Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Συνταγογράφηση δραστικής: Γιατί καθυστερεί η δημοσίευση της απόφασης του ΣτΕ;

Εδώ και 14 μήνες «ψήνεται» η ανακοίνωση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας για το μείζον θέμα της συνταγογράφησης με βάση τη δραστική ουσία, που όπως έχει καταγγελθεί από την πλειοψηφία των γιατρών συνιστά ουσιαστική υποβάθμιση της υγείας των Ελλήνων.Ο κ. Λοβέρδος ήταν ο υπουργός Υγείας, ο οποίος με επίφαση μνημονιακές υποχρεώσεις νομοθέτησε τη συνταγογράφηση δραστικής ουσίας, που στη
συνέχεια καταγγέλθηκε ως «ανθρωποκτόνος» νόμος από τον Ιατρικό Σύλλογο Αθηνών. 

Ο ΙΣΑ προσέφυγε στο ΣτΕ τον Απρίλιο του 2012. Ένα χρόνο αργότερα, συζητήθηκε η αίτηση ακύρωσης του ΙΣΑ κατά των Υπουργικών Αποφάσεων που προβλέπουν την υποχρεωτική συνταγογράφηση της δραστικής ουσίας από τους γιατρούς και την επιλογή του φθηνότερου γενόσημου από τους φαρμακοποιούς. Σήμερα, όμως, και αφού έχουν παρέλθει άλλοι 14 μήνες, η δημοσίευση της κρίσιμης για την υγεία των πολιτών απόφασης εκκρεμεί. 

Όπως έχει τονίσει ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών, Γιώργος Πατούλης, αλλά και εκπρόσωποι άλλων ιατρικών ενώσεων της χώρας, όπως η πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Πειραιά, Βαρβάρα Ανεμοδουρά, σε καμία χώρα του κόσμου δεν υπάρχει ανάλογο μέτρο. Πρόκειται για νόμο «που κατατάσσει την Ελλάδα σε ένα κοινωνικό, επιστημονικό και υγειονομικό τριτοκοσμικό επίπεδο, που οριοθετείται από τα φθηνότερα φάρμακα τριτοκοσμικών χωρών στην ελληνική αγορά» τονιζόταν σε ανακοίνωση του ΙΣΑ. 

Είναι γνωστό, άλλωστε, το κύμα αντιδράσεων που έχει προκληθεί διεθνώς, καθώς φθηνά γενόσημα που έχουν παραχθεί υπό αμφίβολες συνθήκες ποιότητας και ασφάλειας σε τρίτες χώρες, ενοχοποιούνται για σοβαρές παρενέργειες, ακόμα και θανάτους ασθενών. Δεν είναι τυχαία δε, η απόφαση του αμερικανικού Οργανισμού Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) να ξεκινήσει μια γιγάντια επιχείρηση ελέγχου των εισαγόμενων στις ΗΠΑ γενόσημων από τρίτες χώρες, ενώ έχει προηγηθεί το σφράγισμα παραγωγικών μονάδων στην Ινδία, από όπου έφευγαν για τις αγορές όλου του κόσμου επικίνδυνα πολλές φορές σκευάσματα. 

Σε άλλο σημείο, ο ΙΣΑ τονίζει ότι η εφαρμογή του μέτρου συνταγογράφησης δραστικής ουσίας «αποτελεί βαρύ επιστημονικό ατόπημα διότι απομακρύνει την ευθύνη της θεραπείας από το γιατρό και τη μεταθέτει στις γκρίζες ζώνες του φθηνού εμπορίου ορισμένων φαρμακοβιομηχανιών» ξένων συμφερόντων, όπως πολλοί καταγγέλλουν. 

«Η αλλαγή του σκευάσματος, από τρίτους, εκτός του θεράποντος γιατρού, μπορεί να αποβεί μοιραία τόσο για την αποτυχία του θεραπευτικού σχήματος και για τη ζωή του ασθενή. 

Ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών έχει πολλάκις δημοσιεύσει τη σχετική νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία είναι παράνομη η μετάθεση ευθύνης της φαρμακευτικής αγωγής σε μη γιατρούς διότι θέτει σε κίνδυνο η ζωή των ασθενών. Η ανταλλαξιμότητα του θεραπευτικού σχήματος μέσα από την εκάστοτε επιλογή διαφορετικού σκευάσματος, είναι όχι μόνο αντιδεοντολογική σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, αλλά μπορεί να κοστίσει την ίδια τη ζωή των ασθενών, τόσο μέσα από την έλλειψη αποτελεσματικότητας, την ακαταλληλότητα του σκευάσματος και τις ανεπιθύμητες ενέργειες» σημειώνει ο ΙΣΑ. 

Σύμφωνα με πληροφορίες, η απόφαση του ΣτΕ έχει εκδοθεί, πιθανολογείται από καιρό, όμως φέρεται να περιμένει στην «ουρά» για να καθαρογραφεί. Και αυτό από μόνο του ως γεγονός, αν οι πληροφορίες επιβεβαιωθούν, εγείρει πληθώρα ερωτημάτων. 

Για ποιο λόγο μένει στα... συρτάρια των δικαστών μια τόσο σημαντική υπόθεση που καθορίζει ήδη σε αρνητικότατο βαθμό τη ζωή των Ελλήνων; 

Ποια είναι τα μέτρα σύγκρισης που καθορίζουν το χρονικό διάστημα έκδοσης των αποφάσεων από τις οποίες είναι σίγουρο ότι εξαρτάται το μέγιστο αγαθό της δημόσιας υγείας των Ελλήνων; Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόφαση για τα μισθολόγια των ένστολων βγήκε μέσα σε διάστημα 12 μηνών. 

Το ΣτΕ έχει αποδείξει και σε άλλες περιπτώσεις, πως στέκεται στο πλευρό των Ελλήνων πολιτών, ακυρώνοντας μέτρα που πλήττουν τα συνταγματικά τους δικαιώματα. 

Άλλωστε, τέτοιας ευαισθησίας και σωστής αντίδρασης ήταν και η πρόσφατη απόφαση για το πλαφόν στη συνταγογράφηση, μέσω της προσωρινής διαταγής για την άρση του. 

Και όπως αναμένουν οι γιατροί που έχουν προσφύγει στο ΣτΕ, το ίδιο θα συμβεί και στη συγκεκριμένη περίπτωση.