Τρίτη 14 Μαΐου 2013

Γλιτώνουμε -για την ώρα...- το κούρεμα καταθέσεων!

Με... νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου για τους ιδιώτες μετόχους δύο μικρών ιδιωτικών τραπεζών ισοδυναμούν οι αποφάσεις που λήφθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος για την FBB και την Probank. Οι αποφάσεις επιβεβαιώνουν, στον απόηχο της κυπριακής κρίσης, ότι οι καταθέτες στην Ελλάδα παραμένουν ασφαλείς. Όμως, ένας πανίσχυρος «παίκτης», ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, εγγυάται την... ανασφάλεια των καταθετών στο μέλλον.
Τα 50 δισ. ευρώ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, αν και «καίγονται» πολύ γρήγορα από την ελληνική κρίση, επαρκούν προς το παρόν για να αισθάνονται ασφαλείς οι καταθέτες ακόμη και μικρών τραπεζών, που υπό άλλες συνθήκες θα είχαν την κακή τύχη των καταθετών στις δύο μεγάλες κυπριακές τράπεζες.
Αυτό επιβεβαιώθηκε μέσα στο Σαββατοκύριακο από τις αποφάσεις της ΤτΕ για την First Business Bank που άλλοτε ελεγχόταν από τον ήδη άφαντο μεγαλοεφοπλιστή Ρέστη, αλλά και για την τράπεζα που έστησαν πρώην ανώτερα στελέχη της Τράπεζας Εργασίας, την Probank:
- Κοινός παρονομαστής των αποφάσεων είναι ότι οι μέτοχοι χάνουν τα πάντα -στην περίπτωση της FBB- ή πολλά -στην περίπτωση της Probank-αλλά όλοι οι καταθέτες, ακόμη και όσοι θεωρούνται ανασφάλιστοι, έχοντας καταθέσει ποσά άνω των 100.000 ευρώ, διασώζονται με το ζεστό χρήμα του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το οποίο βέβαια δεν έρχεται δωρεάν, αλλά ως διεθνές δάνειο στο Ελληνικό Δημόσιο, που θα πληρωθεί από τον Έλληνα φορολογούμενο.

- Η FBB Bank («καλό κομμάτι») περιέρχεται στην Εθνική Τράπεζα, διευκολύνοντας την προσπάθεια κεφαλαιακής της ενίσχυσης με ένα καλό... μπόνους: σε συνολικό «καλό» χαρτοφυλάκιο δανείων, ύψους 1,2 δισ. ευρώ, οι ήδη σχηματισμένες προβλέψεις που παραλαμβάνει η Εθνική φθάνουν τα 500 εκατ. ευρώ, δηλαδή ουσιαστικά η Εθνική αναλαμβάνει ένα χαρτοφυλάκιο δανείων μηδενικού κινδύνου. Μαζί με αυτό το χαρτοφυλάκιο και τις καταθέσεις πελατών, η Εθνική παίρνει και ένα «μπόνους» 524,3 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (με τη μορφή ομολόγων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, τα οποία ισοδυναμούν με μετρητά). Το τεράστιο αυτό ποσό, αν αναλογιστεί κανείς το πολύ μικρό μέγεθος του ενεργητικού της FBB, καλύπτει το επίσης τεράστιο χρηματοδοτικό κενό (fundinggap) της μικρής, προβληματικής τράπεζας (διαφορά μεταξύ παθητικού και ενεργητικού). Για να γίνει αντιληπτό το εύρος του κενού, αρκεί να αναφέρουμε ότι, ακόμη και αν κουρεύονταν σε ποσοστό 100% οι ανασφάλιστες καταθέσεις στην τράπεζα (448 εκατ. ευρώ), πάλι θα έμενε μια «τρύπα» της τάξεως των 80 εκατ. ευρώ! Ο εφοπλιστής Ρέστης και οι άλλοι μέτοχοι της FBB δεν είχαν την παραμικρή διάθεση να καλύψουν το κενό κεφαλαιακής επάρκειας της FBB, προτιμώντας να χάσουν όλα τα κεφάλαια που είχαν τοποθετήσει, παρά να ανανεώσουν το «ποντάρισμά» τους στην τράπεζα. Σε αντίθεση με τους μετόχους, που τα χάνουν όλα, οι καταθέτες προστατεύονται και μπαίνουν στην «ομπρέλα» μιας μεγάλης συστημικής τράπεζας, με όλα τα έξοδα πληρωμένα από το Τ.Χ.Σ.

