Δεν υπάρχει απολύτως καμία αμφιβολία ότι το αυξημένο σωματικό βάρος προδιαθέτει στην εμφάνιση μεγάλου αριθμού χρόνιων νοσημάτων, όπως είναι ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 (διαβήτης των ενηλίκων), η αρτηριακή υπέρταση, η αύξηση των λιπιδίων του αίματος, η στεφανιαία νόσος, ορισμένες μορφές κακοήθειας και εκφυλιστικά νοσήματα του μυοσκελετικού συστήματος (π.χ. οστεοαρθρίτιδα). Τα νοσήματα αυτά επιβαρύνουν σημαντικά την ποιότητα ζωής των παχύσαρκων ασθενών και μειώνουν αισθητά το προσδόκιμο επιβίωσης. Είναι επομένως
απολύτως αναγκαίο να καταβάλλονται από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς συστηματικές προσπάθειες αντιμετώπισης της παχυσαρκίας, με στόχο την πρόληψη των πολυάριθμων και δυνητικά θανατηφόρων επιπλοκών της.Απαραίτητη προϋπόθεση για την πρόληψη και καταπολέμηση της παχυσαρκίας αποτελεί η γνώση τού τι ακριβώς ορίζουμε ως παχυσαρκία. Αν και υπάρχουν ορισμοί για την παχυσαρκία που στηρίζονται στη μέτρηση του συνολικού ποσοστού λίπους, ο απλούστερος δείκτης που χρησιμοποιείται σήμερα για την αδρή εκτίμηση της παχυσαρκίας είναι ο Δείκτης Μάζας Σώματος (Body Mass Index, ΒΜΙ), που μπορεί ο καθένας να υπολογίσει για τον εαυτό του, αν διαιρέσει το βάρος του σε κιλά με το ύψος του σε μέτρα υψωμένο στο τετράγωνο. Για την πληρέστερη επεξήγηση αυτού του εύχρηστου δείκτη, δίνεται συνήθως το εικονικό παράδειγμα ενός ατόμου που ζυγίζει 100 κιλά και έχει ύψος 2 μέτρα. Στην περίπτωση αυτή, ο δείκτης ΒΜΙ έχει την τιμή βάρος σε κιλά/(ύψος σε μέτρα) 2 = 100/22 = 100/4 = 25. Τα άτομα με ΒΜΙ από 18,5 μέχρι 25 θεωρείται ότι έχουν φυσιολογικό σωματικό βάρος. Οσοι έχουν ΒΜΙ κάτω του 18,5 ορίζονται ως λιποβαρείς, όσοι έχουν ΒΜΙ μεταξύ 25 και 30 ορίζονται ως υπέρβαροι και όσοι έχουν ΒΜΙ πάνω από 30 ορίζονται ως παχύσαρκοι. Τιμή ΒΜΙ άνω του 35 σηματοδοτεί σοβαρού βαθμού (νοσογόνο) παχυσαρκία και απαιτεί συχνά χειρουργική αντιμετώπιση.