Ο αναπροσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας δυσαρέστησε την Ουάσιγκτον και κάποιους άλλους παραδοσιακούς συμμάχους της, κυρίως όμως αναβάθμισε το ενδιαφέρον των ισχυρών κρατών της Δύσεως για την περιοχή. Διόλου παράξενο ότι συμβαίνουν εξελίξεις μάλλον αδιανόητες έως πριν από ένα χρόνο, όπως η επίσκεψη της Γερμανίδας καγκελαρίου κ. Αγκελα Μέρκελ στη Λευκωσία, την περασμένη εβδομάδα, η θερμή της υποστήριξη προς την κυπριακή κυβέρνηση και οι αυστηρές προειδοποιήσεις της προς την Αγκυρα.
Θα έλεγε κανείς ότι όλα αυτά είναι ενθαρρυντικά. Εκ παραλλήλου όμως μπορεί να αποδειχθούν και
επικίνδυνα. Η σωφροσύνη επιβάλλει αυτοσυγκράτηση. Αντ’ αυτής διαπιστώνεται οίστρος δημιουργικής αναμείξεως της κυβερνήσεως του κ. Γιώργου Παπανδρέου στις εξελίξεις της περιοχής.
Υπάρχουν αρκετοί που αισιοδοξούν για την τροπή των πραγμάτων. Ενδέχεται, ωστόσο, να οδηγηθεί η χώρα σε περιπλοκές, σε μια περίοδο βαθύτατης οικονομικής κρίσεως.
Επειτα από πολυετή θητεία στο υπουργείο Εξωτερικών, που αξιολογήθηκε ως θετική, δεν είναι απίθανο να διακατέχεται ο Ελληνας πρωθυπουργός από αίσθημα αυτοπεποίθησης. Από την εποχή όμως που ο κ. Παπανδρέου ανέλαβε τον χειρισμό των ελληνοτουρκικών σχέσεων μετά την «κρίση Οτσαλάν» έχουν συντελεσθεί σημαντικότατες αλλαγές.
Η εποχή της «διπλωματίας των σεισμών» ή του «ζεϊμπέκικου» που χόρευε με τον ομόλογό του Ισμαήλ Τζεμ έχει παρέλθει. Το ζητούμενο δεν είναι πλέον η καλλιέργεια κλίματος θετικού -διότι σε πολιτικό επίπεδο αυτό έχει ήδη γίνει- ούτε οι συμφωνίες επί θεμάτων χαμηλής εντάσεως, διότι και αυτές έχουν ήδη συμφωνηθεί. Το επιδιωκόμενο είναι πλέον η ρύθμιση κάποιων προβλημάτων από αυτά που ανέκυψαν μετά την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο το 1974.
Στο Ερζερούμ, ωστόσο, ο κ. Παπανδρέου διαπίστωσε ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός μπορεί να διακινδυνεύει σκληρή και επικίνδυνη αντιπαράθεση με το στρατιωτικό κατεστημένο της χώρας του, να συμπεριφέρεται με τρόπο ενίοτε επαναστατικό σε θέματα εσωτερικής πολιτικής, αλλά στη διαπραγμάτευση των προβλημάτων που επιβαρύνουν τις σχέσεις της Αγκυρας με την Αθήνα, ο κ. Ερντογάν δεν καινοτομεί. Το ίδιο ασφαλώς συμβαίνει και με τον κ. Παπανδρέου, αλλά οι ομοιότητες εξαντλούνται στο σημείο αυτό.
Την εποχή του ελληνικού ανοίγματος προς την Τουρκία, μετά την κρίση της «υποθέσεως Οτσαλάν», ο κ. Παπανδρέου και ο τότε πρωθυπουργός κ. Κώστας Σημίτης ήσαν τα νεωτερικά πολιτικά πρόσωπα στην περιοχή. Εξέφραζαν τη δυναμική της συγκυρίας, που επικρατούσε τότε.
Σήμερα ο κ. Παπανδρέου είναι ένας συμβατικός πολιτικός, εν σχέσει πάντοτε με την Τουρκία. Η ευρωκεντρική επιχειρηματολογία του προκαλεί στην Αγκυρα μάλλον ανία. Η ανάδειξη της Τουρκίας σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη ασκεί στην κυβέρνηση και στους πολίτες αυτής της χώρας μεγαλύτερη έλξη απ’ ό, τι η ένταξη στην Ενωση, έναντι προσαρμογών που είναι δυσάρεστες στην Αγκυρα. Η ριζική επανεκτίμηση του τρόπου θεωρήσεως των τουρκικών πραγμάτων είναι απολύτως αναγκαία σήμερα. Αυτό είναι το ζητούμενο και όχι οι ακκισμοί, οι ψευδαισθήσεις περί συμμετοχής της Ελλάδος σε νέα γεωπολιτικά σχήματα.