Ο βασικός λόγος της καταστρατήγησης ήταν η ανεπάρκεια ελέγχων και κυρώσεων, που οδηγούσε το ένα μαγαζί μετά το άλλο να επιτρέπει το κάπνισμα για λόγους πλέον ανταγωνισμού.
Είναι δε φυσικό και αναμενόμενο η ηγεσία του υπουργείου Υγείας να προβληματιστεί με αυτή την κατάσταση και διαπιστώνοντας την αδυναμία των ελεγκτικών μηχανισμών που προέβλεπε ο
νόμος να αναρωτηθεί κατά πόσο ορισμένες προσαρμογές των ρυθμίσεων ως προς τα κέντρα που σερβίρουν κυρίως αλκοόλ, θα οδηγούσαν σε πιο βιώσιμες λύσεις, ώστε να μη συμπαρασυρθούν σταδιακά στην ακύρωση της απαγόρευσης και οι υπόλοιποι δημόσιοι χώροι, εξαιτίας της γενικότερης απαξίωσης του νόμου. Με άλλα λόγια, όταν τα μέσα δεν επαρκούν για την επίτευξη ενός στόχου, ή προσαρμόζεις τον στόχο στα μέσα ή επαυξάνεις τα μέσα για να εξυπηρετήσουν επαρκώς τον στόχο.
Η δεύτερη επιλογή, αυτή της αναπροσαρμογής των μέσων, έγινε δυνατή, από τη στιγμή που ο ίδιος ο πρωθυπουργός, ένθερμος υποστηρικτής του αντικαπνιστικού αγώνα, παρενέβη προσωπικά, επιστρατεύοντας επιπρόσθετους μηχανισμούς ελέγχου, όπως το σώμα Επιθεωρητών Εργασίας.
Παρά τις θετικές αυτές εξελίξεις, η μάχη για την πλήρη απαγόρευση του καπνίσματος στους δημόσιους χώρους παραμένει μία δύσκολη υπόθεση, που θα απαιτήσει πολλές και επίπονες προσπάθειες και όχι μόνο τη συνέπεια και την αποτελεσματικότητα των ελεγκτικών μηχανισμών. Θα χρειαστεί πρώτα απ' όλα συστηματική ενημέρωση του ελληνικού πληθυσμού με κεντρικές εκστρατείες και τοπικές δράσεις, ώστε να γίνει κατανοητό ότι ο νόμος αυτός δεν στρέφεται κατά των καπνιστών, αλλά αποτελεί απαραίτητη ασπίδα υγείας για τους μη καπνιστές και για τους χιλιάδες εργαζόμενους στα κέντρα εστίασης και διασκέδασης. Θα χρειαστεί, επίσης, οι νέες δημοτικές αρχές να θέσουν την εφαρμογή του νόμου σε άμεση προτεραιότητα, έχοντας πλέον αναλάβει σημαντικές αρμοδιότητες και ευθύνες στον τομέα της Δημόσιας Υγείας. Τα δε συνδικάτα δεν μπορούν να παραμένουν αμέτοχα σε μία υπόθεση όπου διακυβεύεται η υγεία των εργαζομένων.
Αυτοί, όμως που σίγουρα δεν μπορεί να είναι απλοί παρατηρητές είναι όσοι πολίτες βρίσκονται στα εστιατόρια, τα μπαρ και τις καφετέριες και που ενώ συμφωνούν με την αναγκαιότητα του νόμου, δηλαδή σχεδόν το σύνολο των μη καπνιστών και το ένα τρίτο των καπνιστών, δεν αντιδρούν όταν καπνίζουν οι διπλανοί τους.
Εάν βρεθούμε σε ένα εστιατόριο ή μπαρ στο Λονδίνο, στο Δουβλίνο, στο Παρίσι, στη Ρώμη ή ακόμα στη Λευκωσία και στην Κωνσταντινούπολη και πάμε να καπνίσουμε θα μας εμποδίσουν πρώτοι απ' όλους οι ίδιοι οι πελάτες, είτε με λοξές ματιές, είτε με σχόλια, είτε με διαμαρτυρίες. Οι δε εργαζόμενοι και οι υπεύθυνοι των κέντρων θα παρέμβουν και αυτοί, αλλά κυρίως για να μη δυσαρεστήσουν την πελατεία τους και δευτερευόντως γιατί φοβούνται την παρέμβαση των ελεγκτικών μηχανισμών.
Χρήσιμοι και αναγκαίοι, λοιπόν, οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, αλλά από εμάς, το 63% των Ελλήνων πολιτών που συμφωνεί με την πλήρη απαγόρευση του καπνίσματος στους δημόσιους χώρους, εξαρτάται η επιτυχία ή μη της εφαρμογής του νόμου. Από εμάς εξαρτάται, τελικά, εάν θα αποφασίσουμε να προστατεύσουμε την υγεία μας και κυρίως την υγεία των παιδιών μας, λειτουργώντας ως υπεύθυνοι πολίτες, σε μία περίοδο που τα προβλήματα της χώρας απαιτούν, πάνω απ' όλα, υπευθυνότητα απ' όλους και σε όλους τους τομείς.
