Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Οι παραδοξότητες του κυπριακού πολιτικού τοπίου...Του Ευτύχη Βαρδουλάκη*

Ένας παλιός διευθυντής εφημερίδας, έλεγε «αν θες να πέσει η κυκλοφορία σου κάνε πρώτο θέμα το Κυπριακό». 
Προφανώς είχε αντιληφθεί ότι οι Ελλαδίτες εδώ και πολλά χρόνια έχουν χάσει το ενδιαφέρον τους για την Κύπρο και την πολιτική της ζωή. Όχι λόγω της στασιμότητας γύρω από το Κυπριακό, αλλά και επειδή δεν την κατανοούν, καθώς το κυπριακό πολιτικό τοπίο διαμορφώθηκε στη βάση εντελώς ιδιαίτερων διαιρετικών τομών.
Τα πρόσωπα, οι ευρύτερες παρατάξεις και τα κεντρικά ερωτήματα που το καθόρισαν δεν έχουν τις συνήθεις (ή τουλάχιστον όχι μόνο τις συνήθεις) ιδεολογικοπολιτικές αναφορές που διαμόρφωσαν τα περισσότερα κόμματα της Δυτικής Ευρώπης.
Επιπλέον, το μικρό μέγεθος της κυπριακή κοινωνίας, δημιούργησε δίκτυα και ομαδοποιήσεις στη βάση στενών προσωπικών ή/και πελατειακών σχέσεων οι οποίες ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αποτυπωθούν στην σύγχρονη πολιτική ορολογία.
Ακόμα και σήμερα, κόμματα με μακρά ιστορία και σταθερή παρουσία σε κυβερνητικά σχήματα δυσκολεύονται να αυτοπροσδιοριστούν με βάση τις ευρωπαϊκές κομματικές ομαδοποιήσεις.

Από την πρώτη σχεδόν μέρα ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας κυριάρχησαν δύο βασικές διαιρετικές τομές. Πρώτη, ο παραδοσιακός άξονας Δεξιάς-Αριστεράς και δεύτερη – πλην, όμως, καθοριστικότερη – το Κυπριακό και τις αναφορές στην Εθνική ταυτότητα.
Σε ότι αφορά την πρώτη τομή τα πράγματα είναι σχετικά απλά, καθώς στην πορεία του χρόνου τα κυρίαρχα κόμματα του κάθε χώρου (το ΑΚΕΛ στην Αριστερά, ο ΔΗΣΥ στη Δεξιά) αντιστοίχησαν τον προγραμματικό τους πολιτικό λόγο στις διεθνώς αποδεκτές πολιτικοϊδεολογικές σταθερές.
Σε ότι αφορά το εθνικό θέμα τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα, καθώς τα μετααποικιακά γεγονότα δημιούργησαν μια τόσο συγκεχυμένη κατάσταση που ίσως μόνο με την Ιρλανδία μπορεί να συγκριθεί.
Οι διαιρέσεις εδώ είχαν ως βάση κυρίως το Κυπριακό, το ρόλο των προσώπων, τις αναφορές στην εθνική ταυτότητα και μετά την εισβολή το πλαίσιο της λύσης.
Η ανάπτυξη ισχυρών εθνικισμών και στις δύο κοινότητες του νησιού, την περίοδο της αποικιοκρατίας, σηματοδότησε μια αρχική διαφοροποίηση σε αυτή τη βάση. Το ΑΚΕΛ, συνεπές στην ταξική ανάλυση προέταξε τα συνθήματα «Η Κύπρος ανήκει στο λαό της» και «Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι εργάτες ενωμένοι». Οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις συγκροτήθηκαν στη βάση της ελληνικής εθνικής συνείδησης.

