Του αφιερώνω αυτό το σημείωμα, την ώρα που οι μεγάθυμοι Κεφαλλήνες, αλλά και όλοι όσοι είχαν την τύχη να εξασφαλίσουν την πολύτιμη φιλία του, να δουλέψουν και να φιλοσοφήσουν μαζί του, να βρουν την γιατρειά τους, συνεχίζουν να θρηνούν για τον πρόωρο χαμό του.
Νευρολόγος – ψυχίατρος, από τους πλέον διακεκριμένους, πέρασε όλη του τη ζωή μέσα στο ΝΙΜΤΣ, την δεύτερη αγάπη του μετά την Κεφαλονιά.
Αγαπημένος των συναδέλφων του, ανιδιοτελής, γενναιόψυχος,
αφοσιωμένος στην επιστήμη, παντρεμένος με την ιατρική, χιουμορίστας, ιδιοφυής και πάντα με… αδειανό τον λογαριασμό του στην τράπεζα.
Ουρές σχηματίζονταν έξω από το γραφείο του, δεν έφευγε αν δεν έβλεπε και τον τελευταίο, ποτέ δεν νοιάστηκε για το χρήμα, ποτέ του δεν ξεχώρισε τους ανθρώπους σε έχοντες και μη κατέχοντες, με το «κυρά μου» και το «αφέντη μου» τους είχε όλους.
Εμβληματική μορφή, σφράγισε με την παρουσία του το νοσοκομείο που έγινε το σπίτι του – εκεί απ’ τα χαράματα ως το απόγευμα, εκεί επέστρεφε ξανά τα βράδια για να δώσει μια οδηγία, να επισκεφθεί έναν ασθενή, να συμπαρασταθεί σε κάποιον ανήμπορο.
Δεν άντεχε την αδικία, ποτέ του δεν συνήθισε τον ανθρώπινο πόνο, τον έβρισκες πάντα καθισμένο στο γραφείο του, να εξετάζει, να συζητά, να δίνει λύσεις.
Κυκλοφορούσε στους διαδρόμους μ’ έναν καλό λόγο για όλους, θυσία γίνονταν οι συνάδελφοί του κάθε φορά που τους ζητούσε κάτι – πάντα για τους άλλους, ποτέ για τον εαυτό του.
Έτρεχε στα συνέδρια, μελετούσε, ενημερωνόταν, μπορούσες να βασιστείς σ’ αυτόν ακόμη και για θέματα που δεν ανήκαν στην ειδικότητά του.
Χτυπούσε το τηλέφωνο, τον άκουγες στην άλλη άκρη της γραμμής και ήξερες. Είχε ένα πρόβλημα να λύσει και έπρεπε να το λύσει αμέσως.
«Άκου, κυρά μου, το νοσοκομείο χρειάζεται την βοήθειά σου»: Και έμπαινε κατευθείαν στο θέμα, το οποίο δεν εγκατέλειπε αν δεν βρισκόταν λύση.
Ποτέ κανείς δεν πρέπει να αρνήθηκε κάτι στον Γεράσιμο.
Το νοσοκομείο και τους ασθενείς του είχε στο νου του ακόμη και στα κεφαλλονίτικα γλέντια.
Στο τηλέφωνο την έβγαζε ακόμη κι’ όταν – σταθερά κάθε χρόνο – περνούσε την άδειά του στην πατρώα γη, που αλώνιζε με το αυτοκινητάκι του προσφέροντας τη βοήθειά του σ’ όλα τα χωριά.
Ο Γεράσιμος Αυγουστάτος, που έφυγε ξαφνικά στα 66 του χρόνια, ανήκε σ’ εκείνο το σπάνιο είδος των ανθρώπων που θαρρείς πως στον κόσμο ετούτο ήρθαν μόνο για να υπηρετούν – τον Άνθρωπο, την Επιστήμη, την Πατρίδα.
Όσοι είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε αυτή την άδολη ψυχή, αυτόν τον σπουδαίο επιστήμονα, αυτόν τον ακριβό φίλο, θα συνεχίσουμε να ζούμε κρατώντας μέσα μας την μνήμη του ως πολύτιμο φυλαχτό.
Θα περπατούμε στους διαδρόμους του ΝΙΜΤΣ και θα περιμένουμε να τον δούμε να στρίβει από μια γωνία, σκυφτός, σκεπτικός, αλλά πάντα ετοιμοπόλεμος.
Θα πηγαίνουμε στα κεφαλλονίτικα γλέντια και θα κρατάμε μια καρέκλα αδειανή για κείνον.
Θα μιλάμε με τον αγαπημένο του αδελφό, τον Παναγή, το άλλο του (ανιδιοτελές) μισό και θα κρατάμε την γλώσσα μας, μην και του ζητήσουμε νέα απ’ τον Γεράσιμο.
Καλό ταξίδι, αφέντη μου…