- Σε ό,τι αφορά την πολυμετοχική Probank, οι μέτοχοι βρίσκονται πλέον λίγα μόνο βήματα πριν την επιβολή... πέναλτι από την Τράπεζα της Ελλάδος, μετά την απόφαση για διορισμό επιτρόπου, καθώς η τράπεζα κλήθηκε να συγκεντρώσει 282 εκατ. ευρώ για να καλύψει το κενό στην κεφαλαιακή της επάρκεια, αλλά κάλυψε με την τελευταία αύξηση κεφαλαίου μόνο τα 150 εκατ. ευρώ. Το πολυμετοχικής αντίληψης καταστατικό της τράπεζας, που δεν επιτρέπει σε ένα μέτοχο να διαθέτει άνω του 5% του κεφαλαίου, φαίνεται πως αποτέλεσε το μεγαλύτερο εμπόδιο στη συγκέντρωση των απαιτούμενων κεφαλαίων. Το τσεχικό fundPPF, που ήδη έχει κάνει αισθητή την παρουσία του στην Τράπεζα Πειραιώς και στον ΟΠΑΠ, ήταν, σύμφωνα με πληροφορίες, έτοιμο να προσφέρει τα αναγκαία κεφάλαια για την επιτυχία της αύξησης, αλλά αυτό θα απαιτούσε να καταστεί κύριος μέτοχος, με ποσοστό πολύ άνω του 5%, περιορίζοντας ανάλογα τα ποσοστά των άλλων, μικρότερων μετόχων (dilution). Ο επίτροπος της Τράπεζας της Ελλάδος καλείται τώρα να βρει τη λύση στο πρόβλημα σε πολύ σύντομο χρόνο, καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, ηProbank θα έχει την ίδια τύχη με την FBB (ανάκληση άδειας και μεταφορά του υγιούς κομματιού σε συστημική τράπεζα), με συνέπεια να χάσουν τα πάντα οι ουκ ολίγοι ιδιώτες μέτοχοι. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ο μόνος τρόπος για να αποφύγουν τη συντριπτική απώλεια των κεφαλαίων τους οι μέτοχοι της Probank θα είναι να αποδεχθούν ότι η εποχή της πολυμετοχικότητας τελειώνει: αν το PPF ή άλλος ιδιώτης επενδυτής δεχθεί να καλύψει το κενό της αύξησης κεφαλαίου, οι μικρομέτοχοι και το μάνατζμεντ της τράπεζας θα πρέπει να δεχθούν ότι αυτός θα έχει πλέον θέση βασικού μετόχου, με ποσοστό πολύ μεγαλύτερο του 5%, ενώ οι συμμετοχές των μικρομετόχων θα «αραιώσουν» σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι καταθέτες δεν χρειάζεται να ανησυχούν, αφού και στο χειρότερο σενάριο, της ανάκλησης άδειας και μεταβίβασης του «καλού» κομματιού σε συστημική τράπεζα, το Τ.Χ.Σ. θα καλύψει πλήρως τις καταθέσεις τους, ασφαλισμένες και ανασφάλιστες.

Ολοταχώς προς το τέλος παιχνιδιού...

Όλα αυτά δεν σημαίνουν, βέβαια, ότι οι καταθέτες των ελληνικών τραπεζών μπορούν να προεξοφλούν ότι θα παραμείνουν ασφαλείς στο διηνεκές. Η «ομπρέλα» προστασίας των καταθετών από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας δεν θα κρατήσει πολύ, αφού το Τ.Χ.Σ. έχει περιορισμένο κεφάλαιο (50 δισ. ευρώ) και όλα δείχνουν ότι αυτό δεν θα αργήσει να εξαντληθεί, αφού οι ζημιές των τραπεζών από τα χαρτοφυλάκια δανείων θα ξεπεράσουν αυτές που είχαν υπολογισθεί, με βάση τα χειρότερα σενάρια της BlackRock και θα απαιτηθούν αρκετά δισ. ευρώ ακόμη (για 8 δισ. ευρώ, έκανε λόγο πρόσφατα η Moody’s) για να καλυφθούν οι ζημιές που θα μείνουν ακάλυπτες από το «πακέτο» των 50 δισ. ευρώ.

