Ο σκιτσογράφος-δημοσιογράφος που τα έβαλε με τα «ντόμπερμαν» του MEGA κυκλοφορεί πάντα με το χαρτί της παραίτησης στο τσεπάκι του και δεν τον απασχολεί από πού πέρδεται ο Ντεριντά.
ΤΟ ΚΕIΜΕΝO του με τίτλο «Τα ντόμπερμαν της ενημέρωσης» στη στήλη του «Ναυτίλου» στην «Ελευθεροτυπία» προκάλεσε αίσθηση. Όχι γιατί είναι ο πρώτος που ασχολείται με τη «μεγαφωνική» πλευρά της τηλεοπτικής ενημέρωσης, αλλά γιατί μίλησε με λόγια που δεν ήταν στρογγυλεμένα. Ο Στάθης Σταυρόπουλος κάθεται απέναντί μου άνετος και χαμογελαστός στο γραφείο του στον δεύτερο όροφο του σκουρόχρωμου και λίγο αχανούς κτιρίου της εφημερίδας στον Νέο Κόσμο. Με ρωτάει αν θέλω καφέ και μου γνωστοποιεί ότι μπορώ να
καπνίσω ελεύθερα. «Επιτρέπεται;» ,τον ρωτάω. «Είμαι ενάντια στον εθισμό της απαγόρευσης. Γιατί εγώ δεν πιστεύω ότι δαπανώνται όλοι αυτοί οι πόροι μόνο και μόνο για το τσιγάρο. Δαπανώνται για να εθιστούμε στις απαγορεύσεις και στην υστερία της ακύρωσης των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Γιατί όταν είσαι σε ένα παρκάκι στη Νέα Υόρκη και φουμάρεις και σου λέει κάποιος γιατί φουμάρεις αμέσως αποκτά εξουσία πάνω σου και αυτό αλλοιώνει το γεια που θα σου έλεγε και την επικοινωνία που αλλιώς θα είχατε. Γι'' αυτό πιστεύω», μου λέει χαμογελαστά, «ότι δεν υπάρχουν πολλά πάρκα στις πόλεις. Γιατί θα ήταν επαναστατικά. Θα κουβέντιαζαν οι άνθρωποι μεταξύ τους».
ΟΠΩΣ ΤΩΡΑ που εκείνος στο γραφείο του, ανάμεσα σε σκίτσα και εφημερίδες, κι εγώ απέναντί του μιλάμε για το κείμενο που «έδειξε» πρόσωπα, αλλά κυρίως τηλεοπτικές καταστάσεις. Ο ίδιος δεν βλέπει στο κείμενο κάτι πρωτοφανές ή τόσο δυνατό. «Έχω γράψει και στο παρελθόν τέτοια πράγματα, όχι μόνο εγώ αλλά κι άλλοι συνάδελφοί μου. Έχει φτάσει, όμως, ο κόμπος στο χτένι, πια».
ΑΥΤΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΤΑΘΗ λειτούργησε καταλυτικά ώστε να υπάρξει τέτοια αντίδραση. «Δεν είναι το κείμενο, είναι η κατάσταση. Έχουν πλέον εξαγριωθεί οι άνθρωποι. Φτάνουν στα όρια της απέχθειας με αυτό που βλέπουν να συμβαίνει στην τηλεόραση σε ό,τι αφορά την ενημέρωση. Και αυτό συνδυάζεται με ό,τι έχει προκαλέσει ψυχικά στους ανθρώπους η κρίση. Εκεί εγώ ανιχνεύω τον θόρυβο που δημιουργήθηκε και την εντύπωση που έκανε αυτή η ιστορία. Στην ίδια την πραγματικότητα». Όμως, του επισημαίνω, μέχρι τώρα οι αφορισμοί ήταν γενικόλογοι. Κατηγορούσαμε την τηλεόραση με γενικότητες. Εσύ λες ονόματα. «Αν δεν λες ονόματα, μπαίνεις στον κανόνα της γενίκευσης, ακόμα κι αν είσαι πάρα πολύ προσεκτικός. Εγώ γράφω αποφεύγοντας τις γενικεύσεις χρόνια τώρα. Δεν είναι η πρώτη φορά που λέω ονόματα. Υπήρχαν αντιδράσεις θετικές, αρνητικές, εύλογες, μικρές, μεγάλες, αλλά δεν υπήρξε αυτός ο ορυμαγδός. Τώρα προκύπτει από το γεγονός ότι έχει φτάσει ο κόμπος στις ψυχές μας. Και νομίζω ότι αυτό θα έχει και συνέχεια γιατί όταν κάτι λέγεται, όταν βγαίνει στην αγορά, αποκτά ένα σώμα, δημιουργεί μια μνήμη, μια υπόσταση. Και σε αυτό το σώμα προστίθεται ύλη. Άρα δημιουργείται ένα προηγούμενο. Φάνηκε ίσως ήδη σε μερικά δελτία. Μαζεύτηκαν μερικοί».
ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑ ΤΑ ΔΥΟ συγκεκριμένα πρόσωπα, ο Πρετεντέρης και η Τρέμη, τα «ντόμπερμαν της ενημέρωσης» που σκορπούν τον οργουελικό τρόμο, και thats all; τον ρωτάω. «Όχι. Είναι μια γενικότερη κατάσταση. Τα πρόσωπα χρησιμοποιήθηκαν σαν σηματωροί για να δείξουν, αλλά, από την άλλη πλευρά, κι εδώ χρειάζεται προσοχή. Αυτό δεν σημαίνει ότι όσοι εργάζονται στα μέσα εργάζονται με αυτό τον τρόπο».
ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΩ ότι υπάρχει και η άλλη τηλεοπτική πλευρά. Αυτών που φωνάζουν ενάντια στο μνημόνιο, αλλά που μπορεί και να μην πείθουν. Η κουβέντα έρχεται στον Γιώργο Τράγκα. «Ο Τράγκας μου θυμίζει τον αμαρτωλό που πάει για ψυχή. Το βρίσκω πολύ συμπαθητικό, τουλάχιστον ο άνθρωπος δεν λέει ψέματα. Θα μου πεις, λέει τώρα στα γεράματα αυτά που έκρυβε μια ζωή; Αυτό είναι δικό του πρόβλημα, αλλά το "ντύνει" καλά. Οτιδήποτε κάνει τον άνθρωπο ανθρώπινο μ'' αρέσει. Για μένα κανένας δεν είναι καταδικασμένος τελειωτικά και για πάντα, ούτε και δικαιωμένος. Όλοι κάθε μέρα δηλώνουμε κάτι. Αν αυτό που πιστεύουμε είναι προς όφελος του λαού είτε επειδή το πιστεύουμε είτε επειδή πραγματικά είναι, και στις δύο εκδοχές είναι σημαντικό». Δεν αισθάνθηκε, πάντως, ότι χρησιμοποίησε βαριές εκφράσεις απέναντι σε αυτές τις δύο τηλεοπτικές περσόνες, την Τρέμη και τον Πρετεντέρη. Μου λέει ότι ποτέ δεν έχει γράψει κείμενο που να μην το έχει δουλέψει δύο και τρεις φορές πριν φύγει για το τυπογραφείο. «Όλες οι λέξεις είναι μετρημένες. Μπορεί σε μερικές από αυτές τις λέξεις να γίνεται κακή χρήση, όμως εγώ δεν είμαι από αυτούς που κάνουν τέτοια χρήση των λέξεων».
ΚΑΙ Ο ΙΔΙΟΣ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ να κάνει «haircut» στις λέξεις του μόνο και μόνο για να μοιάζουν πιο κόσμιες και να μην ενοχλούν τόσο. «Σε μια περίοδο ευφημισμών, που χρησιμοποιούνται ορολογίες οι οποίες αποπροσανατολίζουν τις συνειδήσεις των ανθρώπων ως προς αυτό που πραγματικά τους συμβαίνει, το να κυριολεκτεί κανείς ή και το να χρησιμοποιεί την αλληγορία ή τη στόχευση με επώδυνο τρόπο είναι εκ των ων ουκ άνευ. Σου λένε κούρεμα μισθών και εννοούν κόψιμο κεφαλιού, σου λένε απασχολήσιμος και εννοούν ότι θα σε γδέρνουν όποτε γουστάρουν, σου λένε απελευθέρωση της αγοράς και εννοούν το σκλάβωμα το δικό σου. Αυτό το κείμενο θα μπορούσε να θεωρηθεί και λίβελλος, αλλά εγώ είμαι υπέρ των λιβέλλων. Το comme il faut γράψιμο και γενικά η comme il faut στάση οδήγησε πάρα πολλούς ανθρώπους στο ικρίωμα, στην ανεργία. Στα κρεματόρια υπήρξαν πάρα πολλοί ευγενικοί και καθωσπρέπει άνθρωποι που δεν αντέταξαν τον λόγο τους στον λαϊκό παρατηρητή του Χίτλερ. Δεν είχαν και πολύ ουσιώδες αποτέλεσμα».
