Σε εποχές κρίσης -και γενικευμένης κατάθλιψης- δεν υποφέρει ο κλάδος του φαρμάκου. Αντιθέτως, και παγκοσμίως και στη χώρα μας, βγαίνει κερδισμένος, εάν μάλιστα την οικονομική κρίση συνοδεύει και ο φόβος της πανδημίας -εν προκειμένω της γρίπης των χοίρων τη χρονιά που μας πέρασε. Στην Ελλάδα, το 2009, οι 116 μεγαλύτερες παραγωγικές και εμπορικές επιχειρήσεις της χώρας αύξησαν κατά 2,1% τα συνολικά τους κέρδη, για να φτάσουν τα 517 εκατομμύρια ευρώ. Οι 73 μεγαλύτερες φαρμακαποθήκες της χώρας αύξησαν τα κέρδη τους κατά 58%, για να προσεγγίσουν τα 45 εκατομμύρια ευρώ. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας που έκανε η STAT BANK στις 198 μεγαλύτερες φαρμακευτικές επιχειρήσεις της χώρας, οι συνολικές πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 9,25%.

Στον κλάδο του φαρμάκου κυριαρχούν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις, καθώς καλύπτουν το 88% της φαρμακευτικής δαπάνης. Ενώ, όμως, οι ελληνικές βιομηχανίες συντελούν στο 12% της φαρμακευτικής δαπάνης, κατέχουν το 50% των θέσεων εργασίας και το 80% των νέων επενδυτικών προγραμμάτων του κλάδου. Αλλωστε, τα ουσιωδώς όμοια φάρμακα (generics) που παράγονται από τις ελληνικές βιομηχανίες είναι απολύτως βιοϊσοδύναμα με τα πρωτότυπα των πολυεθνικών οίκων, ενώ είναι ώς και 80% φτηνότερα. Εκτιμάται, λοιπόν, ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να στηριχθεί στην εγχώρια παραγωγή φαρμάκων, με σκοπό να πετύχει έναν εξορθολογισμό των δαπανών για τα φάρμακα.

Αγωνία για τα χρέη
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το ελληνικό Δημόσιο οφείλει στις επιχειρήσεις περίπου 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ, η αποπληρωμή των οποίων προτάθηκε από την κυβέρνηση να γίνει μέσω ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου. Η λύση αυτή συνεπάγεται ένα πρόσθετο χρηματοοικονομικό κόστος για τις επιχειρήσεις της τάξεως του 25%. Πάντως ο κλάδος του φαρμάκου στην Ελλάδα δηλώνει ότι αδημονεί να εφαρμοστεί άμεσα το άρθρο 14 του Ν. 3840/2010, έτσι ώστε οι τιμές των φαρμάκων στη χώρα μας να καθορίζονται με βάση τις 3 χαμηλότερες τιμές στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Τα καλά μαντάτα από το μέτωπο της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας είναι ότι έχει γίνει πολύ πιο εξωστρεφής τα τελευταία χρόνια. Ελληνικές εταιρίες εξάγουν σε πάνω από 60 χώρες και σε όλες σχεδόν τις χώρες της ΕΕ. Τέσσερις νέες παραγωγικές μονάδες σχεδιάζονται και υλοποιούνται στην Ελλάδα, με συνολικό αποτέλεσμα 1.000 νέες θέσεις εργασίας.