Σε αυτό το χρονικό σημείο, που δεν θα αργήσει να φθάσει, οι καταθέτες μπορούν να διασωθούν μόνο με δύο τρόπους, αλλά και για τους δύο ακούγεται ήδη το ηχηρό βέτο του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών:

1.       Να δεχθούν οι Ευρωπαίοι μια πρόσθετη αύξηση των δανείων προς την Ελλάδα, ώστε να ενδυναμωθεί περαιτέρω το Τ.Χ.Σ. και να συνεχίσει να καλύπτει ζημιές, πριν αυτές «αγγίξουν» τους ανασφάλιστους καταθέτες. Όμως, αυτό φαίνεται πλέον ότι είναι απίθανο. Η Γερμανία και οι «δορυφόροι» της έχουν τονίσει ότι τα κεφάλαια που συμφωνήθηκε να δοθούν στην Ελλάδα με το δεύτερο μνημόνιο είναι τα τελευταία και εμμένουν στη γραμμή του «ούτε ευρώ επιπλέον για την Ελλάδα».

2.       Να προχωρήσει η τραπεζική ένωση της Ευρώπης, ώστε να δημιουργηθεί ένας κοινός ευρωπαϊκός μηχανισμός εγγύησης καταθέσεων, που θα καλύψει και τις ελληνικές τράπεζες. Το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών κατέστησε σαφές μόλις πρόσφατα (στο πλαίσιο των εργασιών τουG-20) ότι η τραπεζική ένωση θα αργήσει πολύ, καθώς το Βερολίνο απαιτεί να αλλάξει και η Ευρωπαϊκή Συνθήκη προς την κατεύθυνση αυτή και όλοι γνωρίζουν πως οι αλλαγές συνθηκών είναι αργόσυρτες διαδικασίες, που επιφυλάσσουν συχνά πολλές εκπλήξεις από τα εθνικά κοινοβούλια ή από τους λαούς, όπου απαιτούνται δημοψηφίσματα. Εκτός αυτού, όμως, όπως τόνιζε σε πρόσφατο άρθρο του ο ανταποκριτής τωνFinancial Times στις Βρυξέλλες, Άλεξ Μπάρκερ, το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών, με τις ενστάσεις του, έθεσε σε «βαθιά κατάψυξη» τις προτάσεις της Κομισιόν για κοινή εγγύηση καταθέσεων (το σχέδιο έχει ήδη μπει στο «ράφι», όπως τόνιζε χαρακτηριστικά ο Μπάρκερ). Είναι προφανές, λοιπόν, ότι οι Έλληνες καταθέτες δεν πρέπει να περιμένουν, ακόμη και αν προχωρήσει η τραπεζική ένωση, να απλωθεί μια ευρωπαϊκή «ομπρέλα» πάνω από τις οικονομίες τους. Αντίθετα, θα πρέπει να περιμένουν ότι θα ισχύσουν στο μέλλον οι διαβεβαιώσεις του Ολλανδού επικεφαλής του Eurogroup, πως το μοντέλο της Κύπρου θα εφαρμοσθεί και σε άλλες περιπτώσεις στο μέλλον.

Σε αυτό τον ορίζοντα αβεβαιότητας, μάλιστα, προστίθεται ένα ακόμη στοιχείο, που αφορά ειδικά την Ελλάδα: η συζήτηση για τη νέα αναδιάρθρωση του χρέους, ώστε να καταστεί βιώσιμο, παραμένει σε εκκρεμότητα, με τη Γερμανία αποφασισμένη να συνοδεύσει όποια απόφαση για κούρεμα των επίσημων πιστωτών, δηλαδή των κρατών της ευρωζώνης, με «αντισταθμιστικά» μέτρα επιβολής πρόσθετων θυσιών στους Έλληνες. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι κοινό μυστικό ότι το Βερολίνο δεν βλέπει με καθόλου κακό μάτι τα σενάρια επιβολής μιας «τσουχτερής» έκτακτης εισφοράς στους καταθέτες.