Εν μέσω των σημαντικών εξελίξεων στο πεδίο της οικονομίας, τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης (συμβατικά, αλλά παραδόξως και διαδικτυακά) ελάχιστο χώρο και χρόνο αφιερώνουν το τελευταίο διάστημα στο ζήτημα των εξελίξεων στην Ν.Α. Μεσόγειο.
Κι όμως, το ιδιαίτερο περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί στον άμεσο ανατολικό περίγυρο της χώρας αποτελεί έναν πολύ πιό σημαντικό —και υπό προϋποθέσεις άμεσο- κίνδυνο από τις συζητήσεις που διεξάγονται στις πρωτεύουσες δυτικά της Αθήνας για το ελληνικό οικονομικό πρόβλημα.
Έχει γίνει εδώ και καιρό αντιληπτό, ότι η Ελλάδα έχει δίπλα της μια διαφορετική Τουρκία σε σχέση με αυτήν, στην οποία είχαν προσαρμοστεί τα αντανακλαστικά της ελληνικής διπλωματίας και πολιτικής από το 1974 και εξής. Στα χρόνια, δηλαδή, που η ελληνική διπλωματία θεωρούσε ότι έχει απέναντί της έναν ιδιόρρυθμο γείτονα με επεκτατικές μεν διαθέσεις, που, όμως, στην κρίσιμη στιγμή δεν θα έφτανε να διαταράξει ριζικά την pax americana, της οποίας επεδίωκε να
λειτουργεί ως στρατηγικός πυλώνας.
Όμως αυτή δεν είναι η Τουρκία των Ερντογάν – Νταβούτογλου. Δίπλα μας, πλέον, έχουμε μία οικονομικά και πολιτικά ισχυρή Τουρκία που επιχειρεί να ανακαλύψει στο μετα-κεμαλικό της μέλλον το “στρατηγικό βάθος” των ιχνών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πάνω στα συντρίμια της οποίας ιδρύθηκε το τετράγωνο κράτος του Κεμάλ. Και ναι μεν η στρατηγική αυτή εγκαινιάζεται με το δόγμα των “μηδενικών προβλημάτων” με τους γείτονες, αλλά εμείς οι γείτονες έχουμε ακριβώς όσους λόγους να “εισπράξουμε” τοις μετρητοίς το δόγμα αυτό με αυτούς που είχαν ακριβώς εκατό χρόνια πριν οι υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να πιστέψουν τα διαγγέλματα των Νεότουρκων για ισονομία εθνοτήτων κάτω από μια ειρηνική οθωμανική στέγη.
Σήμερα, η Νέα Τουρκία επιχειρεί να αναζητήσει στην διεθνή σκακιέρα έναν ρόλο περιφερειακώς αυτοτελή, με πρώτο στόχο να ανακτήσει τον ρόλο ηγέτιδας δύναμης στον μεσογειακό ισλαμικό κόσμο. Και ο πρώτος σταθμός για να εξυπηρετήσει τον στόχο της αυτό -μέσα στο αδιευκρίνιστο περιβάλλον της λεγόμενης Αραβικής Άνοιξης, είναι να κερδίσει στον ισλαμικό κόσμο το ψυχολογικό πλεονέκτημα της πρώτης ιστορικά ισλαμικής δύναμης που μπορεί να βάλει στην θέση του το Ισραήλ.
Πρώτο επίσημο επεισόδιο αυτού του νέου ανταγωνισμού ήταν η φραστική επίθεση που εξαπέλυσε ο Ερντογάν on camera στο Νταβός στον εμβρόντητο Σιμόν Περές το 2009. Κι ενώ ο Πέρες ζήτησε και συγγνώμη από πάνω, ο Ερντογάν έγινε δεκτός στην Τουρκία με πανηγυρισμούς σαν να είχε πάρει την Βιέννη.
Την επόμενη χρονιά, το 2010, οι Τούρκοι δοκίμασαν για άλλη μια φορά τις αντοχές των Ισραηλιτών, στέλνοντας έναν εμπορικό στόλο για να σπάσει τον αποκλεισμό της Γάζας. Αυτή την φορά οι Ισραηλινοί απάντησαν με βία.
Σήμερα, το Ισραήλ, και ενώ ο φραστικός πόλεμος με την Τουρκία για το περιστατικό του Mavi Marmara μαίνεται, έχει ενεργό ρόλο στην επιχείρηση εξόρυξης φυσικού αερίου στην θαλάσσια ζώνη νότια της Κύπρου, έχοντας στρατηγικό στόχο να ενεργοποιήσει τον ενεργειακό δίαυλο Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ ως ανάχωμα στην ενεργειακή του απομόνωση.
