Η ικανότητα των ανθρώπων να συναισθάνονται και να καταλαβαίνουν την ψυχική κατάσταση των άλλων, κορυφώνεται μετά την ηλικία των 60 ετών. Οι μεγαλύτερες γενιές έχουν αυξημένη «συναισθηματική νοημοσύνη» σε σχέση με τις νεότερες, σύμφωνα με δύο νέες αμερικανικές επιστημονικές έρευνες.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή ψυχολογίας Ρόμπερτ Λέβενσον του πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας-Μπέρκλεϊ, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό Psychology and Aging, σύμφωνα με τη βρετανική Telegraph, συμπέραναν ότι οι ηλικιωμένοι σημειώνουν καλύτερα ποσοστά σε σχέση με τους νεότερους, στο να βλέπουν τη θετική πλευρά των πραγμάτων, ακόμα και των αρνητικών καταστάσεων, ενώ όσο γερνάνε, αναπτύσσουν μεγαλύτερη ικανότητα να νοιάζονται για τους γύρω τους.
"Όλο και περισσότερο, φαίνεται πως το νόημα στην ύστερη φάση της ζωής επικεντρώνεται στις κοινωνικές σχέσεις και στη φροντίδα προς και από τους άλλους. Η εξέλιξη φαίνεται πως έχει προσαρμόσει τα νευρικά μας συστήματα, καθώς γερνάμε, με τρόπους που είναι οι πιο κατάλληλοι για αυτές τις διαπροσωπικές και συμπονετικές δραστηριότητες", εξήγησε ο Ρ. Λέβενσον.
Οι επιστήμονες μελέτησαν με ποιο τρόπο διάφορες ομάδες ενηλίκων σε διαφορετικές ηλικίες (μετά τα 20, τα 40 και τα 60 τους) αντιδρούσαν σε μια σειρά από αποσπάσματα κινηματογραφικών ταινιών (λυπητερά, αηδιαστικά, ουδέτερα κ.α.). Αποδείχτηκε ότι ήταν ευκολότερο στους ηλικιωμένους να βλέπουν με θετικό μάτι τις αρνητικές σκηνές, αξιοποιώντας έτσι τις εμπειρίες και τα "μαθήματα" που είχαν αποκομίσει από την προηγούμενη ζωή τους.
Αντίθετα, οι νεότεροι (άνω των 20 και άνω των 40 ετών) φαίνονταν ικανότεροι να νιώθουν λιγότερη ενσυναίσθηση και να αποσπούν την προσοχή τους (να "αποσυντονίζονται") σε σχέση με όσα αρνητικά έβλεπαν. Αυτή η ψυχική "απόσπαση" και αποστασιοποίηση βασίζεται σε εγκεφαλικές λειτουργίες (μνήμη, σχεδιασμός, έλεγχος ορμών), που εξασθενούν με το πέρασμα του χρόνου.
Σε μια παρόμοια μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό γνωσιακής νευροεπιστήμης Social Cognitive and Affective Neuroscience, ερευνητές από το ίδιο αμερικανικό πανεπιστήμιο, υπό τον δρα Μπένζαμιν Σάιντερ, χρησιμοποίησαν παρεμφερείς μεθόδους για να μελετήσουν την ευαισθησία στη λύπη ανθρώπων διαφορετικών ηλικιών. Συνολικά 222 υγιείς εθελοντές, χωρισμένοι επίσης σε τρεις ηλικιακές ομάδες (άνω των 20, 40 και 60 ετών), κλήθηκαν να παρακολουθήσουν συναισθηματικά φορτισμένα αποσπάσματα κινηματογραφικών ταινιών, ενώ ηλεκτρόδια συνδεμένα στον εγκέφαλό τους κατέγραφαν τις αντιδράσεις τους.
Οι γηραιότεροι έδειξαν να αισθάνονται γενικά μεγαλύτερη λύπη σε σχέση με τους νεότερους. Όπως δήλωσε ο Σάιντερ, όσο περνάνε τα χρόνια, οι άνθρωποι βλέπουν τα πράγματα με άλλα μάτια και εστιάζουν περισσότερο στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις. Γίνονται, έτσι, πιο ευαισθητοποιημένοι στη λύπη και μπορούν να συναισθανθούν και να μοιραστούν καλύτερα τα προβλήματα των άλλων.
Όπως τόνισε ο Λέβενσον, αντίθετα με τη διαδεδομένη αντίληψη, η αυξημένη ευαισθητοποίηση των ηλικιωμένων δεν αυξάνει τον κίνδυνο για κατάθλιψη, αλλά μάλλον αποτελεί σημάδι μεγαλύτερης ψυχικής υγείας, καθώς οι άνθρωποι, που έχουν νιώσει διάφορες απώλειες στην προσωπική ζωή τους, είναι πιο ικανοί στη συνέχεια να συναισθανθούν τους άλλους και να τους προσφέρουν ανακούφιση.