Άρον άρον προσπαθεί το υπουργείο Υγείας να προχωρήσει σε ηλεκτρονικούς διαγωνισμούς για τις προμήθειες υλικών και φαρμάκων για τα νοσοκομεία εξαιτίας και των πιέσεων που υφίσταται από την τρόικα.
Παρότι το σύστημα δεν είναι έτοιμο σε καμία περίπτωση, εντός του Ιουλίου θα επιχειρηθεί να γίνει η πρώτη απόπειρα για διαγωνισμό μέσα από το διαδίκτυο. Θα επρόκειτο φυσικά για μια πιλοτική εφαρμογή που θα αφορά ελάχιστα υλικά κυρίως καρδιολογικής φύσεως όπως βηματοδότες και στεντ.
Τα κριτήρια έχουν ήδη συνταχθεί αλλά το πρόβλημα εστιάζεται στην επεξεργασία των προσφορών καθώς παραμένει άγνωστο αν οι υπηρεσιακοί παράγοντες μπορούν να αναλύσουν και να εξετάσουν τα δεδομένα σε μικρό χρονικό διάστημα. Στη διαδικασία αυτή αναμένονται φυσικά και ενστάσεις αφού σε ανάλογους διαγωνισμούς αυτό που μετρά είναι η λεπτομέρεια. Κάθε υλικό που προέρχεται από άλλη εταιρεία διαθέτει και διαφορετικά χαρακτηριστικά γι αυτό εξάλλου και τα τελευταία χρόνια η αγορά αυτών των προϊόντων γινόταν με απ ευθείας αναθέσεις διότι υπήρχε το επιχείρημα ότι δεν είναι συγκρίσιμα υλικά.
Πάντως στόχος είναι, αν τελικώς προωθηθεί και ολοκληρωθεί η διαδικασία για τους ηλεκτρονικούς διαγωνισμούς για την αγορά υλικών, να εξοικονομηθεί τουλάχιστον ένα 30% από τις σημερινές δαπάνες που διατίθενται για τον τομέα αυτό.
Μεγάλος προβληματισμός αποτελούν όμως τα των φαρμάκων. Η καταγραφή και κωδικοποίηση των ουσιών που αποτελούν τις φαρμακευτικές κατηγορίες είναι ένας ακόμη πονοκέφαλος για την ηγεσία του υπουργείου υγείας. Και αυτό διότι ιδιαίτερα στα φάρμακα υπάρχουν εμπόδια που σχετίζονται με τις εξειδικευμένες θεραπείες μια που κάθε ασθενής αποτελεί διαφορετική περίπτωση και μπορεί να μην καλύπτεται από ένα φάρμακο και να χρειάζεται συνδυασμός θεραπειών ή να εμφανίζει αλλεργία σε συγκεκριμένο σκεύασμα.
Όπως και να χει, όταν και αν τελικά γίνουν ηλεκτρονικοί διαγωνισμοί και για τα φάρμακα στα νοσοκομεία θα υπάρχουν αρκετές εξαιρέσεις και αναμένεται να αγοράζονται προϊόντα και εκτός διαδικασίας για σπάνιες περιπτώσεις.
Στόχος και σε αυτήν την περίπτωση να μειωθούν οι δαπάνες που την τελευταία πενταετία έφθασαν τα 3 δισεκατομμύρια ευρώ.
(πηγη healthview)