Η βρεφική θνησιμότητα, που ήταν 148 θάνατοι βρεφών ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων το 1955 για το σύνολο του πληθυσμού της Γης και 59 το 1995, αναμένεται να μειωθεί σε 29 το 2025.
Μεταξύ των ετών 1990 και 2008 η βρεφική θνησιμότητα μειώθηκε στη Σαουδική Αραβία από 35 σε 18, στην Κίνα από 37 σε 18, στη Νιγηρία από 120 σε 96, στη Γαλλία από 7 σε 3, στη Μ. Βρετανία από 8 σε 5, στην Ελλάδα από 9 σε 3. Παρά τη μείωση, παρατηρούνται σημαντικές διαφορές μεταξύ αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών. Ετσι, στην Αφρική το 2004 η βρεφική θνησιμότητα ήταν περίπου 38, ενώ στην Ευρώπη ήταν μικρότερη από 10. Κάθε χρόνο
περίπου το 40% των θανάτων παιδιών κάτω των 5 ετών συμβαίνουν σε νεογνά, ενώ τα 3/4 αυτών συμβαίνουν κατά την πρώτη εβδομάδα ζωής. Στις αναπτυγμένες χώρες οι θάνατοι επέρχονται κυρίως τον πρώτο μήνα της ζωής και οφείλονται κυρίως σε συγγενείς ανωμαλίες και σε επιπλοκές του τοκετού. Αντίθετα, στις αναπτυσσόμενες χώρες τα περισσότερα βρέφη πεθαίνουν μετά τον πρώτο μήνα, κυρίως από λοιμώξεις του γαστρεντερικού και αναπνευστικού συστήματος. Μαζί με τις λοιμώξεις του αναπνευστικού και γαστρεντερικού συστήματος, ο τέτανος, η ιλαρά και ο κοκίτης αποτελούν την κύρια αιτία της βρεφικής θνησιμότητας στις αναπτυσσόμενες χώρες και οφείλονται στην έλλειψη καθαρού πόσιμου ύδατος, στην κακή διατροφή και στον πλημμελή εμβολιασμό. Χαρακτηριστικά, το 2009 πέθαναν σχεδόν 8,1 εκατ. παιδιά κάτω των 5 ετών (περίπου 22.000 παιδιά την ημέρα), με τους μισούς θανάτους να καταγράφονται σε 5 μόνο χώρες: Ινδία, Νιγηρία, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Πακιστάν και Κίνα (η Ινδία με 21% των θανάτων μαζί με τη Νιγηρία με 10% καταγράφουν σχεδόν το 1/3 των θανάτων παιδιών κάτω των 5 ετών παγκοσμίως). Στις αναπτυγμένες χώρες η βρεφική θνησιμότητα είναι μεγαλύτερη στα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα. Στη Βόρεια Αμερική τα βρέφη των μαύρων έχουν διπλάσιες πιθανότητες θανάτου από αυτά των λευκών.
Η μητρική θνησιμότητα αποτελεί επίσης σημαντικό δείκτη υγείας. Στις αναπτυγμένες χώρες οι θάνατοι κατά την εγκυμοσύνη και την κύηση είναι σπάνιοι. Αντίθετα, στις αναπτυσσόμενες χώρες η μητρική θνησιμότητα είναι η κύρια αιτία θανάτου στις γυναίκες της αναπαραγωγικής ηλικίας. Στη δεκαετία 1990-1999, περισσότερες από 600.000 γυναίκες πέθαιναν κάθε χρόνο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (το 99% από αυτές στις φτωχές χώρες). Το 2000 ο αριθμός αυτός μειώθηκε στις 529.000, ενώ το 2008 μειώθηκε ακόμα περισσότερο στους 342.900 θανάτους. Το 2008 η μητρική θνησιμότητα στο Τσαντ ήταν 1.700 θάνατοι κατά τον τοκετό, την εγκυμοσύνη και τη λοχεία ανά 100.000 γεννήσεις, στην Αιθιοπία 1.500, στην Αϊτή 900, στο Αφγανιστάν 3.000, ενώ στην Ελλάδα 11, στην Ιταλία 5 και στη Μ. Βρετανία 10. Η πλειονότητα των θανάτων των νέων αυτών γυναικών θα μπορούσε να αποφευχθεί, καθώς την ίδια χρονιά ο κίνδυνος μητρικής θνησιμότητας ήταν 20/100.000 σε κατοίκους της Ευρώπης, 60/100.000 σε κατοίκους της Ασίας και 280/100.000 σε κατοίκους της Αφρικής. Οι αιτίες της αυξημένης μητρικής θνησιμότητας είναι η έλλειψη υπηρεσιών υγείας, η προβληματική πρόσβαση λόγω έλλειψης οδικού δικτύου και συγκοινωνιών, η εγκυμοσύνη σε νεαρή ηλικία, οι συχνές εγκυμοσύνες, η έλλειψη οικογενειακού προγραμματισμού, οι επικίνδυνες «παραδοσιακές» πρακτικές.
Τέλος, τα ολοένα αυξανόμενα κρούσματα του ιού του AIDS ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την αύξηση της μητρικής θνησιμότητας σε περιοχές όπως η Αφρική.