Ο (μπολσεβικικός) θρύλος θέλει τον Λένιν να ταξιδεύει πάντα στην πρώτη θέση του τρένου και να απαντά στις αιτιάσεις περί της «μπουρζουάδικης» επιλογής του με την περίφημη φράση, «μα εμείς αγωνιζόμαστε για να ταξιδεύουν όλοι στην πρώτη θέση».
Προφανώς αυτό είχαν υπ’ όψη τους οι συνδικαλιστές της ΠΑΣΚΕ ΕΛ.ΠΕ όταν αποφάσισαν να εκδώσουν ανακοίνωση κατά των δημοσιογράφων που άσκησαν αυτές τις μέρες κριτική στις υπερβολικές αμοιβές και στα παράλογα προνόμιά τους.
Αποκαλούν τους δημοσιογράφους «μισθοφόρους του συστήματος που οδήγησε την Ελλάδα στην σημερινή κρίση» και υποστηρίζουν πως και οι ίδιοι (οι καλοπληρωμένοι δημοσιογράφοι) δεν θα ήθελαν να δουν τις αμοιβές τους να εξομοιώνονται με αυτές των «απλών» (δηλαδή μη
προβεβλημένων) συναδέλφων τους.
Καταλήγουν λέγοντας πως «σε μια ευνομούμενη κοινωνία με αρχές και αξίες», το ζητούμενο δεν είναι «η εφαρμογή του δόγματος του Χότζα, αλλά η κοινωνική συνοχή, αλληλεγγύη και συλλογικότητα στον κόσμο της μισθωτής εργασίας που οδηγεί στην πρόοδο των εργαζομένων και της κοινωνίας».
Επομένως, σύμφωνα με την ΠΑΣΚΕ ΕΛ.ΠΕ (που προτιμά το δόγμα του Λένιν από το δόγμα του Χότζα) έχει έλθει η ώρα να αγωνιστούν όλοι οι εργαζόμενοι για να εισπράττουν 17,8 μισθούς τον χρόνο!
Καλό το παραμύθι, αλλά έχει δράκο που καθιστά απαγορευτικό το ευτυχισμένο τέλος. Ο δράκος ακούει στο όνομα «πτώχευση» και συνοδεύεται από τους δικούς του μισθοφόρους – την λιτότητα, τις περικοπές, τις μειώσεις μισθών και συντάξεων, την ανεργία και την ύφεση. Και έξω από το λαγούμι του δράκου, υπάρχουν φρουροί (οι εκπρόσωποι της Τρόικας) που τον ενισχύουν στο έργο του – αν και παριστάνουν ότι προσπαθούν να σώσουν τα θύματά του από τις επιθέσεις του.
Για την ταμπακιέρα δεν λέει τίποτε η ΠΑΣΚΕ ΕΛ.ΠΕ. Η σιωπή της επί των φλεγόντων θεμάτων – αντικειμένων κριτικής (όχι μόνο από τους δημοσιογράφους, αλλά απ’ όλον τον χειμαζόμενο κόσμο) – επιβεβαιώνει όσα εξωφρενικά πληροφορηθήκαμε τις τελευταίες ημέρες.
Ότι πράγματι, δηλαδή, οι εργαζόμενοι στα ΕΛ.ΠΕ εισπράττουν 17,8 μισθούς τον χρόνο, ότι πράγματι ο μέσος ετήσιος μισθός στον παράδεισο των διυλιστηρίων βρίσκεται στα 86.000 ευρώ, ότι πράγματι υπάρχουν εργαζόμενοι που κερδίζουν πάνω από 100.000 ευρώ τον χρόνο.
Η σιωπή επιβεβαιώνει επίσης ότι στον παράδεισο αυτό, οι κλητήρες, οι καθαρίστριες, οι τραπεζοκόμοι, οι αποθηκάριοι κερδίζουν ποσά που ούτε που τα ονειρεύτηκαν ποτέ οι δάσκαλοι, οι γιατροί, οι νοσηλευτές.
Επιβεβαιώνονται, βέβαια, και τα περί τα εκατό επιδόματα και άλλα προνόμια στα οποία αναφέρεται η διοίκηση του Ομίλου: 38 ώρες εργασίας την εβδομάδα αντί για 40, επίδομα πολυετίας ανά τριετία της τάξης του 3% το οποίο προστίθεται στις αυξήσεις των συλλογικών συμβάσεων, η επιπλέον (από τη σημαία) ετήσια άδεια δύο ημερών για τους άνω των 50 ετών και τεσσάρων για τους άνω των 55, το επίδομα… αγαμίας (15%) για τους/τις άνω των 35 ετών – επίδομα που ενθαρρύνει την απόρριψη των οικογενειακών ευθυνών και… ενισχύει την υπογεννητικότητα.
Προφανώς, επιβεβαιώνεται και το ετήσιο επίδομα… κυλικείου ύψους 200 ευρώ, οι οικογενειακές διακοπές 4 ημερών με έξοδα της εταιρίας, η πλήρης αποζημίωση με την συνταξιοδότηση (ενώ οι πληβείοι λαμβάνουν μόνο το 40% και αν), η καταβολή εξόδων για βρεφονηπιακούς σταθμούς και κατασκηνώσεις, οι αυξημένες κατά 12% αμοιβές για υπερωρίες σε σχέση με τους «απλούς εργαζόμενους», η πριμοδοτημένη κατά 39,5% βάρδια, έναντι 22% που προβλέπει ο νόμος.
Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε – προκύπτει από την ανακοίνωση της ΠΑΣΚΕ ΕΛ.ΠΕ – ότι και αυτοί δεν αισθάνονται τους εαυτούς τους «απλούς εργαζόμενους». Ουσιαστικά συνδέουν την τύχη τους με αυτήν των καλοπληρωμένων δημοσιογράφων, που και αυτοί διαφέρουν από τους «απλούς» συναδέλφους τους.
Με μία διαφορά. Ότι οι δημοσιογράφοι αυτοί δεν πληρώνονται από το Δημόσιο – διότι οι μισθοί και τα προνόμια στα ΕΛ.ΠΕ καθορίστηκαν από τότε που η εταιρία είχε ως μοναδικό μέτοχο το άθλιο και ρουσφετολογικό κράτος.
Επιπλέον όταν τέτοιες προκλητικές εκτροπές συμβαίνουν στον δημόσιο τομέα (παράδειγμα η ΕΡΤ) σηκώνεται ο κόσμος στο ποδάρι – και σωστά. Ας αφήσουμε που ούτε και στον ιδιωτικό τομέα γίνονται πλέον αποδεκτοί οι υπέρογκοι μισθοί, οι οποίοι συνέβαλαν στη δημιουργία μιας τεράστιας φούσκας, που πια περιλαμβάνει και τα μέσα ενημέρωσης.
Οι κύριοι των ΕΛ.ΠΕ περίπου μας λένε πως «ναι, λοιπόν, τα παίρνουμε όλα αυτά, τα κερδίσαμε με τους αγώνες μας, ας τα κατάφερναν το ίδιο καλά και οι υπόλοιποι, εμείς την κοινωνική συνοχή προς τα πάνω θέλουμε. Εμείς θυσιάσαμε την προσωπική μας ζωή, μείναμε… γεροντοκόροι για να εξασφαλίσουμε το επίδομα αγαμίας»!
Κι’ αν διαβάσουμε ακόμη πιο προσεκτικά την αυθάδη ανακοίνωση, θα διαπιστώσουμε πως περίπου εγκαλούν όλους τους υπόλοιπους που δεν έδωσαν ανάλογες συνδικαλιστικές μάχες και δεν φόρεσαν το… φωτοστέφανο της καλογερικής.
Φυσικά αποφεύγουν να πουν πως όλα αυτά τα αντάλλαξαν επειδή έγιναν και οι ίδιοι μισθοφόροι πολιτικών και κομμάτων, από τους οποίους και από τα οποία εξασφάλιζαν κάθε φορά και από ένα προνόμιο, ανταλλάσσοντάς το με τις ψήφους τις δικές τους και όσων επηρεάζουν στην εκάστοτε εκλογική αναμέτρηση.
Αν δεν είναι έτσι, τότε θα πρέπει να δεχθούμε ότι εκεί στα ΕΛ.ΠΕ κατοικοεδρεύει η ελίτ των Ελλήνων εργαζομένων, οι ικανότεροι, οι αξιότεροι και οι αποδοτικότεροι – μια νησίδα παραγωγικότητας στην πιο αντιπαραγωγική χώρα του κόσμου.
Αλλά, όπως καταλαβαίνετε, κύριοι των ΕΛ.ΠΕ, αυτό δεν μπορούμε να το δεχτούμε. Δεχόμαστε - συμφωνούμε με τον Λένιν - πως πρέπει να αγωνιζόμαστε για το καλύτερο, αλλά γνωρίζουμε πως κάτι τέτοιο στις παρούσες συνθήκες δεν πρόκειται να επιτευχθεί – ακόμη κι’ αν βγάλει ο ήλιος κέρατα, όπως λένε στο χωριό μου.
Επίσης, όποιος υποστηρίζει ότι αγωνίζεται για την πρώτη θέση για λογαριασμό όλων και για την κοινωνική συνοχή, οφείλει και να το αποδεικνύει. Σύμφωνοι, όχι με την εθελούσια περικοπή των δικών του «κατακτήσεων» – όπως είπαμε δεν πρόκειται για κατακτήσεις, αλλά για τα αποτελέσματα του αισχρού πελατειακού συστήματος που δημιούργησε την Ελλάδα των δύο ταχυτήτων.
Αλλά αγωνιζόμενος για να αποκτήσουν και οι υπόλοιποι τις δικές του αποδοχές και τα δικά του προνόμια. Ο Λένιν, για παράδειγμα, γι’ αυτόν τον λόγο υποτίθεται ότι έκανε την Επανάσταση του 1917, για να γίνει πραγματικότητα το σύνθημα «ο καθένας ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του». Και σ’ αυτήν την περίπτωση, όμως, ακολούθησε ο γνωστός εκφυλισμός και η δημιουργία της περίφημης και αδίστακτης κομματικής νομενκλατούρας, που αργότερα καταγγέλθηκε από όλα τα ευρωκομμουνιστικά κόμματα.