ΠΡΟΤΙΜΑ, ΛΟΙΠΟΝ, να εκτίθεται και να παίρνει το ρίσκο, παρότι, όπως λέει, «στην πιάτσα σήμερα πολύ εύκολα μπορεί να θεωρηθεί κάποιος γραφικός ή παρίας». Ο ίδιος το έχει βιώσει αυτό έντονα. «Ένα τέτοιο κείμενο που λέμε ότι έκανε την εντύπωση που έκανε δεν αναφέρθηκε από τις εφημερίδες της Αριστεράς. Διότι οι εφημερίδες της Αριστεράς θέλουν ίσως τα στελέχη τους να έχουν και καλές σχέσεις και κάποιοι να πιάσουν και μια δουλειά αλλού, αλλά η δημοσιογραφία που περπατάει έτσι δεν είναι δημοσιογραφία».
ΒΑΖΕΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ στο «παιχνίδι της ενοχής». «Δεν μπορείς να είσαι Αριστερός και να βρίσκεσαι και σε μια κυβερνητική οργάνωση και να τα παίρνεις και από την κυβέρνηση. Πρέπει να τιμάς αυτό που έχεις επι- λέξει και να πληρώνεις και το κόστος, όταν χρειάζεται. Αλλά και την ιδιαίτατη ψυχική απολαβή, εφόσον το βιώνεις. Δεν μπορεί κανείς να είναι με άλλο τρόπο Αριστερός. Να τα έχεις καλά με την εξουσία, να κάνεις καριέρα, να πηγαίνεις στην ΕΡΤ, να είσαι ολίγον εκσυγχρονιστής και μετά από όλα αυτά να πιστεύεις ότι ο σοσιαλισμός έρχεται και θα είναι κάτι σαν τη Δευτέρα Παρουσία που θα μας κάνει όλους ευτυχισμένους. Ο σοσιαλισμός, για να έρθει, θέλει αγώνα, θέλει ρήξεις και μια διαρκή εγρήγορση».
Ο ΣΤΑΘΗΣ Σταυρόπουλος κατέστρεψε και φιλίες λόγω αυτής της στάσης του, άλλες «χλώμιασαν» λόγω αυτού του προστάγματος, όπως χαρακτηριστικά λέει. Αυτό συνέβη και με το τελευταίο κείμενό του, στο οποίο δεν απάντησαν προσωπικώς οι θιγόμενοι, αλλά στα χέρια του έφτασε μία επιστολή που υπογραφόταν από «εργαζομένους του MEGA». «Αυτή η επιστολή διαβάζεται με δύο τρόπους. Ο ένας τρόπος είναι πως πιστεύουν ότι το κανάλι διαχειρίζεται τη δουλειά τους καλά, οπότε προσυπογράφουν αυτή την επιστολή. Άρα ταυτίζονται με αυτήν τη διαχείριση των ειδήσεων. Ο άλλος λόγος μπορεί να είναι ότι αναγκάστηκαν να υπογράψουν αυτό το γράμμα προκειμένου να συνεχίσουν να έχουν μια αρμονική σχέση με το κανάλι στο οποίο εργάζονται».
