήριό της είναι χαμηλό και αντιλήφθηκε αργά το κλίμα. Θα μπορούσε να επιμείνει στον αυτοδιοικητικό χαρακτήρα τους για να διατηρηθεί σχετικά «αδιάβροχη» απέναντι σε ενδεχόμενο αρνητικό αποτέλεσμα. Επέλεξε να ακολουθήσει τον δρόμο που χάραξε η αντιπολίτευση και μάλιστα πλειοδοτώντας. Οι κ. Γ. Παπανδρέου και Α. Σαμαράς και οι άλλοι πολιτικοί αρχηγοί πήραν στους ώμους τους τον προεκλογικό αγώνα, επισκέφθηκαν πόλεις, μίλησαν σε συγκεντρώσεις, κατέφυγαν σε επιδοτήσεις και υποσχέσεις, σκότωσαν ό,τι απέμεινε από τον αυτοδιοικητικό χαρακτήρα των εκλογών. Επικράτησε πλήρως ατμόσφαιρα βουλευτικών εκλογών.
Μέσα σε τέτοια ατμόσφαιρα, η «απειλή» των εθνικών εκλογών που επισείει ο πρωθυπουργός έχει τη λογική της. Η «αντιμνημονιακή» εκστρατεία του Α. Σαμαρά και της Ν.Δ., αλλά και των άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης, έχει στόχο να ενεργοποιήσει τους πολίτες για να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στην πολιτική της κυβέρνησης και το Μνημόνιο. Εφόσον το κατορθώσει αυτό και μάλιστα κατά τρόπο εκκωφαντικό, δεν θα σταματήσει εκεί αλλά θα επιτείνει τις προσπάθειες να ανατρέψει την πολιτική της κυβέρνησης και φυσικά και την ίδια την κυβέρνηση, επικαλούμενος την αναντιστοιχία μεταξύ της βούλησης του εκλογικού κόμματος και της κυβερνητικής πλειοψηφίας στη Βουλή. Παράλληλα, εφόσον κυριαρχήσει η «αντιμνημονιακή» ψήφος θα ενταθούν οι αντιδράσεις σε κάθε προσπάθεια εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής και κάποια στιγμή η κυβέρνηση και η χώρα θα παραλύσουν.
Επομένως, είναι λογικό να ομιλεί για βουλευτικές εκλογές ο Γ. Παπανδρέου αν αποδοκιμασθεί η πολιτική του και είναι αντιφατικό από την πλευρά του Α. Σαμαρά να θέλει συντριπτική ήττα της κυβέρνησης στη βάση του Μνημονίου, αλλά όχι και εθνικές εκλογές στη συνέχεια. Να φθείρεται ανήμπορη η κυβέρνηση μέχρις ότου ετοιμαστεί η Νέα Δημοκρατία να αναλάβει τις τύχες του έθνους… Από την άλλη πλευρά, ούτε η τρόικα ούτε οι αγορές θέλουν να ακούν για εκλογές, αναδιαπραγμάτευση όρων του Μμνημονίου και «ψιλοπαροχές» προς αναξιοπαθούντες και αυτό θα έπρεπε να το λάβει σοβαρά υπ’ όψιν ο πρωθυπουργός. Οπως ο ίδιος ομολογεί, «βρισκόμαστε ακόμα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης»!