Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Να σκεφτούμε αλλιώς. Να σκεφτούμε ως άλλοι Έλληνες…του Τ.Φούντογλου

Αυτές τις μέρες, τις δύσκολες, τις γεμάτες μικρά δράματα καθημερινών ανθρώπων, τις μέρες των μεγάλων παύσεων και των μικρών διαλειμμάτων ανούσιας φλυαρίας, αυτές τις μέρες δεν αντέχω άλλο να τις κουβαλάω εντός μου. Τον φόβο να τις μοιραστώ με άλλους τον έχω ξεπεράσει προ πολλού. Όχι ότι απέκτησε κάποια ευρυχωρία η ψυχή μου και το βλέμμα μου έγινε ξαφνικά αφ´ υψηλού, αλλά είναι που στένεψαν οι αποστάσεις μεταξύ μας και αρχίζουμε σιγά σιγά να μοιάζουμε ο ένας στον άλλον. Την ίδια απελπισία μοιραζόμαστε, τις ίδιες διαψεύσεις ζούμε, τους ίδιους φόβους έχουμε.
Ακόμα και αν επιλέγουμε αλλιώτικες μεριές για να ερμηνεύσουμε τον κόσμο γύρω μας αυτό δεν
μπορεί να αλλάξει την κοινή μας μοίρα. Ζούμε στους ίδιους χώρους και στους χώρους αυτούς μια ευθύνη έχουμε μονάχα. Να τους κάνουμε απλά υποφερτούς για εμάς και τα παιδιά μας.
Οι κοινοί χώροι, όμως, έχουν μια αναπόφευκτη δυσκολία για το εγγενώς κακομαθημένο του εαυτού μας. Απαιτούν κοινούς κανόνες, κοινές διαδικασίες επίλυσης των μεταξύ μας προβλημάτων και ξεκάθαρους όρους κοινής συμβίωσης. Απαιτούν συνεννόηση και αμοιβαία εμπιστοσύνη. Καταλαβαίνω πως οι διαιρέσεις βολεύουν ορισμένους. Είτε γιατί προσδοκούν να διοριστούν στα συρματοπλέγματα φύλακες με παχυλούς μισθούς, είτε γιατί τα εκατέρωθεν στρατόπεδα προσφέρουν ευκαιρίες καριέρας σε αμετανόητους κομματικούς καραβανάδες.
Καταλαβαίνω, επίσης, πως το πολιτικό παίγνιο παίζεται από καταβολής κόσμου με συγκρούσεις, αντίθετες λογικές διευθέτησης των προβλημάτων, παροδικές πλειοψηφίες και χαριτωμένα παιχνίδια εξουσίας. Γιατί δεν πρόκειται, φυσικά, να αλλάξουνε οι νόρμες της ανθρώπινης ιστορίας επειδή κάποτε κάποιοι Έλληνες πτώχευσαν τη χώρα τους και ψάχνουνε στο ακατάληπτο και το θολό τις βολικές τους διεξόδους.
Αυτό που μπορείς μονάχα να ζητήσεις από μια κοινωνία σμπαραλιασμένη και ένα πολιτικό σύστημα στα πρόθυρα της υστερίας είναι να καθίσουν στο κοινό τραπέζι του δημόσιου διαλόγου οι υπεύθυνες πολιτικές ηγεσίες και να συμφωνήσουν σε μερικά απλά ζητήματα. Ελληνικά Πανεπιστήμια, δημόσιο σύστημα Υγείας, προνοιακό κράτος και αναπτυξιακό οικονομικό μοντέλο, ασχέτως αν στο τέλος αποχωρήσουν όλοι τους εν εξάλλω από το τραπέζι, με τους μεν να φωνάζουν «κράτος» και τους δε να αποθεώνουν τις «αγορές». Το τι θα παράγουμε, όμως, ως χώρα και το τι θα πουλάμε στους ξένους δεν εξαρτάται από τους παραγωγικούς μηχανισμούς που θα αναλάβουν την παραγωγή των επιλεγμένων προϊόντων και υπηρεσιών αλλά στο γεγονός αυτό καθ´ εαυτό της επιλογής μας.
Το αν τα Πανεπιστήμια θα πρέπει να μετατραπούν σε φυτώρια γνώσης, αξιοκρατίας και καινοτομίας και θα μπορούν να τροφοδοτούν την όποια αγορά αποφασίσουμε να φτιάξουμε με ικανούς αποφοίτους, αυτό δεν αφορά στο αν πρέπει να έχουμε κρατικά ή ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Αφορά στο αν συμφωνούμε στον πυρήνα βασικών αρχών γύρω από τον οποίο θα οργανώσουμε τους ακαδημαϊκούς μας χώρους.