Οι Τούρκοι ήδη δηλώνουν ρητώς ότι πρόθεσή τους είναι να παρεμποδίσουν με χρήση πολεμικής βίας τις ενέργειες εξόρυξης, με το επιχείρημα ότι όσο δεν έχει λυθεί το Κυπριακό, η εκμετάλλευση από την ελληνοκυπριακή πλευρά των φυσικών πόρων του νησιού “παραβιάζει” τα δικαιώματα της τουρκοκυπριακής μειονότητας, που ζεί στα όρια του ψευδοκράτους.
Όμως, πέρα από αυτό, οι Τούρκοι βρήκαν στην συγκυρία και την ευκαιρία να “σπάσουν τον τσαμπουκά” του Ισραήλ, προσπαθώντας να το οδηγήσουν σε μία υποχώρηση, που θα είχε όχι μόνο το αποτέλεσμα να καταστεί η περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου γκρίζα ζώνη, αλλά και θα έστελνε στον αραβικό κόσμο το μήνυμα, ότι το Ισραήλ φοβάται την Τουρκία, όπως δεν φοβήθηκε ποτέ κανέναν.
Οι Κύπριοι από πλευράς τους έχουν στήσει άριστα την σκακιέρα, έχοντας μοιράσει την τράπουλα των κοιτασμάτων ανάμεσα σε Ισραηλινούς, Ρώσους και Αμερικανούς, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για ένα ευρύτερο μέτωπο, το οποίο υπό προϋποθέσεις θα τους επιτρέψει να διασπάσουν την τουρκική πίεση, στην οποία μόνοι δεν μπορούν να αντισταθούν.
Από την άλλη, οι Ισραηλινοί, που έχουν αποδείξει ιστορικά ότι δεν αστειεύονται με τα συμφέροντά τους, ξέρουν ότι αν επιτρέψουν η μόνη τους διέξοδος στον ευρωπαϊκό χώρο να γίνει γκρίζα ζώνη, για την οποία θα χρειάζεται τουρκικό διαβατήριο, θα έχουν υποστεί μια σημαντική στρατηγική ήττα, ενώ συγχρόνως θα έχει σπάσει στα εύθραυστα σύνορά τους το φράγμα του φόβου, που δημιούργησαν με τόσο αίμα στους πολέμους που έκαναν μόνοι εναντίον όλων από το 1948 μέχρι το Γιόμ Κιπούρ.
Ήδη, όμως, οι Τούρκοι, βλέποντας ότι ο κόμπος φτάνει στο χτένι, διευρύνουν το στρατηγικό παίγνιο, βάζοντας μέσα στο διακύβευμα και το ζήτημα των δικαιωμάτων του Καστελόριζου, στέλνοντας ερευνητικά πλοία να διεξάγουν έρευνες στην θαλάσσια περιοχή του.
Με τον τρόπο αυτό, καθιστούν την Ελλάδα άμεσο παίκτη του παιγνίου, αφού η χώρα μας, ούτως ή άλλως εγγυήτρια δύναμη και φυσική σύμμαχος της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα πρέπει πλέον και αυτοτελώς να εμποδίσει την δημιουργία νέας γκρίζας ζώνης νότια του Καστελόριζου, το οποίο θα την εμπόδιζε σε μια αόριστη διάρκεια μέλλοντος να επιχειρήσει οποιαδήποτε αξιοποίηση του φυσικού πλούτου της περιοχής.
Στην προσπάθεια αυτή, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στο οικόπεδο 12 της Κύπρου, η Ελλάδα δεν θα έχει την άμεση φυσική εμπλοκή του Ισραήλ, την ίδια στιγμή που η ίδια αναλώνει το διεθνές της κεφάλαιο περιφέροντας δίσκο επαιτείας στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Έτσι, η Νέα Τουρκία, με τους Κούρδους να βρίσκονται συνεχώς με το όπλο παρά πόδας και με την ανώτατη στρατιωτική της ηγεσία στην φυλακή λόγω της υπόθεσης “Εργκενεκόν”, έχει ανοίξει έναν λογαριασμό, που είναι πολύ δύσκολο να κλείσει έτσι “ξαφνικά” όπως άνοιξε.
Κάποιοι, αναλογιζόμενοι την δυσμενή θέση, υπό την οποία η Ελλάδα εισέρχεται σ’ αυτή την κρίση, θα έλεγαν “ο Θεός να βάλει το χέρι του”· ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε πεί ότι “δεν υπάρχει, δεν υπήρξε ποτέ Θεός της Ελλάδας. Ένας είναι ο Θεός δι’ όλα τα έθνη. Η φρόνηση, η διορατικότης, η προορατικότης, η επαφή με την πραγματικότητα”.