Ο ΙΔΙΟΣ ΑΙΣΘΑΝΘΗΚΕ μεγάλη θλίψη από αυτή την επιστολή. Γιατί κάποιοι από αυτούς που υπογράφουν είναι φίλοι του, με παράλληλη διαδρομή. «Δεν θα πιστέψω ποτέ ότι συνάδελφοι στο MEGA θεωρούν πως το δελτίο είναι σωστό ή πως την ίδια τους τη δουλειά τη διαχειρίζονται σωστά. Ούτε ποτέ θα πιστέψω ότι αναγκάστηκαν να υπογράψουν για λόγους αυτοσυντήρησης. Όσο φανερά κι αν είναι ή το ένα ή το άλλο, εγώ προσωπικά δεν θα τα πιστέψω ποτέ. Γιατί θέλω να μείνουμε μέσα μας σε μια κατάσταση τέτοια που να έχουμε κάποιον χώρο για τα ανθρώπινα. Γιατί αλλιώς δεν θα μπορούμε ούτε να τα περιγράψουμε, ούτε να έχουμε την ευρυχωρία που χρειάζεται σε αυτήν τη δουλειά για να μη γίνουμε εισαγγελείς, να μη γίνουμε σμπίροι, να μη γίνουμε δικαστές, αλλά να προσεγγίζουμε πάντα με μία σχετικότητα καλώς εννοούμενη- αυτά που μας συμβαίνουν».
ΟΠΩΣ ΜΟΥ ΛΕΕΙ, είναι της άποψης ότι πρέπει να δημοσιογραφείς με την παραίτηση στο κωλότσεπο. Και να έχεις εναλλακτική. Εκείνος είναι φορτηγατζής. «Είμαι από οικογένεια φορτηγατζήδων. Μπορώ να ανέβω σε ένα φορτηγό και να πάω ψωμί στα παιδιά μου». Από τα πρώτα πράγματα που έμαθε είναι να οδηγεί φορτηγό. Στη δημοσιογραφία βρέθηκε τυχαία, από ένα σκίτσο. Άλλωστε, πρώτα δηλώνει σκιτσογράφος. «Στα φοιτητικά μου χρόνια ζωγράφιζα πανό. Ήθελα να τα ομορφύνω, κάνοντας σκιτσάκια. Κάποια στιγμή μου ζήτησαν μια εικονογράφηση για ένα διήγημα και όλα πήραν τον δρόμο τους, από μια τυχαιότητα».
Η ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΠΕΡΝΑΕΙ και στη λατινοαμερικάνικη Αριστερά που ο Στάθης Σταυρόπουλος τη συμπαθεί περισσότερο από την ευρωπαϊκή γιατί «δεν ασχολήθηκε επί μίαν εικοσαετίαν από πού πέρδεται ο Ντεριντά, με τα γνωστά αποτελέσματα», πήγε και στα νέα μέσα, που, παρότι δηλώνει ηλεκτρονικά αναλφάβητος, τα παρακολουθεί και τον εντυπωσιάζει η δυναμική τους. Θέλει όμως αυτός που εκφράζει άποψη να μην κρύβεται. «Ο πολίτης πρέπει να βγαίνει στην αγορά για να μιλήσει, δεν μπορεί να μιλάει κρυπτόμενος πίσω από ένα παραβάν. Θα μου πεις ότι κι αυτό έχει τα καλά του, γιατί έτσι βγαίνουν κάποια πράγματα. Σωστό κι αυτό, αλλά το σωστότερο είναι ο εχθρός του σωστού».
ΤΟΝ ΡΩΤΑΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ στις εφημερίδες και με εκπλήσσει ότι δηλώνει αισιόδοξος. «Οι εφημερίδες που επιστρέφουν στο ζουμί τους, δηλαδή στον αναγνώστη, αρχίζουν να ανακάμπτουν. Πιστεύω ότι η εφημερίδα δεν είναι θέμα χαρτιού ή ηλεκτρονικής έκδοσης, είναι θέμα περιεχομένου».
ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΙΣΤΟΡΙΑ, είναι η αγαπημένη του ενασχόληση. Και θεωρεί ότι δεν υπάρχει καλύτερο εργαλείο για να μελετήσεις τη σημερινή κρίση. «Η κρίση είναι μια μεγάλη πυραμίδα, ένα μεγάλο χρηματιστήριο το οποίο χρησιμοποιείται για την ανακατανομή του πλούτου υπέρ των πλουσιότερων και για την επιστροφή των εργασιακών σχέσεων στην εποχή του Ντίκενς. Είναι ένας καπιταλισμός ο οποίος δεν έχει πλέον κανέναν φραγμό». Θεωρεί ότι αυτό που θα προκύψει από τη σημερινή κρίση δεν μπορούμε να το προβλέψουμε. «Αυτό που είναι πιθανό να συμβεί και που βουίζει αλλά το καταλαβαίνουν μόνο λίγοι, όπως έλεγε ο Καβάφης, μπορεί να μας εκπλήξει. Υπάρχουν ήδη κάποια γεγονότα, όπως οι πρόσφατες εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο, που δεν έχουν σχέση μόνο με την ιδιομορφία του αλλά με όλους μας. Είμαστε στον πάτο του ημιτό- νου, το τι θα προκύψει από αυτή την ύφεση και τι όνομα θα έχει ίσως να μην έχει να κάνει με τη γενιά μας και την εμπειρία μας, αλλά με φαινόμενα που έρχονται».
