Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011

Κετογονική δίαιτα.

Από το 1921, όταν ο R.Μ. Wilder στη MayoClinic πρότεινε για τη θεραπεία της επιληψίας μία δίαιτα που μπορούσε να μιμηθεί τις βιοχημικές αλλαγές που συμβαίνουν στη νηστεία (οξέωση, αφυδάτωση, κέτωση), έως σήμερα, περισσότερες από 200 τεκμηριωμένες μελέτες έχουν διεξαχθεί για να αναδείξουν τα πιθανά οφέλη της κετογονικής δίαιτας σε παιδιά με «δυσίατη» επιληψία.
Βασική ένδειξη για την εφαρμογή κετογονικής δίαιτας είναι η παρουσία επιληπτικών κρίσεων οι οποίες είναι δύσκολο να περιοριστούν ακόμη και με συνδυαστική φαρμακευτική
αγωγή.
Η αναλογία λίπους προς πρωτεΐνη και υδατάνθρακα σε μία κετογονική δίαιτα που προτείνεται για την αντιμετώπιση επιληπτικών κρίσεων κυμαίνεται από 2:1 έως 4:1. (Τα τελευταία χρόνια στη διάθεση του κλινικού διαιτολόγου υπάρχουν προϊόντα κλινικής διατροφής για αποκλειστική σίτιση, που προσφέρουν αναλογία 4:1. Η επιμελής αξιοποίηση τέτοιων σκευασμάτων μπορεί να αποτελέσει σημαντικό εργαλείο στα χέρια του ειδικού).
Συνηθισμένη «φόρμουλα» έναρξης για τα μικρά παιδιά, που έχουν αυξημένες πρωτεϊνικές απαιτήσεις, είναι συνήθως η αναλογία 3:1 (3 γραμμάρια λίπους για κάθε γραμμάριο υδατάνθρακα και πρωτεΐνης μαζί), με βλέψεις για μετέπειτα εφαρμογή δίαιτας με αναλογία 4:1.
Τα γεύματα δίνονται σε τρεις δόσεις ημερησίως, ενώ ο ακριβής προσδιορισμός τόσο των θερμιδογόνων συστατικών όσο και των μη θερμιδογόνων εξαρτάται από το φύλο και την ηλικία του ατόμου και είναι δύσκολο έργο για τον επιστήμονα-διαιτολόγο, που καλείται να συντάξει ένα πρόγραμμα διατροφής με συνδυασμούς συχνά «παράδοξους» ως προς τις διαμορφωμένες, ή μη, γευστικές συνήθειες του παιδιού.
Ας σημειωθεί πως, αν και η χαμηλότερη ενεργειακή πρόσληψη από τις πραγματικές ανάγκες (δηλαδή κοντά στο 75% των ενεργειακών απαιτήσεων για την εκάστοτε ηλικία) όπως και ο προσεκτικός περιορισμός των υγρών (έως το 80% των αναγκών) βελτιώνουν ελαφρώς την κέτωση, τα στοιχεία που προκύπτουν από επιστημονικές μελέτες οι οποίες διερευνούν τη μείωση της έντασης και της συχνότητας των επιληπτικών κρίσεων δεν συνηγορούν στην εφαρμογή τέτοιων στρατηγικών, αφού τα πραγματικά οφέλη είναι ελάχιστα.
Τα κύρια σχήματα
Διάφορα σχήματα κετογονικής δίαιτας έχουν κατά καιρούς προταθεί σε μια προσπάθεια ανεύρεσης του αποδοτικότερου και πιο εύκολα εφαρμόσιμου μοντέλου. Από τα πιο γνωστά είναι του John Hopkins Hospital, η δίαιτα John Radcliffe και η δίαιτα Great Ormond Street. Στις δύο τελευταίες χρησιμοποιούνται συμπληρωματικά σκευάσματα με τριγλυκερίδια μέσης αλύσου (MCT), τα οποία έχουν εντονότερη κετογονική επίδραση από τα μακρύτερης αλύσου λιπαρά οξέα. Ακριβώς αυτή η πιο έντονη επίδραση των MCT επιτρέπει στον κλινικό διαιτολόγο τη μικρότερη χρήση λίπους στη σύνταξη της δίαιτας, προς όφελος της πρωτεΐνης και ενίοτε των υδατανθράκων.
Η έναρξη, όπως και η διακοπή (σε περιπτώσεις στις οποίες δεν παρατηρείται αξιόλογη βελτίωση των κρίσεων), της κετογονικής δίαιτας πρέπει να γίνονται σταδιακά, ακολουθώντας συγκεκριμένο πρωτόκολλο. Η μακρόχρονη εφαρμογή κετογονικής δίαιτας στην επιληψία απαιτεί την άρτια εκπαίδευση του ασθενούς ή/και του οικογενειακού του περιβάλλοντος και βέβαια τη συνεχή εκτίμηση, από μέρους του ιατρού και του κλινικού διαιτολόγου, συγκεκριμένων βιοχημικών εξετάσεων και μετρήσεων των επιπέδων των κετονών στο αίμα και στα ούρα, ώστε να μειωθεί το ενδεχόμενο για εμφάνιση παρενεργειών.
Ανάμεσα στις συνηθέστερες παρενέργειες της μακράς εφαρμογής κετογονικής δίαιτας (που όμως με τους κατάλληλους χειρισμούς μπορεί σε σημαντικό βαθμό να αποφευχθούν) είναι η οξέωση, η ναυτία, η απώλεια βάρους, η υπερλιπιδαιμία και οι γαστρεντερικές διαταραχές.
Τα σημαντικά σημεία
Ο ακριβής μηχανισμός δράσης της κετογονικής δίαιτας στη μείωση των κρίσεων επιληψίας δεν έχει πλήρως διευκρινιστεί, παρά ταύτα τα κετονικά σώματα (ακετοξικό οξύ, β-υδροξυβουτυρικό οξύ και ακετόνη), που δημιουργούνται στο ήπαρ από το μεταβολισμό των λιπαρών οξέων υπό συνθήκες μειωμένης γλυκόζης ορού, φαίνεται να αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της αποτελεσματικότητας της δίαιτας. Μετα-αναλύσεις και μεγάλες προοπτικές (πολυκεντρικές και μη) μελέτες αποδεικνύουν τη σαφή ευεργετική επίδραση της κετογονικής δίαιτας στη συχνότητα και στην ένταση των επιληπτικών κρίσεων, τονίζεται όμως πως αυτή πρέπει να εφαρμόζεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και πάντα υπό την καθοδήγηση του επιστήμονα κλινικού διαιτολόγου.
Τέλος, να σημειωθεί πως πέρα από τη μη ανταποκρινόμενη στη φαρμακευτική αγωγή επιληψία, η κετογονική δίαιτα αποτελεί πρώτη γραμμή θεραπείας για τα παιδιά με έλλειψη γλυκομεταφορέων διευκολυνόμενης διάχυσης (GLUT-1) όπως και έλλειψη πυρουβικής διυδρογονάσης, καταστάσεις όπου η αξιοποίηση πηγών ενέργειας πέραν της γλυκόζης, για τον εγκεφαλικό μεταβολισμό, μπορεί να προφυλάξει από την εμφάνιση κρίσεων.