Βασιλική Κουρλιμπίνη
vicky.kourlibini@capital.gr
Κόκκινη κάρτα στο υπουργείο Υγείας βγάζουν οι δανειστές, ζητώντας, σύμφωνα με πληροφορίες του Capital.gr, περισσότερες διασφαλίσεις πως οι δαπάνες για τις διαγνωστικές εξετάσεις δεν πρόκειται να εκτοξευτούν μέσα στην επόμενη τριετία.
Η τρόικα επιμένει, όπως σημειώνει ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Ιατρικών Διαγνωστικών Κέντρων Γιώργος Βουγιούκας στην ανακοστολόγηση 50 τουλάχιστον συχνών μικροβιολογικών εργαστηριακών εξετάσεων, προκειμένου να συρρικνωθεί το συνολικό κόστος των διαγνωστικών.
Έτσι, μετά τις σαρωτικές μειώσεις στις τιμές των γενοσήμων φαρμάκων που αποφασίστηκαν κατά την προηγούμενη διαπραγμάτευση, οι θεσμοί επανέρχονται στα νέα προαπαιτούμενα για τη διασφάλιση του 1 δισ. ευρώ της δόσης που απομένει από τον Αύγουστο, ζητώντας επί της ουσίας μεγαλύτερες εγγυήσεις από το υπουργείο Υγείας ώστε να τηρηθούν οι κλειστοί προϋπολογισμοί του ΕΟΠΥΥ για τις δαπάνες των διαγνωστικών κέντρων.
Πιο συγκεκριμένα, όπως λένε οι πληροφορίες, στους κόλπους των δανειστών επικρατεί σύγχυση μετά τις δύο τελευταίες αποφάσεις του αναπληρωτή υπουργού Υγείας Παύλου Πολάκη.
Σύμφωνα με την πρώτη, που υπογράφηκε στις 30 Οκτωβρίου, ορίζεται κλιμακούμενο ποσοστό επί
των οφειλών του ΕΟΠΥΥ για όλες τις διαγνωστικές εξετάσεις ως επιστροφή ("rebate") για κάθε μήνα.
Η δεύτερη απόφαση, που υπογράφηκε στις 9 Νοεμβρίου, αφορούσε την εφαρμογή κλιμακούμενων εκπτώσεων σε σχέση με τον όγκο για μαγνητικές και αξονικές τομογραφίες, καθώς και εκπτώσεις σε σχέση με το κόστος (αιτούμενη δαπάνη) των εξετάσεων για μέτρηση οστικής πυκνότητας, σπινθηρογραφήματα, υπέρηχους και εξετάσεις αίματος (βιοχημικές, ορμονικές, αιματολογικές, ανοσολογικές). Οι παραπάνω εξετάσεις αφορούν πάνω από το 50% του συνολικού κόστους των εξετάσεων που διενεργούνται.
Παρά τις αποφάσεις, με τις οποίες η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας εκτιμά πως θα προκύψει περιορισμός της δαπάνης, δεν υπάρχει- όπως αναφέρουν κοινοτικές πηγές- πρόβλεψη για το ύψος της εξοικονόμησης. Οι θεσμοί εμφανίζονται ιδιαίτερα επιφυλακτικοί για τη συγκράτηση του κόστους των διαγνωστικών εξετάσεων, συμπεριλαμβάνοντας έτσι ως προαπαιτούμενο την εφαρμογή του μηχανισμού αυτόματων επιστροφών (claw back) για τρία ακόμη χρόνια και φέρνοντας τώρα στο τραπέζι τη μείωση των τιμών σε μια σειρά εργαστηριακών εξετάσεων.
Τα κέντρα ετοιμάζονται για μεγάλες αντιδράσεις, υποστηρίζοντας πως η ανακοστολόγηση που ζητούν οι θεσμοί θα οδηγήσει πολλά από αυτά σε αναστολή λειτουργίας. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Ιατρικών Διαγνωστικών Κέντρων, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας δεν έχει ακόμη συναντηθεί με τους επιχειρηματίες των κέντρων, παρά τις τρεις επιστολές για αίτημα συνάντησης.
Τα χρονικά περιθώρια στενεύουν, αφού ο τελικός στόχος είναι η ψήφιση του νέου εφαρμοστικού νόμου έως τις 18 Δεκεμβρίου που λήγει η προθεσμία του EWG ή έστω λίγες ημέρες αργότερα. Όπως προβλέπει ο προϋπολογισμός του ΕΟΠΥΥ, το κονδύλι για τις εξετάσεις δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα 302 εκατ. ευρώ.