Το αν η γκόμενα του καθηγητή μπορεί να γίνεται εν μια νυκτί λέκτορας και οι διδακτορικές διατριβές να μοιράζονται με άνωθεν εντολές ή προσωπικές συμπάθειες δεν έχει σημασία αν γίνεται στο ιδιωτικό ή το δημόσιο Πανεπιστήμιο αλλά αν η κοινωνία το επιτρέπει και το ανέχεται .
Το αν η τάδε μεγαλοπαρουσιάστρια οφείλει την επιτυχία της στο κρεβάτι ή την αξία της αυτό δεν αφορά στο αν έχουμε ΕΡΤ, ΔΤ ή ιδιωτικά ΜΜΕ, αλλά στο αν μπορούμε να πετύχουμε σε όλους τους χώρους να προβιβάζονται οι ικανοί και να εμποδίζουμε αποστεωμένα ραμολί να εκμεταλλεύονται ανθρώπινες αξιοπρέπειες για να ικανοποιούν τη ματαιοδοξία του απολύτως τίποτα που κουβαλάνε μέσα τους.
Το αν τα ανθρωπάκια της εξουσίας , ανεξαρτήτως κομματικού χρώματος, εκμεταλλεύονται τις θέσεις τους για να πηδήξουν και να αισθανθούν ανυπέρβλητοι επιβήτορες ή για να φτιάξουν περιουσίες και να αποτινάξουν πάνω από την οικογενειακή τους παράδοση το «μίασμα» της ταπεινής τους καταγωγής, αυτό δεν έχει να κάνει με το αν στην κυβέρνηση βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ ή η ΝΔ, αλλά με το κατά πόσον αυτή η κοινωνία μπορεί να εμπεδώσει μια διαφορετική ηθική της εξουσίας και μια στοιχειώδη εντιμότητα στους δημόσιους λειτουργούς της.
Το αν οι μιζαδόροι των εξοπλιστικών και οι πρακτικές του Μισέλ αποτελούν εγγενές συστατικό του δημόσιου βίου μας αυτό δεν θα απαλειφθεί με μια απλή αλλαγή προσώπων σε ένα πελατειακό και διεφθαρμένο σύστημα, αλλά με το να αποφασίσουμε επιτέλους να απαιτήσουμε από τους βουλευτές της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας μας να εκσυγχρονίσουν τους θεσμούς και να τοποθετήσουν παντού ασφαλιστικές δικλείδες και ελεγκτικούς μηχανισμούς.
Με λίγα λόγια, το αν θα καταφέρουμε κάποτε να γίνουμε μια σύγχρονη χώρα του Νότου και όχι απλά ένα κακέκτυπο των χωρών του Βορρά, με απλά μπολιάσματα ξενόφερτων θεσμών και εβδομάδων λευκής μαστούρας, αυτό εξαρτάται από το αν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε έναν κοινό παρονομαστή άσκησης της εξουσίας και διεξαγωγής του πολιτικού παιγνίου.
Οι κοινοί χώροι χρειάζονται κοινούς παρονομαστές. Αυτούς καλούμαστε να φτιάξουμε και από τον τρόπο που θα το κάνουμε θα κριθούμε και εμείς από την ιστορία. Αν δεν μπορέσουμε τώρα, αύριο θα είναι αργά.
Γιατί θα έρθει πάλι η Νέμεσις της ιστορίας να μας ξεμπροστιάσει. Όπως τότε που ο Δήμος εκδίωξε κακήν κακώς τον τύραννο Πεισίστρατο και λίγα χρόνια αργότερα τον υποδέχτηκε με τιμές και επευφημίες. Τι έγινε και άλλαξε η στάση του; « Διέδωσε ο Μεγακλής ( σημ. πολιτικός αντίπαλος του Πεισιστράτου που αποφάσισε να του δώσει για γυναίκα την κόρη του) ότι η Αθηνά θα φέρει πίσω τον Πεισίστρατο και βρήκε μια ψηλή και ωραία γυναίκα, Θράκισσα την καταγωγή που πουλούσε λουλούδια. Το όνομα της ήταν Φύη. Την έντυσε και τη στόλισε ώστε να μοιάζει με τη θεά, και την έφερε στην Αθήνα μαζί με τον Πεισίστρατο που ήταν επάνω σε άρμα με τη γυναίκα πλάι του. Ο κόσμος τον δέχτηκε, προσκυνώντας και θαυμάζοντας» ( Αθηναίων Πολιτεία).
Για να μην καταντήσουμε, συνεπώς, και εμείς οι νεότεροι κατοπινοί γελοίοι και ανακόλουθοι και ξεχυθούμε πάλι στους δρόμους για να υποδεχτούμε τον λαϊκισμό των δημαγωγών και των τυχαίων τυραννίσκων, προσκυνώντας και θαυμάζοντας, ας σκεφτούμε λιγάκι διαφορετικά. Μήπως και γλιτώσουμε τον αυριανό εξευτελισμό…