Φυσικά, η προνομιακή μεταχείριση των εργαζομένων στις μεγάλες ΔΕΚΟ δεν αποσκοπούσε μόνο στην εξασφάλιση ψήφων – αυτές, όπως αποδείχθηκε, το άθλιο πολιτικό μας σύστημα τις εξασφάλιζε και με μια απλή μετάθεση στρατιώτη.
Ο σπουδαιότερος λόγος που μπορούμε να σκεφθούμε είναι η ανάγκη εξασφάλισης της σιωπής των συνδικαλιστών και για θέματα σχετιζόμενα με τις ίδιες τις επιχειρήσεις – εργοδότες τους.
Έτσι, κιχ δεν τους ακούσαμε να κάνουν όταν το 2000 τα ΕΛ.ΠΕ δανείστηκαν 28 εκ ευρώ, το 2001 ξαναδανείστηκαν 78 εκ ευρώ, το 2002 ξανα-μαναδανείστηκαν 71 εκ ευρώ και το 2003 ξανα-μανα-ξαναδανείστηκαν 250 εκ ευρώ. Τι κι’ αν χρεωνόταν η δημόσια (τότε) εταιρία; Οι μισθοί και τα επιδόματα να πέφτουν.
Κιχ δεν τους ακούσαμε να κάνουν και όταν η αμαρτωλή (συγγνώμη… αγία) ΔΕΚΑ έπαιζε τα προεκλογικά χρηματιστηριακά παιχνίδια της, οπότε και τον Ιούλιο του 2004 έληξαν δυο δάνεια της συμφοράς που η ΔΕΚΑ είχε συνάψει τον Ιούλιο του 2000, όταν κατέρρεε το Χρηματιστήριο. Είχαν συναφθεί με ενέχυρο μετοχές του ΟΤΕ και των ΕΛ.ΠΕ, οπότε, η εξόφλησή τους κόστισε το ελληνικό δημόσιο 900 εκ ευρώ (πού πήγαν άραγε τα λεφτά; Έλα μου ντε!).
Ως γνωστόν – αλλά τα ξεχάσαμε αυτά – από τις 10 Μαρτίου ως τις 9 Απριλίου 2000 η ΔΕΚΑ προέβη σε αθρόες αγορές μετοχών της ΕΤΕ, του ΟΤΕ, των ΕΛ.ΠΕ και της Εμπορικής Τράπεζας σε τιμές πολύ υψηλότερες από ό, τι στο παρελθόν και βάσει αυτής της ενέργειας ακολούθησε η (με την γνωστή κατάληξη του ενταφιασμού) παραπεμπτική πρόταση του εισαγγελέα Εφετών Ι. Χρυσού προς το Δικαστικό Συμβούλιο για «στήριξη προεκλογικά του Χρηματιστηρίου, το οποίο κατά το χρόνο εκείνο ήταν σε κρίση και προς δημιουργία κλίματος ευφορίας και εμπιστοσύνης προς εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπών που δεν περιλαμβάνονται στους σκοπούς της ΔΕΚΑ». Η Δημόσια Επιχείρηση Κινητών Αξιών είχε αγοράσει λίγες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες το 2000 «με την έγκριση του υπουργού Οικονομικών 4.000 μετοχές του ΟΤΕ καθώς και 850.000 μετοχές της ΕΤΕ τις οποίες στη συνέχεια πούλησαν στο Ελληνικό Δημόσιο δια του υφυπουργού». Τα θυμάται αυτά κανείς εκ των διερωτωμένων «πού πήγαν τα λεφτά;».
Υπενθυμίζω: Μέχρι το τέλος 1999 η ΔΕΚΑ έλαβε από το Δημόσιο δωρεάν 175.646.253 μετοχές των ΕΤΕ, ΟΤΕ, ΕΛ.ΠΕ και Εμπορικής. Τις μετοχές αυτές τις ανέγραψε στα λογιστικά της βιβλία με την ονομαστική τους αξία και όχι με την τρέχουσα χρηματιστηριακή της ημέρας μεταβίβασής τους, για να εμφανίσει μειωμένο το κόστος κτήσεως των μετοχών, επί ζημία του Δημοσίου. Την τελευταία προεκλογική εβδομάδα αγόραζε το 50% – 80% των μετοχών που επωλούντο ημερησίως. Επηρεάζοντας έτσι τον γενικό δείκτη που αυξήθηκε κατά 9%. Στις 14 Απριλίου 2000 σταμάτησαν οι αγορές και άρχισε η κατρακύλα, οπότε η (αγία, μην το ξεχνάμε) ΔΕΚΑ, άρχισε να πουλά σε εξευτελιστικές τιμές, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει ο δείκτης.