Είναι δε φυσικό και αναμενόμενο η ηγεσία του υπουργείου Υγείας να προβληματιστεί με αυτή την κατάσταση και διαπιστώνοντας την αδυναμία των ελεγκτικών μηχανισμών που προέβλεπε ο
νόμος να αναρωτηθεί κατά πόσο ορισμένες προσαρμογές των ρυθμίσεων ως προς τα κέντρα που σερβίρουν κυρίως αλκοόλ, θα οδηγούσαν σε πιο βιώσιμες λύσεις, ώστε να μη συμπαρασυρθούν σταδιακά στην ακύρωση της απαγόρευσης και οι υπόλοιποι δημόσιοι χώροι, εξαιτίας της γενικότερης απαξίωσης του νόμου. Με άλλα λόγια, όταν τα μέσα δεν επαρκούν για την επίτευξη ενός στόχου, ή προσαρμόζεις τον στόχο στα μέσα ή επαυξάνεις τα μέσα για να εξυπηρετήσουν επαρκώς τον στόχο.
Η δεύτερη επιλογή, αυτή της αναπροσαρμογής των μέσων, έγινε δυνατή, από τη στιγμή που ο ίδιος ο πρωθυπουργός, ένθερμος υποστηρικτής του αντικαπνιστικού αγώνα, παρενέβη προσωπικά, επιστρατεύοντας επιπρόσθετους μηχανισμούς ελέγχου, όπως το σώμα Επιθεωρητών Εργασίας.
Παρά τις θετικές αυτές εξελίξεις, η μάχη για την πλήρη απαγόρευση του καπνίσματος στους δημόσιους χώρους παραμένει μία δύσκολη υπόθεση, που θα απαιτήσει πολλές και επίπονες προσπάθειες και όχι μόνο τη συνέπεια και την αποτελεσματικότητα των ελεγκτικών μηχανισμών. Θα χρειαστεί πρώτα απ' όλα συστηματική ενημέρωση του ελληνικού πληθυσμού με κεντρικές εκστρατείες και τοπικές δράσεις, ώστε να γίνει κατανοητό ότι ο νόμος αυτός δεν στρέφεται κατά των καπνιστών, αλλά αποτελεί απαραίτητη ασπίδα υγείας για τους μη καπνιστές και για τους χιλιάδες εργαζόμενους στα κέντρα εστίασης και διασκέδασης. Θα χρειαστεί, επίσης, οι νέες δημοτικές αρχές να θέσουν την εφαρμογή του νόμου σε άμεση προτεραιότητα, έχοντας πλέον αναλάβει σημαντικές αρμοδιότητες και ευθύνες στον τομέα της Δημόσιας Υγείας. Τα δε συνδικάτα δεν μπορούν να παραμένουν αμέτοχα σε μία υπόθεση όπου διακυβεύεται η υγεία των εργαζομένων.
Αυτοί, όμως που σίγουρα δεν μπορεί να είναι απλοί παρατηρητές είναι όσοι πολίτες βρίσκονται στα εστιατόρια, τα μπαρ και τις καφετέριες και που ενώ συμφωνούν με την αναγκαιότητα του νόμου, δηλαδή σχεδόν το σύνολο των μη καπνιστών και το ένα τρίτο των καπνιστών, δεν αντιδρούν όταν καπνίζουν οι διπλανοί τους.
Εάν βρεθούμε σε ένα εστιατόριο ή μπαρ στο Λονδίνο, στο Δουβλίνο, στο Παρίσι, στη Ρώμη ή ακόμα στη Λευκωσία και στην Κωνσταντινούπολη και πάμε να καπνίσουμε θα μας εμποδίσουν πρώτοι απ' όλους οι ίδιοι οι πελάτες, είτε με λοξές ματιές, είτε με σχόλια, είτε με διαμαρτυρίες. Οι δε εργαζόμενοι και οι υπεύθυνοι των κέντρων θα παρέμβουν και αυτοί, αλλά κυρίως για να μη δυσαρεστήσουν την πελατεία τους και δευτερευόντως γιατί φοβούνται την παρέμβαση των ελεγκτικών μηχανισμών.
Χρήσιμοι και αναγκαίοι, λοιπόν, οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, αλλά από εμάς, το 63% των Ελλήνων πολιτών που συμφωνεί με την πλήρη απαγόρευση του καπνίσματος στους δημόσιους χώρους, εξαρτάται η επιτυχία ή μη της εφαρμογής του νόμου. Από εμάς εξαρτάται, τελικά, εάν θα αποφασίσουμε να προστατεύσουμε την υγεία μας και κυρίως την υγεία των παιδιών μας, λειτουργώντας ως υπεύθυνοι πολίτες, σε μία περίοδο που τα προβλήματα της χώρας απαιτούν, πάνω απ' όλα, υπευθυνότητα απ' όλους και σε όλους τους τομείς.