καπνίσω ελεύθερα. «Επιτρέπεται;» ,τον ρωτάω. «Είμαι ενάντια στον εθισμό της απαγόρευσης. Γιατί εγώ δεν πιστεύω ότι δαπανώνται όλοι αυτοί οι πόροι μόνο και μόνο για το τσιγάρο. Δαπανώνται για να εθιστούμε στις απαγορεύσεις και στην υστερία της ακύρωσης των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Γιατί όταν είσαι σε ένα παρκάκι στη Νέα Υόρκη και φουμάρεις και σου λέει κάποιος γιατί φουμάρεις αμέσως αποκτά εξουσία πάνω σου και αυτό αλλοιώνει το γεια που θα σου έλεγε και την επικοινωνία που αλλιώς θα είχατε. Γι'' αυτό πιστεύω», μου λέει χαμογελαστά, «ότι δεν υπάρχουν πολλά πάρκα στις πόλεις. Γιατί θα ήταν επαναστατικά. Θα κουβέντιαζαν οι άνθρωποι μεταξύ τους».
ΟΠΩΣ ΤΩΡΑ που εκείνος στο γραφείο του, ανάμεσα σε σκίτσα και εφημερίδες, κι εγώ απέναντί του μιλάμε για το κείμενο που «έδειξε» πρόσωπα, αλλά κυρίως τηλεοπτικές καταστάσεις. Ο ίδιος δεν βλέπει στο κείμενο κάτι πρωτοφανές ή τόσο δυνατό. «Έχω γράψει και στο παρελθόν τέτοια πράγματα, όχι μόνο εγώ αλλά κι άλλοι συνάδελφοί μου. Έχει φτάσει, όμως, ο κόμπος στο χτένι, πια».
ΑΥΤΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΤΑΘΗ λειτούργησε καταλυτικά ώστε να υπάρξει τέτοια αντίδραση. «Δεν είναι το κείμενο, είναι η κατάσταση. Έχουν πλέον εξαγριωθεί οι άνθρωποι. Φτάνουν στα όρια της απέχθειας με αυτό που βλέπουν να συμβαίνει στην τηλεόραση σε ό,τι αφορά την ενημέρωση. Και αυτό συνδυάζεται με ό,τι έχει προκαλέσει ψυχικά στους ανθρώπους η κρίση. Εκεί εγώ ανιχνεύω τον θόρυβο που δημιουργήθηκε και την εντύπωση που έκανε αυτή η ιστορία. Στην ίδια την πραγματικότητα». Όμως, του επισημαίνω, μέχρι τώρα οι αφορισμοί ήταν γενικόλογοι. Κατηγορούσαμε την τηλεόραση με γενικότητες. Εσύ λες ονόματα. «Αν δεν λες ονόματα, μπαίνεις στον κανόνα της γενίκευσης, ακόμα κι αν είσαι πάρα πολύ προσεκτικός. Εγώ γράφω αποφεύγοντας τις γενικεύσεις χρόνια τώρα. Δεν είναι η πρώτη φορά που λέω ονόματα. Υπήρχαν αντιδράσεις θετικές, αρνητικές, εύλογες, μικρές, μεγάλες, αλλά δεν υπήρξε αυτός ο ορυμαγδός. Τώρα προκύπτει από το γεγονός ότι έχει φτάσει ο κόμπος στις ψυχές μας. Και νομίζω ότι αυτό θα έχει και συνέχεια γιατί όταν κάτι λέγεται, όταν βγαίνει στην αγορά, αποκτά ένα σώμα, δημιουργεί μια μνήμη, μια υπόσταση. Και σε αυτό το σώμα προστίθεται ύλη. Άρα δημιουργείται ένα προηγούμενο. Φάνηκε ίσως ήδη σε μερικά δελτία. Μαζεύτηκαν μερικοί».
ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑ ΤΑ ΔΥΟ συγκεκριμένα πρόσωπα, ο Πρετεντέρης και η Τρέμη, τα «ντόμπερμαν της ενημέρωσης» που σκορπούν τον οργουελικό τρόμο, και thats all; τον ρωτάω. «Όχι. Είναι μια γενικότερη κατάσταση. Τα πρόσωπα χρησιμοποιήθηκαν σαν σηματωροί για να δείξουν, αλλά, από την άλλη πλευρά, κι εδώ χρειάζεται προσοχή. Αυτό δεν σημαίνει ότι όσοι εργάζονται στα μέσα εργάζονται με αυτό τον τρόπο».
ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΩ ότι υπάρχει και η άλλη τηλεοπτική πλευρά. Αυτών που φωνάζουν ενάντια στο μνημόνιο, αλλά που μπορεί και να μην πείθουν. Η κουβέντα έρχεται στον Γιώργο Τράγκα. «Ο Τράγκας μου θυμίζει τον αμαρτωλό που πάει για ψυχή. Το βρίσκω πολύ συμπαθητικό, τουλάχιστον ο άνθρωπος δεν λέει ψέματα. Θα μου πεις, λέει τώρα στα γεράματα αυτά που έκρυβε μια ζωή; Αυτό είναι δικό του πρόβλημα, αλλά το "ντύνει" καλά. Οτιδήποτε κάνει τον άνθρωπο ανθρώπινο μ'' αρέσει. Για μένα κανένας δεν είναι καταδικασμένος τελειωτικά και για πάντα, ούτε και δικαιωμένος. Όλοι κάθε μέρα δηλώνουμε κάτι. Αν αυτό που πιστεύουμε είναι προς όφελος του λαού είτε επειδή το πιστεύουμε είτε επειδή πραγματικά είναι, και στις δύο εκδοχές είναι σημαντικό». Δεν αισθάνθηκε, πάντως, ότι χρησιμοποίησε βαριές εκφράσεις απέναντι σε αυτές τις δύο τηλεοπτικές περσόνες, την Τρέμη και τον Πρετεντέρη. Μου λέει ότι ποτέ δεν έχει γράψει κείμενο που να μην το έχει δουλέψει δύο και τρεις φορές πριν φύγει για το τυπογραφείο. «Όλες οι λέξεις είναι μετρημένες. Μπορεί σε μερικές από αυτές τις λέξεις να γίνεται κακή χρήση, όμως εγώ δεν είμαι από αυτούς που κάνουν τέτοια χρήση των λέξεων».
ΚΑΙ Ο ΙΔΙΟΣ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ να κάνει «haircut» στις λέξεις του μόνο και μόνο για να μοιάζουν πιο κόσμιες και να μην ενοχλούν τόσο. «Σε μια περίοδο ευφημισμών, που χρησιμοποιούνται ορολογίες οι οποίες αποπροσανατολίζουν τις συνειδήσεις των ανθρώπων ως προς αυτό που πραγματικά τους συμβαίνει, το να κυριολεκτεί κανείς ή και το να χρησιμοποιεί την αλληγορία ή τη στόχευση με επώδυνο τρόπο είναι εκ των ων ουκ άνευ. Σου λένε κούρεμα μισθών και εννοούν κόψιμο κεφαλιού, σου λένε απασχολήσιμος και εννοούν ότι θα σε γδέρνουν όποτε γουστάρουν, σου λένε απελευθέρωση της αγοράς και εννοούν το σκλάβωμα το δικό σου. Αυτό το κείμενο θα μπορούσε να θεωρηθεί και λίβελλος, αλλά εγώ είμαι υπέρ των λιβέλλων. Το comme il faut γράψιμο και γενικά η comme il faut στάση οδήγησε πάρα πολλούς ανθρώπους στο ικρίωμα, στην ανεργία. Στα κρεματόρια υπήρξαν πάρα πολλοί ευγενικοί και καθωσπρέπει άνθρωποι που δεν αντέταξαν τον λόγο τους στον λαϊκό παρατηρητή του Χίτλερ. Δεν είχαν και πολύ ουσιώδες αποτέλεσμα».