Μετά τις συνθήκες Ζυρίχης – Λονδίνου και την δημιουργία της Ανεξάρτητης Κυπριακής δημοκρατίας, μια νέα διαίρεση ήρθε να προστεθεί στο χώρο των κομμάτων με ελληνική εθνική αναφορά. Στη μία πλευρά ήταν οι «μακαριακές» δυνάμεις, οι οποίες είχαν ως επίκεντρο της αναφοράς τους τον Αρχιεπίσκοπο και τη γραμμή της ανεξαρτησίας που εξέφραζε, από την άλλη οι «ελληνοκεντρικές» (κατ’ άλλους εθνικιστικές) δυνάμεις οι οποίες αμφισβητούσαν τον Μακάριο, κατηγορώντας τον για «προδοσία» του αρχικού εθνικού στόχου για την Ένωση με την Ελλάδα. Η εσωτερική αυτή διαμάχη, σημάδεψε όλη τη 10ετία του ‘60 και τις αρχές των ‘70ς.
Μετά την εισβολή του ’74, η κύρια διαίρεση ήταν μεταξύ δύο σχολών. Της «διαλλακτικής», η οποία επιζητούσε την επίλυση του Κυπριακού στη βάση της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας και της «απορριπτικής» σχολής, η οποία τηρούσε σε όλα τα επιμέρους θέματα πιο σκληρή γραμμή, συχνά παραβλέποντας τα τετελεσμένα του ‘74.
Η πρώτη σχολή, «η διαλλακτική», εκφράστηκε κυρίως από τον Γλαύκο Κληρίδη ο οποίος μολονότι ηγήθηκε επί χρόνια της Δεξιάς παράταξης που είχε πιο σκληρές εθνικές αναφορές, μπόρεσε και επέβαλε τις θέσεις του, και σε κάποιο βαθμό και από το ΑΚΕΛ, το οποίο στο εθνικό θέμα παραδοσιακά είχε ήπιες θέσεις, αν και με διαφορετική αφετηρία. Η δεύτερη σχολή εκφράστηκε κυρίως από τα κόμματα του λεγόμενου «ενδιάμεσου χώρου» της «μακαριακής’ παράδοσης (ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ, κ.α.), στα οποία κυριάρχησαν πρόσωπα όπως ο Σπύρος Κυπριανού, ο Βάσσος Λυσσαρίδης και ο Τάσσος Παπαδόπουλος.
Η βασική παραδοξότητα έγκειται στο γεγονός ότι οι δύο αυτές τομές δεν τέμνονταν πουθενά. Αντιθέτως συχνά δημιούργησαν δυσεπίλυτες πολιτικές εξισώσεις, καθώς οι αντιθέσεις στη βάση του ενός άξονα ακύρωναν πιθανές συγκλίσεις στη βάση του άλλου.
Οι πόλοι εκείνοι που συνέκλιναν ευκολότερα στο εθνικό θέμα (δηλαδή ο ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ) ήταν οι βασικοί ανταγωνιστές σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η γενικότερη αντιπαράθεσή τους να εμποδίζει την δημιουργία ευρύτερων συμμαχιών πάνω στο εθνικό θέμα, με αποτέλεσμα να μη δημιουργηθεί ποτέ μια πραγματική διακομματική συμμαχία για την αποδοχή ή προώθηση της λύσης που θεωρητικώς επιδιώκει η ελληνοκυπριακή πλευρά. Αντιθέτως, ο πολιτικός ανταγωνισμός των δύο πόλων, ΔΗΣΥ-ΑΚΕΛ, αύξανε σημαντικά την επιρροή του «απορριπτικού» χώρου (ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ, κλπ), ο οποίος εν τέλει επέβαλε τις θέσεις του, ως αντάλλαγμα για την παροχή της στήριξής του. Αυτό συνέβη σε πολλές περιπτώσεις, ειδικά από τα μέσα της 10ετίας του ’80 και μετά, όταν οι δύο πόλοι ΔΗΣΥ-ΑΚΕΛ ισχυροποιήθηκαν σημαντικά σε βάρος των υπολοίπων κομμάτων. Το Αριστερό ΑΚΕΛ, με τις διεθνιστικές καταβολές και τις ήπιες θέσεις βρέθηκε να συμμαχεί μετά το 2001 με τον Τάσσο Παπαδόπουλο, ο οποίος επί χρόνια (ειδικά τις 10ετίες ‘60 και ‘70) εθεωρείτο σκληρός αντικομμουνιστής και εκφραστής της πιο σκληρής γραμμής στο εθνικό θέμα. Αντίστοιχα, νωρίτερα, ο Γλαύκος Κληρίδης, δεν δίστασε να καταγγείλει τη δέσμη ιδεών Γκάλι, επί προεδρίας Γιώργου Βασιλείου, προκειμένου να προσεταιριστεί τα κόμματα του ενδιάμεσου χώρου στις εκλογές του 1993, παρά το γεγονός ότι Κληρίδης και Βασιλείου έχουν πολύ συγγενείς θέσεις πάνω στο Κυπριακό.

Ανάλογα ζητήματα, δημιουργούνται και σε στα θέματα εσωτερικής διακυβέρνησης, καθώς και εκεί αναδεικνύονται (έστω και σε μικρότερο βαθμό) οι αντιφάσεις των εσωτερικών συμμαχιών. Κυρίως, όμως, αποτυπώνονται πάνω στο εθνικό θέμα. Όσο αυτό δεν αλλάζει, η πιθανότητα να διαμορφωθεί μια ουσιαστικά αποδεκτή εθνική θέση, θα βαίνει διαρκώς μειούμενη. Καθώς το μεγαλύτερο θύμα των κυπριακών πολιτικών στρεβλώσεων και παραδοξοτήτων, είναι ο ίδιος ο ρεαλισμός.

*Ευτύχης Βαρδουλάκης
Σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας
Διευθύνων εταίρος της “Stratego”