Ήδη όμως μέχρι στιγμής εκτιμάται πως υπάρχει υπέρβαση άνω του 60%, με τις προβλέψεις να λένε πως μέχρι το τέλος της χρονιάς η υπέρβαση θα ξεπεράσει τα 200 εκατ. ευρώ.
vicky.kourlibini@capital.gr
Κόκκινη κάρτα στο υπουργείο Υγείας βγάζουν οι δανειστές, ζητώντας, σύμφωνα με πληροφορίες του Capital.gr, περισσότερες διασφαλίσεις πως οι δαπάνες για τις διαγνωστικές εξετάσεις δεν πρόκειται να εκτοξευτούν μέσα στην επόμενη τριετία.
Η τρόικα επιμένει, όπως σημειώνει ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Ιατρικών Διαγνωστικών Κέντρων Γιώργος Βουγιούκας στην ανακοστολόγηση 50 τουλάχιστον συχνών μικροβιολογικών εργαστηριακών εξετάσεων, προκειμένου να συρρικνωθεί το συνολικό κόστος των διαγνωστικών.
Έτσι, μετά τις σαρωτικές μειώσεις στις τιμές των γενοσήμων φαρμάκων που αποφασίστηκαν κατά την προηγούμενη διαπραγμάτευση, οι θεσμοί επανέρχονται στα νέα προαπαιτούμενα για τη διασφάλιση του 1 δισ. ευρώ της δόσης που απομένει από τον Αύγουστο, ζητώντας επί της ουσίας μεγαλύτερες εγγυήσεις από το υπουργείο Υγείας ώστε να τηρηθούν οι κλειστοί προϋπολογισμοί του ΕΟΠΥΥ για τις δαπάνες των διαγνωστικών κέντρων.
Πιο συγκεκριμένα, όπως λένε οι πληροφορίες, στους κόλπους των δανειστών επικρατεί σύγχυση μετά τις δύο τελευταίες αποφάσεις του αναπληρωτή υπουργού Υγείας Παύλου Πολάκη.
Σύμφωνα με την πρώτη, που υπογράφηκε στις 30 Οκτωβρίου, ορίζεται κλιμακούμενο ποσοστό επί
των οφειλών του ΕΟΠΥΥ για όλες τις διαγνωστικές εξετάσεις ως επιστροφή ("rebate") για κάθε μήνα.
Η δεύτερη απόφαση, που υπογράφηκε στις 9 Νοεμβρίου, αφορούσε την εφαρμογή κλιμακούμενων εκπτώσεων σε σχέση με τον όγκο για μαγνητικές και αξονικές τομογραφίες, καθώς και εκπτώσεις σε σχέση με το κόστος (αιτούμενη δαπάνη) των εξετάσεων για μέτρηση οστικής πυκνότητας, σπινθηρογραφήματα, υπέρηχους και εξετάσεις αίματος (βιοχημικές, ορμονικές, αιματολογικές, ανοσολογικές). Οι παραπάνω εξετάσεις αφορούν πάνω από το 50% του συνολικού κόστους των εξετάσεων που διενεργούνται.
Παρά τις αποφάσεις, με τις οποίες η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας εκτιμά πως θα προκύψει περιορισμός της δαπάνης, δεν υπάρχει- όπως αναφέρουν κοινοτικές πηγές- πρόβλεψη για το ύψος της εξοικονόμησης. Οι θεσμοί εμφανίζονται ιδιαίτερα επιφυλακτικοί για τη συγκράτηση του κόστους των διαγνωστικών εξετάσεων, συμπεριλαμβάνοντας έτσι ως προαπαιτούμενο την εφαρμογή του μηχανισμού αυτόματων επιστροφών (claw back) για τρία ακόμη χρόνια και φέρνοντας τώρα στο τραπέζι τη μείωση των τιμών σε μια σειρά εργαστηριακών εξετάσεων.
Τα κέντρα ετοιμάζονται για μεγάλες αντιδράσεις, υποστηρίζοντας πως η ανακοστολόγηση που ζητούν οι θεσμοί θα οδηγήσει πολλά από αυτά σε αναστολή λειτουργίας. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Ιατρικών Διαγνωστικών Κέντρων, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας δεν έχει ακόμη συναντηθεί με τους επιχειρηματίες των κέντρων, παρά τις τρεις επιστολές για αίτημα συνάντησης.
Τα χρονικά περιθώρια στενεύουν, αφού ο τελικός στόχος είναι η ψήφιση του νέου εφαρμοστικού νόμου έως τις 18 Δεκεμβρίου που λήγει η προθεσμία του EWG ή έστω λίγες ημέρες αργότερα. Όπως προβλέπει ο προϋπολογισμός του ΕΟΠΥΥ, το κονδύλι για τις εξετάσεις δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα 302 εκατ. ευρώ.
Ήδη όμως μέχρι στιγμής εκτιμάται πως υπάρχει υπέρβαση άνω του 60%, με τις προβλέψεις να λένε πως μέχρι το τέλος της χρονιάς η υπέρβαση θα ξεπεράσει τα 200 εκατ. ευρώ.