ΠΡΟΤΙΜΑ, ΛΟΙΠΟΝ, να εκτίθεται και να παίρνει το ρίσκο, παρότι, όπως λέει, «στην πιάτσα σήμερα πολύ εύκολα μπορεί να θεωρηθεί κάποιος γραφικός ή παρίας». Ο ίδιος το έχει βιώσει αυτό έντονα. «Ένα τέτοιο κείμενο που λέμε ότι έκανε την εντύπωση που έκανε δεν αναφέρθηκε από τις εφημερίδες της Αριστεράς. Διότι οι εφημερίδες της Αριστεράς θέλουν ίσως τα στελέχη τους να έχουν και καλές σχέσεις και κάποιοι να πιάσουν και μια δουλειά αλλού, αλλά η δημοσιογραφία που περπατάει έτσι δεν είναι δημοσιογραφία».
ΒΑΖΕΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ στο «παιχνίδι της ενοχής». «Δεν μπορείς να είσαι Αριστερός και να βρίσκεσαι και σε μια κυβερνητική οργάνωση και να τα παίρνεις και από την κυβέρνηση. Πρέπει να τιμάς αυτό που έχεις επι- λέξει και να πληρώνεις και το κόστος, όταν χρειάζεται. Αλλά και την ιδιαίτατη ψυχική απολαβή, εφόσον το βιώνεις. Δεν μπορεί κανείς να είναι με άλλο τρόπο Αριστερός. Να τα έχεις καλά με την εξουσία, να κάνεις καριέρα, να πηγαίνεις στην ΕΡΤ, να είσαι ολίγον εκσυγχρονιστής και μετά από όλα αυτά να πιστεύεις ότι ο σοσιαλισμός έρχεται και θα είναι κάτι σαν τη Δευτέρα Παρουσία που θα μας κάνει όλους ευτυχισμένους. Ο σοσιαλισμός, για να έρθει, θέλει αγώνα, θέλει ρήξεις και μια διαρκή εγρήγορση».
Ο ΣΤΑΘΗΣ Σταυρόπουλος κατέστρεψε και φιλίες λόγω αυτής της στάσης του, άλλες «χλώμιασαν» λόγω αυτού του προστάγματος, όπως χαρακτηριστικά λέει. Αυτό συνέβη και με το τελευταίο κείμενό του, στο οποίο δεν απάντησαν προσωπικώς οι θιγόμενοι, αλλά στα χέρια του έφτασε μία επιστολή που υπογραφόταν από «εργαζομένους του MEGA». «Αυτή η επιστολή διαβάζεται με δύο τρόπους. Ο ένας τρόπος είναι πως πιστεύουν ότι το κανάλι διαχειρίζεται τη δουλειά τους καλά, οπότε προσυπογράφουν αυτή την επιστολή. Άρα ταυτίζονται με αυτήν τη διαχείριση των ειδήσεων. Ο άλλος λόγος μπορεί να είναι ότι αναγκάστηκαν να υπογράψουν αυτό το γράμμα προκειμένου να συνεχίσουν να έχουν μια αρμονική σχέση με το κανάλι στο οποίο εργάζονται».
Ο ΙΔΙΟΣ ΑΙΣΘΑΝΘΗΚΕ μεγάλη θλίψη από αυτή την επιστολή. Γιατί κάποιοι από αυτούς που υπογράφουν είναι φίλοι του, με παράλληλη διαδρομή. «Δεν θα πιστέψω ποτέ ότι συνάδελφοι στο MEGA θεωρούν πως το δελτίο είναι σωστό ή πως την ίδια τους τη δουλειά τη διαχειρίζονται σωστά. Ούτε ποτέ θα πιστέψω ότι αναγκάστηκαν να υπογράψουν για λόγους αυτοσυντήρησης. Όσο φανερά κι αν είναι ή το ένα ή το άλλο, εγώ προσωπικά δεν θα τα πιστέψω ποτέ. Γιατί θέλω να μείνουμε μέσα μας σε μια κατάσταση τέτοια που να έχουμε κάποιον χώρο για τα ανθρώπινα. Γιατί αλλιώς δεν θα μπορούμε ούτε να τα περιγράψουμε, ούτε να έχουμε την ευρυχωρία που χρειάζεται σε αυτήν τη δουλειά για να μη γίνουμε εισαγγελείς, να μη γίνουμε σμπίροι, να μη γίνουμε δικαστές, αλλά να προσεγγίζουμε πάντα με μία σχετικότητα καλώς εννοούμενη- αυτά που μας συμβαίνουν».
