Του Ευτύχη Βαρδουλάκη στην lifo.gr
Θυμάστε τον Περίανδρο Πόπωτα, τον κάπως γραφικό και
ιδιόρρυθμο τηλεοπτικό Δήμαρχο στο σήριαλ «Καφέ της Χαράς», ο οποίο πολιτεύονταν
με το σύνθημα «Τάξις και ηθική»;
Ε, λοιπόν αυτό το σύνθημα περιγράφει δύο πολύ
βασικά ζητούμενα της σημερινής κοινωνίας. Με την (όχι ασήμαντη) διαφορά ότι οι όροι αυτοί δεν ερμηνεύονται
υπό το πρίσμα της υπερσυντηρητικής ρητορικής και νοοτροπίας, αλλά
προσαρμοσμένοι, έστω και κάπως διασταλτικά, στη σημερινή συγκυρία.
Μελετώντας πολιτικές έρευνες σήμερα (κυρίως
εκείνες που δεν εξαντλούνται στα κλασικά ερωτήματα, πρόθεσης ψήφου, παράστασης
νίκης, καταλληλότητας για πρωθυπουργός)
αναδεικνύονται δύο κυρίαρχα πολιτικά
αιτήματα, που μοιάζουν μεταξύ τους
– χωρίς ωστόσο να είναι – αντικρουόμενα: Η «κανονικότητα» (δηλ. η «τάξις») και
η «αντισυστημικότητα» (δηλ. η αντίδραση στην κυρίως «ηθική» απαξίωση του
πολιτικού συστήματος) Από τη μία, η
«κανονικότητα», εκλαμβάνεται ως επιθυμία να γίνουμε ξανά μια «φυσιολογική»
χώρα.
Μετά από μία 4ετία πρωτόγνωρης πολιτικής έντασης, οικονομικής ανέχειας,
αλλεπάλληλων διχασμών, ανασφάλειας, γενικευμένης ανομίας και αρνητικών
ειδήσεων, μεγάλο μέρος του πληθυσμού έχει νοσταλγήσει τις μέρες τις ηρεμίας.
Και εμφανίζει σημάδια κόπωσης από όσα συμβαίνουν. Όχι «παραίτησης», αλλά
κόπωσης. Γι αυτό και θέλει η Ελλάδα να ξαναμπεί σε μια σειρά. Να σταθεροποιηθεί
η οικονομία, να μειωθεί η πολιτική ένταση, να πέσουν οι τόνοι, να
ολοκληρώνονται οι κοινοβουλευτικοί κύκλοι, να τηρούνται οι διαδικασίες και η
νομιμότητα.
Η τάση αυτή δεν καταγράφεται μόνο σε μεγαλύτερα ηλικιακά, πιο
συντηρητικά κατά πολλούς, κοινωνικά στρώματα. Είναι διάχυτη σε όλες τις
ηλικίες. Ισχυρότερη μεν στους άνω των 45, αλλά υπαρκτή και στους κάτω των
30.
Από την άλλη, υπάρχει ακόμα ένα
διάχυτο ρεύμα της «αντισυστημικότητας». Το οποίο έχει στο εσωτερικό του δύο
διακριτές εκφάνσεις. Η μία σαφώς πιο ριζοσπαστική, με πιο οξεία ρητορική και
συνολικά πιο ανατρεπτική πολιτική στόχευση. Η δεύτερη είναι λιγότερο
μορφοποιημένη πολιτικά και έχει ως κινητήρια δύναμη μια «ανεπεξέργαστη»
αποστροφή σε ό,τι θυμίζει το παλαιό πολιτικό σύστημα. Η πρώτη έκφανση του
«αντισυστημικού» αιτήματος, η πιο «ριζοσπαστική» έχει πιο διακριτό πολιτικό
στίγμα και είναι πολιτικά συμπαγής. Η δεύτερη, εν πολλοίς κινείται από το
λιγότερο ιδεολογικοποιημένο μήνυμα «όχι πάλι μία από τα ίδια, ας δοκιμάσουμε
και κάτι άλλο». Τα δε επιχειρήματα υποστήριξής της εστιάζουν εν πολλοίς σε
ζητήματα «ηθικής τάξης», τα οποία αφορούν είτε τα πεπραγμένα των παλαιότερων
κυβερνητικών κομμάτων, είτε απλώς αναπαράγουν στερεότυπα γύρω από την πολιτική.
Εξ’ ου και συσπειρώνει κόσμο πολιτικά ετερόκλητο, με χαμηλό βαθμό συνοχής και
ταύτισης.
Τα δύο αυτά κυρίαρχα αιτήματα
(«κανονικότητα» και «αντισυστημικότητα») δεν είναι στεγανοποιημένα. Υπάρχουν
πολίτες που αναγνωρίζουν την ανάγκη και των δύο. Και αυτοί είναι ο «μεσαίος
χώρος» της σημερινής εποχής, που θα κρίνει το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών.
Ως προς τη μεν «κανονικότητα» η Νέα Δημοκρατία έχει ένα σαφές προβάδισμα, στη
δε «αντισυστημικότητα» υπερέχει σαφώς ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ μερίδιο αυτού του ρεύματος
καρπώνεται και η Χρυσή Αυγή.
Σε μεγάλο βαθμό, οι εκλογές θα κριθούν από το κατά
πόσο ο ένας θα καταφέρει να διεισδύσει στο χώρο του άλλου.
Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ να μην
προκαλεί ανησυχία αλλά αντιθέτως να κερδίσει μέρος πολιτών που θέλουν να ζουν
σε μία σταθερή, κανονική ευρωπαϊκή χώρα, όπου η ευταξία και η νομιμότητα δεν θα
αποτελούν ενοχοποιημένες αξίες.
Η δε ΝΔ να αποδείξει ότι δεν κάνει απλώς (καλή
ή κακή) διαχείριση της κρίσης, αλλά ότι μπορεί να αποτελέσει και δύναμη αλλαγής
του πολιτικού συστήματος, το οποίο θεωρείται πλήρως απαξιωμένο, με την ίδια να
αποτελεί επίλεκτο μέλος της.
Το πoιο θα
είναι το κυρίαρχο αίτημα την ώρα των εκλογών εν πολλοίς θα κριθεί και από τη
συγκυρία διεξαγωγής τους. Το βέβαιο πάντως είναι ότι κανένα κόμμα δεν θα
διευρύνει σημαντικά τα εκλογικά όριά του αν δεν καταφέρει να εκφράσει και τα
δύο αυτά ζητούμενα – της τάξης και του ηθικού πλεονεκτήματος.