Κιχ δεν ακούσαμε από ΕΛ.ΠΕ μεριά ούτε όταν η εταιρία διέλυσε, το 1998, την ΔΕΠ-ΕΚΥ, που είχε αναλάβει την έρευνα για υδρογονάνθρακες στην Ελλάδα, με το επιχείρημα ότι η απορρόφηση της τελευταίας από τα ΕΛ.ΠΕ θα ενίσχυε το προφίλ τους, προκειμένου να μπουν στο Χρηματιστήριο. Με αποτέλεσμα, βέβαια, να ευνοηθεί ο Ρουμανοαυστραλός Τίμιτς, ο επιλεγόμενος και «δράκουλας των Καρπαθίων», που ήθελε τα πετρέλαια του Πρίνου.
Κιχ, βέβαια, δεν ακούσαμε ούτε όταν έγινε γνωστή η διαδρομή εκείνου του κομματικού μεγαλοστελέχους που ξεκίνησε την πολυσχιδή καριέρα του ως διευθύνων σύμβουλος στα ΕΛ.ΠΕ, παραιτήθηκε (ακόμη περιμένουμε να μάθουμε τους λόγους), βρέθηκε αμέσως στα ΕΛΔΑ, αποπέμφθηκε το 1986 από τον Πεπονή για ατασθαλίες, βρέθηκε στον ΟΚΤΑ Σκοπίων ως διευθύνων σύμβουλος, αποπέμφθηκε και από εκεί το 2001, όταν ο Γκεοργκίεφσκι μίλησε για εκτεταμένη διαφθορά και… βρέθηκε πάλι πίσω στα ΕΛ.ΠΕ! (Θαύμα! Θαύμα!)
Ειδήσεις από τους κυρίους των ΕΛΠΕ, όμως, ακούσαμε μόνο όταν οι περικοπές άγγιξαν και τους ίδιους. Σχεδόν δυο χρόνια τώρα, λέξη δεν τους ακούσαμε να λένε, ούτε μια απεργία δεν ακούσαμε να κάνουν, διαμαρτυρόμενοι για την πολιτική της κυβέρνησης.
Έβλεπαν τις συντάξεις των απομάχων να κουτσουρεύονται, τα κοινωνικά επιδόματα να εξανεμίζονται, τους μισθούς να παίρνουν την κατηφόρα, την τρόικα να επιβάλει τις επιχειρησιακές συμβάσεις, τις συλλογικές συμβάσεις (και των δημοσιογράφων) να αποτελούν παρελθόν.
Στρογγυλοκαθισμένοι πάνω στους παχυλούς μισθούς τους και στα άλλα τους προνόμια, αδιαφόρησαν πλήρως για όσα συνέβαιναν γύρω τους.
Έβλεπαν τους ηλικιωμένους να πεινάνε και χαίρονταν που αυτοί παρέμεναν προνομιούχοι. Έβλεπαν τη νεολαία να εγκαταλείπει τη χώρα και έδιναν μάχη για να χώσουν στην προνομιούχα δουλειά τους τα δικά τους παιδιά. Παρακολουθούσαν τη χώρα να καταρρέει και πίστευαν πως μόνο αυτοί θα μείνουν όρθιοι μέσα στον χαλασμό. Μα ούτε στους «απλούς» δημοσιογράφους, στους οποίους τώρα αναφέρονται, καταδέχτηκαν ποτέ να ρίξουν το βλέμμα τους. Ούτε με τα μέσα ενημέρωσης που βοήθησαν το κόμμα τους να έλθει στην εξουσία και τώρα τα κατακεραυνώνουν, ασχολήθηκαν ποτέ στο παρελθόν. Σωστά, διότι λεφτά υπήρχαν!
Τώρα, θυμήθηκαν την ανάγκη για κοινωνική συνοχή. Τώρα θυμήθηκαν ότι υπάρχουν αρχές και αξίες που πρέπει να υπηρετούνται – από όλους τους άλλους προφανώς.
Ας μην περιμένουν οι κύριοι των ΕΛΠΕ να τους υπερασπιστούν όλοι αυτοί τους οποίους οι ίδιοι δεν αισθάνθηκαν ποτέ την ανάγκη να υπερασπιστούν.
Ήλθε η ώρα να αποδειχτεί για άλλη μια φορά πως είναι βαριά η καλογερική.
Υ.Γ.1 Θεωρήθηκε φυσιολογικό, αμέσως μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 2009, να τοποθετηθεί Πρόεδρος σε μια εταιρία όπου το Δημόσιο κατέχει το 35,48% των μετοχών ένα πολιτικό στέλεχος, ένας πρώην υπουργός. Και προβλήθηκε πανηγυρικά η απόφαση για περικοπές στις αμοιβές του Προέδρου και του διευθύνοντος συμβούλου κατά 15%. Οπότε οι 200.000 ευρώ τον χρόνο έγιναν 170.000 και οι 270.000 έγιναν 230.000!
Υ.Γ.2 Αυτό που πρέπει να γίνει τώρα, είναι να πληροφορηθούμε ποιοι πολιτικοί κατασκεύασαν και διατήρησαν τους «καλόγερους των ΕΛ.ΠΕ», σε βάρος όλων των υπολοίπων. Οι οποίοι οφείλουν αμέσως να εγκαταλείψουν την πολιτική σκηνή της χώρας. Αν μετά από αυτό το ξεκαθάρισμα μείνει κανείς, τα ξανασυζητάμε.
