Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

Αριστερές συγκρίσεις...

Του Ευτύχη Βαρδουλάκη, στην Κυπριακή "Καθημερινή"

Η επίσκεψη του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλέξη Τσίπρα στη Βραζιλία και η συνάντησή του με τον Αριστερό πρώην πρόεδρο Λούλα, έδωσε αφορμή για πολλές συζητήσεις. 
Ως συνήθως ο καθένας έδωσε στην επίσκεψη την ερμηνεία που ήθελε, προσπαθώντας να φέρει τα γεγονότα στα μέτρα των δικών του προκατασκευασμένων εμμονών. 
Επειδή όμως οι ταμπέλες έχουν ελάχιστη αξία, ας δούμε εν συντομία τι πολιτική ακολούθησε ο Πρόεδρος Λούλα, πώς πέτυχε την ανάκαμψη της Βραζιλίας και ας κάνουμε τις αναπόφευκτες συγκρίσεις.
Ο Λούλα εξελέγη το 2003, με ένα πρόγραμμα με έντονα αριστερά χαρακτηριστικά. Το πρώτο διάστημα δεν ήταν εύκολο καθώς παρουσιάστηκαν αρκετές δυσκολίες στην εφαρμογή του και μεγάλη ύφεση, η οποία οδήγησε σε υποτίμηση του νομίσματος. 
Τι έκανε τότε ο Λούλα και η κυβέρνησή του; Ανανέωσε τη συμφωνία της...
προηγούμενης Κυβέρνησης με το ΔΝΤ και αναπροσάρμοσε την οικονομική του πολιτική σε μια άλλη συνταγή η οποία, μεταξύ άλλων, περιελάμβανε την εμπλοκή ιδιωτών στα δημόσια έργα, την προώθηση αποκρατικοποιήσεων και αυτοχρηματοδοτούμενων έργων και τη μείωση της φορολογίας που είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της ιδιωτικής οικονομίας.
Με την πολιτική του πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού κατά τα πρώτα δύο έτη, ενώ τον τρίτο χρόνο η Βραζιλία υπερέβη τους στόχους και προχώρησε στην αποπληρωμή των δανείων 2 χρόνια νωρίτερα.
Ανάλογη πολιτική, συνεχίζει σήμερα η επίσης Αριστερή διάδοχός του Ντίλμα Ρούσεφ. Στις αρχές του 2012 η Κυβέρνηση της Βραζιλίας εκχώρησε σε ιδιώτες 3 μεγάλα αεροδρόμια με συνολικά έσοδα 14,3 δις δολάρια, ενώ το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων που έχει εξαγγείλει για τα επόμενα 5 χρόνια αναμένεται να φέρει επιπλέον έσοδα 45 δις δολάρια. Σε εξέλιξη βρίσκεται επίσης πρόγραμμα εκχώρησης σε ιδιώτες της κατασκευής και εκμετάλλευσης 7 μεγάλων αυτοκινητοδρόμων συνολικού μήκους 5.700 χλμ.
Την ίδια ώρα στη Βραζιλία λειτουργούν 90 ιδιωτικά πανεπιστήμια, ενώ συνολικά το 75% των σπουδαστών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης φοιτά σε ιδιωτικά ιδρύματα. Το 40% της παραγωγής ενέργειας βρίσκεται ήδη στα χέρια ιδιωτών, με τάση αύξησης άνω του 50% στα επόμενα χρόνια. Οι αερομεταφορές είναι ιδιωτικές, υπάρχουν ιδιωτικές εταιρίες τρένων, ενώ η χώρα διαθέτει 3 πυρηνικούς αντιδραστήρες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και έχει ως στόχο να κατασκευάσει άλλους 4 έως το 2020.
Πολλά από τα θέματα αυτά, που αποτελούν «ταμπού» για την Ελληνική και Κυπριακή Αριστερά, για μια άλλη Αριστερή Κυβέρνηση, αποτελούν αναπτυξιακό όχημα.
Όλα αυτά βέβαια δεν σημαίνουν ότι ο Λούλα τα έκανε όλα «καλά και άγια». Πολλοί θεωρούν ότι η υψηλή δημοτικότητά του οφείλεται και στην στεγαστική πολιτική που ακολούθησε, η οποία εκτίναξε τις τράπεζες, βελτίωσε τη ζωή εκατομμυρίων κατοίκων, αλλά εγκυμονεί τον κίνδυνο μιας μεγάλης «φούσκας». Επίσης αμφιλεγόμενη είναι η προσπάθεια κατασκευής μεγάλων φραγμάτων στον Αμαζόνιο, η οποία έχει ξεσηκώσει παγκόσμιες αντιδράσεις λόγω των σοβαρών περιβαλλοντικών της επιπτώσεων.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, το θέμα μας δεν είναι η αποτίμηση του έργου του Λούλα, αλλά η ανάδειξη ενός βασικού στοιχείου της πολιτικής του: η έλλειψη δογματισμού. Ο ρεαλιστικός πραγματισμός ενός ηγέτη, ο οποίος αντί να προσαρμόσει την πραγματικότητα στις ιδεοληψίες του, προσάρμοσε την πολιτική του στην πραγματικότητα. Κάτι που είναι όχι απλώς ζητούμενο, αλλά προϋπόθεση κυβερνητικής επάρκειας.
Οι συγκρίσεις με την ελληνική και κυπριακή Αριστερά είναι αναπόφευκτες. Στη μεν Ελλάδα, η Αριστερά, μολονότι δύναμη εξουσίας πλέον, ταλαντεύεται ακόμα μεταξύ ριζοσπαστικοποίησης και ρεαλισμού, μολονότι ο δεύτερος θα έπρεπε να αποτελεί μονόδρομο. Όχι μόνο για να κερδίσει τις εκλογές, αλλά και  για να μπορέσει να σταθεί στη συνέχεια ως Κυβέρνηση. Ενώ στην Κύπρο, παρά την παράδοση ρεαλισμού, η οποία ήταν το κλειδί της επιτυχίας του ΑΚΕΛ για πολλες 10ετίες, την κρίσιμη ώρα, η κυβέρνηση Χριστόφια βρέθηκε συχνά δέσμια των αγκυλώσεών της.
Τέλος, αυτό που θα έπρεπε όλοι να κρατήσουν, είναι η δήλωση του Προέδρου Λούλα: «Το μήνυμα που θα ήθελα να στείλω στον ελληνικό λαό είναι ότι αυτή τη στιγμή της κρίσης πρέπει να είναι ψύχραιμοι, να έχουν μεγάλη θέληση και να αναζητήσουν λύσεις. Να μη γίνονται πολλά σχόλια για την κρίση, αλλά να συζητούν ποιες είναι οι λύσεις. Νομίζω ότι ούτε η Ελλάδα ούτε οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα θα βίωνε τις σημερινές καταστάσεις, αν είχαν ληφθεί οι σωστές αποφάσεις πριν από τέσσερα χρόνια». Πρόκειται για μια δήλωση πραγματικού statesman και όχι κομματάρχη. Και όταν απευθύνεται σε μία χώρα που ο δημόσιος διάλογος κυριαρχείται από οξύτητα, καταγγελτικό λόγο, αφορισμούς και δογματισμούς, είναι εξαιρετικά χρήσιμη.