ΟΠΩΣ ΜΟΥ ΛΕΕΙ, είναι της άποψης ότι πρέπει να δημοσιογραφείς με την παραίτηση στο κωλότσεπο. Και να έχεις εναλλακτική. Εκείνος είναι φορτηγατζής. «Είμαι από οικογένεια φορτηγατζήδων. Μπορώ να ανέβω σε ένα φορτηγό και να πάω ψωμί στα παιδιά μου». Από τα πρώτα πράγματα που έμαθε είναι να οδηγεί φορτηγό. Στη δημοσιογραφία βρέθηκε τυχαία, από ένα σκίτσο. Άλλωστε, πρώτα δηλώνει σκιτσογράφος. «Στα φοιτητικά μου χρόνια ζωγράφιζα πανό. Ήθελα να τα ομορφύνω, κάνοντας σκιτσάκια. Κάποια στιγμή μου ζήτησαν μια εικονογράφηση για ένα διήγημα και όλα πήραν τον δρόμο τους, από μια τυχαιότητα».
Η ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΠΕΡΝΑΕΙ και στη λατινοαμερικάνικη Αριστερά που ο Στάθης Σταυρόπουλος τη συμπαθεί περισσότερο από την ευρωπαϊκή γιατί «δεν ασχολήθηκε επί μίαν εικοσαετίαν από πού πέρδεται ο Ντεριντά, με τα γνωστά αποτελέσματα», πήγε και στα νέα μέσα, που, παρότι δηλώνει ηλεκτρονικά αναλφάβητος, τα παρακολουθεί και τον εντυπωσιάζει η δυναμική τους. Θέλει όμως αυτός που εκφράζει άποψη να μην κρύβεται. «Ο πολίτης πρέπει να βγαίνει στην αγορά για να μιλήσει, δεν μπορεί να μιλάει κρυπτόμενος πίσω από ένα παραβάν. Θα μου πεις ότι κι αυτό έχει τα καλά του, γιατί έτσι βγαίνουν κάποια πράγματα. Σωστό κι αυτό, αλλά το σωστότερο είναι ο εχθρός του σωστού».
ΤΟΝ ΡΩΤΑΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ στις εφημερίδες και με εκπλήσσει ότι δηλώνει αισιόδοξος. «Οι εφημερίδες που επιστρέφουν στο ζουμί τους, δηλαδή στον αναγνώστη, αρχίζουν να ανακάμπτουν. Πιστεύω ότι η εφημερίδα δεν είναι θέμα χαρτιού ή ηλεκτρονικής έκδοσης, είναι θέμα περιεχομένου».
ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΙΣΤΟΡΙΑ, είναι η αγαπημένη του ενασχόληση. Και θεωρεί ότι δεν υπάρχει καλύτερο εργαλείο για να μελετήσεις τη σημερινή κρίση. «Η κρίση είναι μια μεγάλη πυραμίδα, ένα μεγάλο χρηματιστήριο το οποίο χρησιμοποιείται για την ανακατανομή του πλούτου υπέρ των πλουσιότερων και για την επιστροφή των εργασιακών σχέσεων στην εποχή του Ντίκενς. Είναι ένας καπιταλισμός ο οποίος δεν έχει πλέον κανέναν φραγμό». Θεωρεί ότι αυτό που θα προκύψει από τη σημερινή κρίση δεν μπορούμε να το προβλέψουμε. «Αυτό που είναι πιθανό να συμβεί και που βουίζει αλλά το καταλαβαίνουν μόνο λίγοι, όπως έλεγε ο Καβάφης, μπορεί να μας εκπλήξει. Υπάρχουν ήδη κάποια γεγονότα, όπως οι πρόσφατες εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο, που δεν έχουν σχέση μόνο με την ιδιομορφία του αλλά με όλους μας. Είμαστε στον πάτο του ημιτό- νου, το τι θα προκύψει από αυτή την ύφεση και τι όνομα θα έχει ίσως να μην έχει να κάνει με τη γενιά μας και την εμπειρία μας, αλλά με φαινόμενα που έρχονται».
Ο Στάθης Σταυρόπουλος διατηρεί την καθημερινή στήλη «Ναυτίλος» στην «Ελευθεροτυπία».