Υ.Γ.3 Μήπως επ’ αυτού μπορούν να μας διευκολύνουν οι τρόφιμοι των μοναστηρίων Ασπροπύργου, Ελευσίνας και Θεσσαλονίκης;
Προφανώς αυτό είχαν υπ’ όψη τους οι συνδικαλιστές της ΠΑΣΚΕ ΕΛ.ΠΕ όταν αποφάσισαν να εκδώσουν ανακοίνωση κατά των δημοσιογράφων που άσκησαν αυτές τις μέρες κριτική στις υπερβολικές αμοιβές και στα παράλογα προνόμιά τους.
Αποκαλούν τους δημοσιογράφους «μισθοφόρους του συστήματος που οδήγησε την Ελλάδα στην σημερινή κρίση» και υποστηρίζουν πως και οι ίδιοι (οι καλοπληρωμένοι δημοσιογράφοι) δεν θα ήθελαν να δουν τις αμοιβές τους να εξομοιώνονται με αυτές των «απλών» (δηλαδή μη
προβεβλημένων) συναδέλφων τους.
Καταλήγουν λέγοντας πως «σε μια ευνομούμενη κοινωνία με αρχές και αξίες», το ζητούμενο δεν είναι «η εφαρμογή του δόγματος του Χότζα, αλλά η κοινωνική συνοχή, αλληλεγγύη και συλλογικότητα στον κόσμο της μισθωτής εργασίας που οδηγεί στην πρόοδο των εργαζομένων και της κοινωνίας».
Επομένως, σύμφωνα με την ΠΑΣΚΕ ΕΛ.ΠΕ (που προτιμά το δόγμα του Λένιν από το δόγμα του Χότζα) έχει έλθει η ώρα να αγωνιστούν όλοι οι εργαζόμενοι για να εισπράττουν 17,8 μισθούς τον χρόνο!
Καλό το παραμύθι, αλλά έχει δράκο που καθιστά απαγορευτικό το ευτυχισμένο τέλος. Ο δράκος ακούει στο όνομα «πτώχευση» και συνοδεύεται από τους δικούς του μισθοφόρους – την λιτότητα, τις περικοπές, τις μειώσεις μισθών και συντάξεων, την ανεργία και την ύφεση. Και έξω από το λαγούμι του δράκου, υπάρχουν φρουροί (οι εκπρόσωποι της Τρόικας) που τον ενισχύουν στο έργο του – αν και παριστάνουν ότι προσπαθούν να σώσουν τα θύματά του από τις επιθέσεις του.
Για την ταμπακιέρα δεν λέει τίποτε η ΠΑΣΚΕ ΕΛ.ΠΕ. Η σιωπή της επί των φλεγόντων θεμάτων – αντικειμένων κριτικής (όχι μόνο από τους δημοσιογράφους, αλλά απ’ όλον τον χειμαζόμενο κόσμο) – επιβεβαιώνει όσα εξωφρενικά πληροφορηθήκαμε τις τελευταίες ημέρες.
Ότι πράγματι, δηλαδή, οι εργαζόμενοι στα ΕΛ.ΠΕ εισπράττουν 17,8 μισθούς τον χρόνο, ότι πράγματι ο μέσος ετήσιος μισθός στον παράδεισο των διυλιστηρίων βρίσκεται στα 86.000 ευρώ, ότι πράγματι υπάρχουν εργαζόμενοι που κερδίζουν πάνω από 100.000 ευρώ τον χρόνο.
Η σιωπή επιβεβαιώνει επίσης ότι στον παράδεισο αυτό, οι κλητήρες, οι καθαρίστριες, οι τραπεζοκόμοι, οι αποθηκάριοι κερδίζουν ποσά που ούτε που τα ονειρεύτηκαν ποτέ οι δάσκαλοι, οι γιατροί, οι νοσηλευτές.
Επιβεβαιώνονται, βέβαια, και τα περί τα εκατό επιδόματα και άλλα προνόμια στα οποία αναφέρεται η διοίκηση του Ομίλου: 38 ώρες εργασίας την εβδομάδα αντί για 40, επίδομα πολυετίας ανά τριετία της τάξης του 3% το οποίο προστίθεται στις αυξήσεις των συλλογικών συμβάσεων, η επιπλέον (από τη σημαία) ετήσια άδεια δύο ημερών για τους άνω των 50 ετών και τεσσάρων για τους άνω των 55, το επίδομα… αγαμίας (15%) για τους/τις άνω των 35 ετών – επίδομα που ενθαρρύνει την απόρριψη των οικογενειακών ευθυνών και… ενισχύει την υπογεννητικότητα.
Προφανώς, επιβεβαιώνεται και το ετήσιο επίδομα… κυλικείου ύψους 200 ευρώ, οι οικογενειακές διακοπές 4 ημερών με έξοδα της εταιρίας, η πλήρης αποζημίωση με την συνταξιοδότηση (ενώ οι πληβείοι λαμβάνουν μόνο το 40% και αν), η καταβολή εξόδων για βρεφονηπιακούς σταθμούς και κατασκηνώσεις, οι αυξημένες κατά 12% αμοιβές για υπερωρίες σε σχέση με τους «απλούς εργαζόμενους», η πριμοδοτημένη κατά 39,5% βάρδια, έναντι 22% που προβλέπει ο νόμος.
Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε – προκύπτει από την ανακοίνωση της ΠΑΣΚΕ ΕΛ.ΠΕ – ότι και αυτοί δεν αισθάνονται τους εαυτούς τους «απλούς εργαζόμενους». Ουσιαστικά συνδέουν την τύχη τους με αυτήν των καλοπληρωμένων δημοσιογράφων, που και αυτοί διαφέρουν από τους «απλούς» συναδέλφους τους.
Με μία διαφορά. Ότι οι δημοσιογράφοι αυτοί δεν πληρώνονται από το Δημόσιο – διότι οι μισθοί και τα προνόμια στα ΕΛ.ΠΕ καθορίστηκαν από τότε που η εταιρία είχε ως μοναδικό μέτοχο το άθλιο και ρουσφετολογικό κράτος.
Επιπλέον όταν τέτοιες προκλητικές εκτροπές συμβαίνουν στον δημόσιο τομέα (παράδειγμα η ΕΡΤ) σηκώνεται ο κόσμος στο ποδάρι – και σωστά. Ας αφήσουμε που ούτε και στον ιδιωτικό τομέα γίνονται πλέον αποδεκτοί οι υπέρογκοι μισθοί, οι οποίοι συνέβαλαν στη δημιουργία μιας τεράστιας φούσκας, που πια περιλαμβάνει και τα μέσα ενημέρωσης.
Οι κύριοι των ΕΛ.ΠΕ περίπου μας λένε πως «ναι, λοιπόν, τα παίρνουμε όλα αυτά, τα κερδίσαμε με τους αγώνες μας, ας τα κατάφερναν το ίδιο καλά και οι υπόλοιποι, εμείς την κοινωνική συνοχή προς τα πάνω θέλουμε. Εμείς θυσιάσαμε την προσωπική μας ζωή, μείναμε… γεροντοκόροι για να εξασφαλίσουμε το επίδομα αγαμίας»!
Κι’ αν διαβάσουμε ακόμη πιο προσεκτικά την αυθάδη ανακοίνωση, θα διαπιστώσουμε πως περίπου εγκαλούν όλους τους υπόλοιπους που δεν έδωσαν ανάλογες συνδικαλιστικές μάχες και δεν φόρεσαν το… φωτοστέφανο της καλογερικής.
Φυσικά αποφεύγουν να πουν πως όλα αυτά τα αντάλλαξαν επειδή έγιναν και οι ίδιοι μισθοφόροι πολιτικών και κομμάτων, από τους οποίους και από τα οποία εξασφάλιζαν κάθε φορά και από ένα προνόμιο, ανταλλάσσοντάς το με τις ψήφους τις δικές τους και όσων επηρεάζουν στην εκάστοτε εκλογική αναμέτρηση.
Αν δεν είναι έτσι, τότε θα πρέπει να δεχθούμε ότι εκεί στα ΕΛ.ΠΕ κατοικοεδρεύει η ελίτ των Ελλήνων εργαζομένων, οι ικανότεροι, οι αξιότεροι και οι αποδοτικότεροι – μια νησίδα παραγωγικότητας στην πιο αντιπαραγωγική χώρα του κόσμου.
Αλλά, όπως καταλαβαίνετε, κύριοι των ΕΛ.ΠΕ, αυτό δεν μπορούμε να το δεχτούμε. Δεχόμαστε - συμφωνούμε με τον Λένιν - πως πρέπει να αγωνιζόμαστε για το καλύτερο, αλλά γνωρίζουμε πως κάτι τέτοιο στις παρούσες συνθήκες δεν πρόκειται να επιτευχθεί – ακόμη κι’ αν βγάλει ο ήλιος κέρατα, όπως λένε στο χωριό μου.
Επίσης, όποιος υποστηρίζει ότι αγωνίζεται για την πρώτη θέση για λογαριασμό όλων και για την κοινωνική συνοχή, οφείλει και να το αποδεικνύει. Σύμφωνοι, όχι με την εθελούσια περικοπή των δικών του «κατακτήσεων» – όπως είπαμε δεν πρόκειται για κατακτήσεις, αλλά για τα αποτελέσματα του αισχρού πελατειακού συστήματος που δημιούργησε την Ελλάδα των δύο ταχυτήτων.
Αλλά αγωνιζόμενος για να αποκτήσουν και οι υπόλοιποι τις δικές του αποδοχές και τα δικά του προνόμια. Ο Λένιν, για παράδειγμα, γι’ αυτόν τον λόγο υποτίθεται ότι έκανε την Επανάσταση του 1917, για να γίνει πραγματικότητα το σύνθημα «ο καθένας ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του». Και σ’ αυτήν την περίπτωση, όμως, ακολούθησε ο γνωστός εκφυλισμός και η δημιουργία της περίφημης και αδίστακτης κομματικής νομενκλατούρας, που αργότερα καταγγέλθηκε από όλα τα ευρωκομμουνιστικά κόμματα.
