Το δημόσιο σύστημα τριτοβάθμιας περίθαλψης (νοσοκομεία) αποτελεί διαχρονικά τη σπονδυλική στήλη του συστήματος Υγείας της χώρας μας.
Εκεί δοκιμάζονται και η αντοχή του συστήματος και η ανοχή της κοινωνίας.
Αλλά πέραν της αντοχής και της ανοχής, εκεί δοκιμάζεται κυρίως η αποτελεσματικότητα στον τομέα της περίθαλψης, της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης των νέων γιατρών και της προπτυχιακής εκπαίδευσης των φοιτητών μας. Οι δύο τελευταίοι τομείς και κυρίως ο τελευταίος, δηλαδή η εκπαίδευση των φοιτητών, αποτελεί βασικό αντικείμενο των πανεπιστημιακών κλινικών, που είναι στην πλειονότητά τους εγκατεστημένες σε νοσοκομεία του ΕΣΥ.
Οι πανεπιστημιακοί γιατροί που στελεχώνουν τις ανάλογες κλινικές, επομένως, έχουν πολλαπλό έργο να επιτελέσουν: να φέρουν σε πέρας όλο το κλινικό έργο, ακριβώς το ίδιο με τις κλινικές του ΕΣΥ, και επιπροσθέτως να εκπαιδεύσουν τους
φοιτητές, να κάνουν έρευνα και να ασκήσουν τους μεταπτυχιακούς φοιτητές.
Οι τρεις τελευταίες δραστηριότητες, οι οποίες συνδέονται άρρηκτα, αντικειμενικά θεωρούνται υψίστης σπουδαιότητας, αφού έχουν σχέση με την κατάρτιση των νέων γιατρών και την προβολή της ελληνικής επιστήμης.
Και εάν κάποιος μπορεί να διερωτηθεί πώς προκύπτει το τελευταίο, δηλαδή η προβολή της ελληνικής επιστήμης (και επομένως των ίδιων των νοσοκομείων του ΕΣΥ), η απάντηση είναι στους αντικειμενικούς δείκτες. Αν ανατρέξει κανείς στις διεθνείς επιστημονικές δημοσιεύσεις, στις προσκλήσεις σε διεθνή συνέδρια, στη χρηματοδότηση της έρευνας και στην απήχηση στην ελληνική κοινωνία, όπως αυτή αποτυπώνεται από τιμητικές διακρίσεις, κατάληψη κορυφαίων θέσεων της δημόσιας ζωής κ.λπ., θα αντιληφθεί αβίαστα ότι οι πανεπιστημιακοί γιατροί βρίσκονται στην πρωτοπορία σε όλες τις παραπάνω παραμέτρους.
Το γεγονός αυτό, σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να αποτελέσει αφορμή για αλαζονεία ή επιχείρημα για προνομιακή μεταχείριση των πανεπιστημιακών από την Πολιτεία. Ούτε να αποτελέσει κριτήριο για υποτίμηση του σημαντικότατου έργου των άλλων νοσοκομειακών γιατρών. Αλλά αναφέρεται ως αντεπιχείρημα στην προσπάθεια ελάχιστης μερίδας γιατρών του ΕΣΥ να απαξιώσουν το έργο των πανεπιστημιακών μέσα στο σύστημα Υγείας.
Οι πανεπιστημιακοί γιατροί βέβαια έχουν δύο βασικά «μειονεκτήματα»:
Πρώτο «μειονέκτημα»: Η εργασιακή τους σχέση υπάγεται σε δύο υπουργεία (Παιδείας για το πανεπιστημιακό τους έργο και Υγείας για το κλινικό), με αποτέλεσμα τα νομικά πλαίσια να εμπλέκονται.
Δεύτερο «μειονέκτημα»: Είναι αριθμητικά λιγότεροι, με αποτέλεσμα η εκπροσώπησή τους να είναι μειοψηφική στα νοσοκομειακά όργανα και επομένως στις αποφάσεις. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι να ευρίσκονται διαχρονικά σε δυσμενή θέση μέσα στα νοσοκομεία του ΕΣΥ.
Ενα κωμικοτραγικό παράδειγμα: Ο υπογράφων συνάντησε προ 5ετίας απίστευτες δυσκολίες στη διαδικασία εγκατάστασης της 1ης Καρδιολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο (τυπική διαδικασία, που επιβαλλόταν πάντως από το νόμο του ΕΣΥ), παρά το γεγονός ότι η κλινική αυτή λειτουργούσε για 50 συνεχή χρόνια στο ίδιο νοσοκομείο!!
Η εγκατάσταση τελικά υπεγράφη σε διυπουργική απόφαση, ύστερα από πολύμηνη εξουθενωτική συλλογική προσπάθεια.
Ενα όμως, όχι κωμικοτραγικό, αλλά παράδειγμα κατάφωρης αδικίας σε βάρος των πανεπιστημιακών, γεγονός είναι η αφαίρεση από το 2001 μέχρι σήμερα της δυνατότητας που είχαν να είναι πλήρους, αλλά όχι αποκλειστικής απασχόλησης. Και αυτό παρά το ότι ο νόμος του υπουργείου Παιδείας το επιτρέπει. Και βάσει αυτού του νόμου λειτουργούν οι άλλοι πανεπιστημιακοί (νομικοί, μηχανικοί κ.λπ.).
Τελευταία το υπουργείο Υγείας προωθεί νομοσχέδιο για την ολοήμερη λειτουργία των νοσοκομείων. Ενα σωστό κοινωνικό μέτρο, που θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα του δημόσιου τομέα της Υγείας.
Οι πανεπιστημιακοί γιατροί όλης της χώρας έχουν τη βούληση να λειτουργήσουν μέσα στον προαιρετικό αυτό θεσμό σε αγαστή συνεργασία με τους συναδέλφους τους του ΕΣΥ, και να τον στηρίξουν.
Η ηγεσία του υπουργείου Υγείας, από την άλλη, φαίνεται ότι έχει τη βούληση, μέσα στο νέο αυτό πλαίσιο, να άρει την αδικία σε βάρος των πανεπιστημιακών γιατρών που λειτουργούν στα νοσοκομεία του ΕΣΥ, στο πλαίσιο της ισονομίας, και να εναρμονίσει το εργασιακό τους καθεστώς με αυτό όλων των άλλων πανεπιστημιακών.
Αυτή η προσέγγιση χρειάζεται μόνον αρετή και τόλμη.
* Πρόεδρος Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών