Από την Αντιγόνη Λυμπεράκη στην athensvoice.gr
100 χρόνια πριν, η Ρόζα Λούξεμπουργκ διαπίστωνε τo δίλημμα
«Σοσιαλισμός Ή Βαρβαρότητα;». Παρακολουθώντας τις πολιτικές εξελίξεις, μου ήρθε
ξαφνικά η πεποίθηση πως το αντίστοιχο δίλημμα σήμερα είναι «Λαϊκισμός Ή
Σοβαρότητα;»
Και εξηγούμαι: το τελευταίο διάστημα είχαμε επιδείξεις και
από τη δεξιά και από την αριστερή πτέρυγα του λαϊκισμού. Ο αριστερός λαϊκισμός
χαρακτηρίζεται από διγλωσσία και ασάφεια για να κρύψει το πραγματικό του
πρόγραμμα. Ο δεξιός-εκσυγχρονιστικός λαϊκισμός χαρακτηρίζεται από διγλωσσία και
ασάφεια προκειμένου να μετακυλήσει αλλού τις ευθύνες για τις πράξεις,
παραλείψεις και επιλογές του.
Έτσι, από τη μια μεριά η τεξανή παραδοχή του
προέδρου Τσίπρα για την παραμονή στο ευρώ μεταφράστηκε από εγχώριες (και
αταξίδευτες) δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ ως «εμείς θα εφαρμόσουμε ολόκληρο το πρόγραμμά
μας, κι αν δεν μας διώξουν από την Ευρώπη, τότε, καλά, θα παραμείνουμε». Η άλλη
πλευρά (η κυβερνητική) φορτώνει τις κακές αποφάσεις στην Τρόικα, διεκδικώντας
για τον εαυτό της παράσημα υπεράσπισης φαντασιακών Θερμοπυλών... Ελπίζει έτσι
να κρύψει
τους πραγματικούς στόχους και επιδιώξεις της. Η διγλωσσία, στη μια
περίπτωση συμπληρώνει ένσημα εκσυγχρονισμού και παραμονής στην ΟΝΕ, ενώ στην
άλλη ένσημα σοσιαλιστικής ορθότητας και επαναστατικής προσήλωσης.
Οι δύο εκδοχές του λαϊκισμού –ο συριζαϊκός και ο
εκσυγχρονιστικός– συμπίπτουν στην πεποίθηση ότι για να προωθήσουν το πρόγραμμά
τους, πρέπει πρώτα να εκλεγούν. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν υποκλέψουν την
ψήφο. Οι ψηφοφόροι αντιμετωπίζονται ως μειωμένης αντιλήψεως και, συνεπώς, ως
ανίκανοι να κατανοήσουν τον απώτερο στόχο. Αλλά ακόμα κι αν τον καταλάβαιναν,
δεν θα συναινούσαν οικειοθελώς στα απαραίτητα μέτρα που ο πολιτικός αυτός
στόχος απαιτεί... (εκτός από ανόητοι είναι, δηλαδή, και ύποπτοι).
Άρα, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα: τα δύο άκρα συναντώνται. Οι
απόψεις τους συμπίπτουν στις περιορισμένες δυνατότητες του εκλογικού σώματος.
Για το λόγο αυτό, από τη μια πλευρά του χαϊδεύουν τα αυτιά και από την άλλη το
προστατεύουν από υπερβολική έκθεση στην πραγματικότητα, τη σαφήνεια και την
αλήθεια. Ουδείς λόγος ανησυχίας για μας τους αδαείς, αφού και οι δύο εκδοχές
του λαϊκισμού διαθέτουν πολιτικούς που «ξέρουν, θέλουν και μπορούν».
Στην άλλη όχθη βρίσκεται η σοβαρότητα. Εκεί μπορεί να
συναντήσει κανείς αυτούς που συνειδητοποιούν ότι η παραμονή στο ευρώ σημαίνει
πως δεν μπορούν να μείνουν τα πράγματα όπως ήταν το 2009. Αλλά συναντά επίσης
και μερικούς που δεν κρύβουν ότι η σεισάχθεια δεν προσφέρεται χωρίς κόστος,
αλλά ακόμα και η έξοδος από το ευρώ δεν είναι πανάκεια – αντίθετα, πρέπει να
συνοδευτεί από επώδυνες προσαρμογές.
Εγώ, αν και είμαι στρατευμένη στην παραμονή στο ευρώ, πολλές
φορές αισθάνομαι πιο κοντά σε αυτούς που εκφράζουν με σαφήνεια και παρρησία
απόψεις τελείως αντίθετες με τις δικές μου. Γιατί μόνο έτσι μπορούμε να έχουμε
μια πραγματική συζήτηση και να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα. Προτιμώ την
αντιπαράθεση με επιχειρήματα από την ανταλλαγή συνθημάτων μπροστά στην κάμερα,
με θεατρινίστικες αγεφύρωτες διαμάχες δημοσίως, αλλά και κλείσιμο του ματιού
μόλις σβήσουν τα φώτα της δημοσιότητας. Προτιμώ επίσης την ανοιχτή διαφωνία από
το να συζητάς μόνο με όσους ξέρεις εκ των προτέρων ότι συμφωνείς,
προσποιούμενος πως δεν υπάρχουν άλλες απόψεις. Αυτού του είδους στημένη
πολιτική συζήτηση με την προώθηση μονολόγων ή «σικέ διαφωνιών» ήταν μία από τις
αποτελεσματικότερες μεθόδους του σταλινισμού. Xαρακτηριστικό του. Επιδίωξή της
ήταν η χειραγώγηση των διαφορετικών απόψεων.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η απόσυρση της κάθε μίας πλευράς
σε ένα γκέτο περιχαρακωμένων πιστών. Παράπλευρη απώλεια είναι η υποβάθμιση της
πολιτικής συζήτησης. Έτσι πια κάνεις δεν ακούει αυτά που λέγονται, αλλά μόνο
ποιος μιλάει.
Αυτό είχαν συνειδητοποιήσει και οι Ρωσίδες του πολιτικού
punk rock συγκροτήματος Pussy Riot. Φορώντας μάσκες υπογράμμιζαν «ακούστε τι
λέμε, και μη σας νοιάζει ποιες είμαστε. Ακούστε το μήνυμα, μην κοιτάτε τον
πομπό».
Εμείς, εδώ, εφαρμόζουμε το αντίθετο. Κατεβάζουμε τον ήχο
μόλις δούμε ποιος μιλάει. Αφού ξέρεις τι λέει πάντα, δεν χρειάζεται να ξέρεις
τι θα πει τώρα. Αντιμέτωπη με το λαϊκισμό –τόσο της συριζαϊκής, όσο και της
εκσυγχρονιστικής προέλευσης– εγώ, ιδίως μετά τα τελευταία, επιλέγω σοβαρότητα.
Γιατί αν ο καθένας εννοεί αυτά που λέει και ακούει αυτά που λένε οι άλλοι,
ακόμα κι αν δεν γεφυρώσουμε τις διαφορετικές μας απόψεις, τουλάχιστον θα
προστατευτούμε από την επίδειξη υπεροψίας, την υποτίμηση των πολιτών και τις
εύκολες μαγκιές.