Φυσικά, η προνομιακή μεταχείριση των εργαζομένων στις μεγάλες ΔΕΚΟ δεν αποσκοπούσε μόνο στην εξασφάλιση ψήφων – αυτές, όπως αποδείχθηκε, το άθλιο πολιτικό μας σύστημα τις εξασφάλιζε και με μια απλή μετάθεση στρατιώτη.
Ο σπουδαιότερος λόγος που μπορούμε να σκεφθούμε είναι η ανάγκη εξασφάλισης της σιωπής των συνδικαλιστών και για θέματα σχετιζόμενα με τις ίδιες τις επιχειρήσεις – εργοδότες τους.
Έτσι, κιχ δεν τους ακούσαμε να κάνουν όταν το 2000 τα ΕΛ.ΠΕ δανείστηκαν 28 εκ ευρώ, το 2001 ξαναδανείστηκαν 78 εκ ευρώ, το 2002 ξανα-μαναδανείστηκαν 71 εκ ευρώ και το 2003 ξανα-μανα-ξαναδανείστηκαν 250 εκ ευρώ. Τι κι’ αν χρεωνόταν η δημόσια (τότε) εταιρία; Οι μισθοί και τα επιδόματα να πέφτουν.
Κιχ δεν τους ακούσαμε να κάνουν και όταν η αμαρτωλή (συγγνώμη… αγία) ΔΕΚΑ έπαιζε τα προεκλογικά χρηματιστηριακά παιχνίδια της, οπότε και τον Ιούλιο του 2004 έληξαν δυο δάνεια της συμφοράς που η ΔΕΚΑ είχε συνάψει τον Ιούλιο του 2000, όταν κατέρρεε το Χρηματιστήριο. Είχαν συναφθεί με ενέχυρο μετοχές του ΟΤΕ και των ΕΛ.ΠΕ, οπότε, η εξόφλησή τους κόστισε το ελληνικό δημόσιο 900 εκ ευρώ (πού πήγαν άραγε τα λεφτά; Έλα μου ντε!).
Ως γνωστόν – αλλά τα ξεχάσαμε αυτά – από τις 10 Μαρτίου ως τις 9 Απριλίου 2000 η ΔΕΚΑ προέβη σε αθρόες αγορές μετοχών της ΕΤΕ, του ΟΤΕ, των ΕΛ.ΠΕ και της Εμπορικής Τράπεζας σε τιμές πολύ υψηλότερες από ό, τι στο παρελθόν και βάσει αυτής της ενέργειας ακολούθησε η (με την γνωστή κατάληξη του ενταφιασμού) παραπεμπτική πρόταση του εισαγγελέα Εφετών Ι. Χρυσού προς το Δικαστικό Συμβούλιο για «στήριξη προεκλογικά του Χρηματιστηρίου, το οποίο κατά το χρόνο εκείνο ήταν σε κρίση και προς δημιουργία κλίματος ευφορίας και εμπιστοσύνης προς εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπών που δεν περιλαμβάνονται στους σκοπούς της ΔΕΚΑ». Η Δημόσια Επιχείρηση Κινητών Αξιών είχε αγοράσει λίγες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες το 2000 «με την έγκριση του υπουργού Οικονομικών 4.000 μετοχές του ΟΤΕ καθώς και 850.000 μετοχές της ΕΤΕ τις οποίες στη συνέχεια πούλησαν στο Ελληνικό Δημόσιο δια του υφυπουργού». Τα θυμάται αυτά κανείς εκ των διερωτωμένων «πού πήγαν τα λεφτά;».
Υπενθυμίζω: Μέχρι το τέλος 1999 η ΔΕΚΑ έλαβε από το Δημόσιο δωρεάν 175.646.253 μετοχές των ΕΤΕ, ΟΤΕ, ΕΛ.ΠΕ και Εμπορικής. Τις μετοχές αυτές τις ανέγραψε στα λογιστικά της βιβλία με την ονομαστική τους αξία και όχι με την τρέχουσα χρηματιστηριακή της ημέρας μεταβίβασής τους, για να εμφανίσει μειωμένο το κόστος κτήσεως των μετοχών, επί ζημία του Δημοσίου. Την τελευταία προεκλογική εβδομάδα αγόραζε το 50% – 80% των μετοχών που επωλούντο ημερησίως. Επηρεάζοντας έτσι τον γενικό δείκτη που αυξήθηκε κατά 9%. Στις 14 Απριλίου 2000 σταμάτησαν οι αγορές και άρχισε η κατρακύλα, οπότε η (αγία, μην το ξεχνάμε) ΔΕΚΑ, άρχισε να πουλά σε εξευτελιστικές τιμές, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει ο δείκτης.
Κιχ δεν ακούσαμε από ΕΛ.ΠΕ μεριά ούτε όταν η εταιρία διέλυσε, το 1998, την ΔΕΠ-ΕΚΥ, που είχε αναλάβει την έρευνα για υδρογονάνθρακες στην Ελλάδα, με το επιχείρημα ότι η απορρόφηση της τελευταίας από τα ΕΛ.ΠΕ θα ενίσχυε το προφίλ τους, προκειμένου να μπουν στο Χρηματιστήριο. Με αποτέλεσμα, βέβαια, να ευνοηθεί ο Ρουμανοαυστραλός Τίμιτς, ο επιλεγόμενος και «δράκουλας των Καρπαθίων», που ήθελε τα πετρέλαια του Πρίνου.
Κιχ, βέβαια, δεν ακούσαμε ούτε όταν έγινε γνωστή η διαδρομή εκείνου του κομματικού μεγαλοστελέχους που ξεκίνησε την πολυσχιδή καριέρα του ως διευθύνων σύμβουλος στα ΕΛ.ΠΕ, παραιτήθηκε (ακόμη περιμένουμε να μάθουμε τους λόγους), βρέθηκε αμέσως στα ΕΛΔΑ, αποπέμφθηκε το 1986 από τον Πεπονή για ατασθαλίες, βρέθηκε στον ΟΚΤΑ Σκοπίων ως διευθύνων σύμβουλος, αποπέμφθηκε και από εκεί το 2001, όταν ο Γκεοργκίεφσκι μίλησε για εκτεταμένη διαφθορά και… βρέθηκε πάλι πίσω στα ΕΛ.ΠΕ! (Θαύμα! Θαύμα!)
Ειδήσεις από τους κυρίους των ΕΛΠΕ, όμως, ακούσαμε μόνο όταν οι περικοπές άγγιξαν και τους ίδιους. Σχεδόν δυο χρόνια τώρα, λέξη δεν τους ακούσαμε να λένε, ούτε μια απεργία δεν ακούσαμε να κάνουν, διαμαρτυρόμενοι για την πολιτική της κυβέρνησης.
Έβλεπαν τις συντάξεις των απομάχων να κουτσουρεύονται, τα κοινωνικά επιδόματα να εξανεμίζονται, τους μισθούς να παίρνουν την κατηφόρα, την τρόικα να επιβάλει τις επιχειρησιακές συμβάσεις, τις συλλογικές συμβάσεις (και των δημοσιογράφων) να αποτελούν παρελθόν.
Στρογγυλοκαθισμένοι πάνω στους παχυλούς μισθούς τους και στα άλλα τους προνόμια, αδιαφόρησαν πλήρως για όσα συνέβαιναν γύρω τους.
Έβλεπαν τους ηλικιωμένους να πεινάνε και χαίρονταν που αυτοί παρέμεναν προνομιούχοι. Έβλεπαν τη νεολαία να εγκαταλείπει τη χώρα και έδιναν μάχη για να χώσουν στην προνομιούχα δουλειά τους τα δικά τους παιδιά. Παρακολουθούσαν τη χώρα να καταρρέει και πίστευαν πως μόνο αυτοί θα μείνουν όρθιοι μέσα στον χαλασμό. Μα ούτε στους «απλούς» δημοσιογράφους, στους οποίους τώρα αναφέρονται, καταδέχτηκαν ποτέ να ρίξουν το βλέμμα τους. Ούτε με τα μέσα ενημέρωσης που βοήθησαν το κόμμα τους να έλθει στην εξουσία και τώρα τα κατακεραυνώνουν, ασχολήθηκαν ποτέ στο παρελθόν. Σωστά, διότι λεφτά υπήρχαν!
Τώρα, θυμήθηκαν την ανάγκη για κοινωνική συνοχή. Τώρα θυμήθηκαν ότι υπάρχουν αρχές και αξίες που πρέπει να υπηρετούνται – από όλους τους άλλους προφανώς.
Ας μην περιμένουν οι κύριοι των ΕΛΠΕ να τους υπερασπιστούν όλοι αυτοί τους οποίους οι ίδιοι δεν αισθάνθηκαν ποτέ την ανάγκη να υπερασπιστούν.
Ήλθε η ώρα να αποδειχτεί για άλλη μια φορά πως είναι βαριά η καλογερική.
Υ.Γ.1 Θεωρήθηκε φυσιολογικό, αμέσως μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 2009, να τοποθετηθεί Πρόεδρος σε μια εταιρία όπου το Δημόσιο κατέχει το 35,48% των μετοχών ένα πολιτικό στέλεχος, ένας πρώην υπουργός. Και προβλήθηκε πανηγυρικά η απόφαση για περικοπές στις αμοιβές του Προέδρου και του διευθύνοντος συμβούλου κατά 15%. Οπότε οι 200.000 ευρώ τον χρόνο έγιναν 170.000 και οι 270.000 έγιναν 230.000!
Υ.Γ.2 Αυτό που πρέπει να γίνει τώρα, είναι να πληροφορηθούμε ποιοι πολιτικοί κατασκεύασαν και διατήρησαν τους «καλόγερους των ΕΛ.ΠΕ», σε βάρος όλων των υπολοίπων. Οι οποίοι οφείλουν αμέσως να εγκαταλείψουν την πολιτική σκηνή της χώρας. Αν μετά από αυτό το ξεκαθάρισμα μείνει κανείς, τα ξανασυζητάμε.
Υ.Γ.3 Μήπως επ’ αυτού μπορούν να μας διευκολύνουν οι τρόφιμοι των μοναστηρίων Ασπροπύργου, Ελευσίνας και Θεσσαλονίκης;