Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

«Σχετικοποίηση» της βίας και «διδακτική» ρητορική...του Ευτ.Βαρδουλάκη

Eftychis VardoulakisΠριν από σχεδόν 80 χρόνια (1933) κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος του μυθιστορήματος «Αργώ», του Γιώργου Θεοτοκά, ενός από τους σημαντικότερους διανοούμενους της «Γενιάς του ‘30». Το βιβλίο αποτελεί μια τοιχογραφία της Ελλάδας του μεσοπολέμου, μιας ταραγμένης εποχής, με οικονομική κρίση, εκατομμύρια εξαθλιωμένων προσφύγων και έντονη ιδεολογικοπολιτική αστάθεια.
Εκτενείς σε όλο το μυθιστόρημα είναι οι αναφορές στο «ταξίδι», οι οποίες αποτυπώνουν την «ανάγκης της φυγής» που αισθάνονται οι ανήσυχοι νέοι της εποχής, αποτέλεσμα της κρίσης, αλλά και της απογοήτευσης από την ήττα της Μεγάλης Ιδέας. Η απουσία ενός συλλογικού εθνικού στόχου, οδηγούσε στην άνοδο των πολιτικών άκρων της εποχής, στην ισχυροποίηση όσων επένδυαν στην απογοήτευση, το
θυμό και την κρίση.

Στο τέλος του Α’ τόμου, ένας από τους ήρωες του μυθιστορήματος, ο Υπουργός Εσωτερικών Παύλος Σκινάς, ένας φιλόδοξος, όχι ιδιαίτερα καλλιεργημένος, αλλά πραγματιστής και κάπως λαϊκιστής πολιτικός, συνθλίβει ταυτοχρόνως ένα ακροδεξιό στρατιωτικό πραξικόπημα και μια κομμουνιστική εξέγερση. Η στιγμή της δόξας του είναι ο θρίαμβος του δημοκρατικού χώρου έναντι στα δύο άκρα. Μετά τη διάλυση των στασιαστών, ο Παύλος Σκινάς, από μπαλκόνι της Πλατείας Συντάγματος εκφωνεί αποθεούμενος τον ακόλουθο λόγο:

«Η Δημοκρατία, δέχτηκε χτες μια διπλή επίθεση. Η Δημοκρατία νίκησε όλους μαζί τους αντιπάλους της, της δεξιάς και της αριστεράς, χάρη στη γενναιότητα και την αποφασιστικότητα των νόμιμων αρχών και χάρη στην ψυχραιμία και τη νομιμοφροσύνη της μεγάλης πλειοψηφίας του αθηναϊκού λαού. Η χτεσινή μάχη ήταν μάχη της ελευθερίας και της τάξης εναντίον της τυραννίας και της αναρχίας, εναντίον του τρελού τυχοδιωκτισμού και της τυφλής και ασυνείδητης βίας, μάχη του Κράτους εναντίον των δυνάμεων της διάλυσης και της αποσύνθεσης. Νικήσαμε γιατί το έθνος ήτανε μαζί μας. Οι χτεσινοί στασιαστές που προσπάθησαν να σας παρασύρουν εναντίον του Κράτους σας, του Κράτους που αποτελείτε εσείς οι ίδιοι, σας υποσχέθηκαν να γιατρέψουν μονομιάς όλα τα δεινά που μαστίζουν το τόπο, να καταργήσουν από τη μια μέρα στην άλλη, όλες τις δυσκολίες της σημερινής ζωής. Σας υποσχέθηκαν θαύματα. Και ως αντάλλαγμα δε σας ζήτησαν πολλά πράματα, συμπολίτες. Σας ζήτησαν μονάχα να παραιτηθείτε από την ελευθερία σας, δηλαδή, από την αξιοπρέπειά σας και το φιλότιμο σας, και να υποταχτείτε, σαν ένα κοπάδι Βάρβαροι, στην ωμή και άλογη βία τους. Δεν τους πιστέψατε και δεν τους ακολουθήσατε γιατί είστε Έλληνες και κανείς δε μπορεί να σας κοροϊδέψει τόσο εύκολα, όπως κοροϊδεύονται άλλοι λαοί μεγάλοι και σπουδαίοι, μα λιγότερο έξυπνοι από σας. Εγώ όμως σας το λέω καθαρά και ξάστερα, και πρέπει να με πιστέψετε, συμπολίτες, εγώ σας λέω πως δεν είναι σήμερα ο καιρός των θαυμάτων, αλλά ο καιρός των θυσιών. Για να ανορθώσουμε τη βασανισμένη πατρίδα μας, για να παραδώσουμε μια καλύτερη πατρίδα στα παιδιά μας, για να προετοιμάσουμε την ελληνική Αναγέννηση, θα χρειαστούνε κόποι και μόχθοι, αλύγιστες πειθαρχίες, ακατάβλητη υπομονή, σκληροί αγώνες εναντίον των δύσκολων αυτών περιστάσεων και εναντίον του εαυτού μας. Θα χρειαστούνε θυσίες, θυσίες, μεγάλες θυσίες…»

Οι ομοιότητες της εποχής σε σχέση με τα καθ’ ημάς είναι αρκετά εμφανείς. Η δε ρητορική του Παύλου Σκινά εξόχως διδακτική. Ο πραγματιστής πολιτικός του δημοκρατικού χώρου ισορροπεί ανάμεσα στον ρεαλισμό του «υπεύθυνου λόγου» και τον "συναισθηματικό λαϊκισμό". Δεν ενοχοποιεί τους πολίτες, αλλά τους κολακεύει και τους τονώνει προσεγγίζοντάς τους ως συμμάχους. Παράλληλα αντιμετωπίζει τα δύο «άκρα» ως ομοειδή πολιτική παρεκτροπή. Αδιαφορεί για τις διαφορετικές τους πολιτικές και ιδεολογικές αφετηρίες, εστιάζοντας στην κοινή πρακτική της «ωμής και άλογης βίας τους».
Που κολλάνε όλα αυτά; Με το νέο κύκλο συζήτησης που έχει ανοίξει τις τελευταίες μέρες σχετικά με την πολιτική βία. Συνοψίζοντας - κάπως γενικευμένα - τις δύο κυρίαρχες απόψεις, η μία πλευρά λέει ότι η αντιμετώπιση της βίας μπορεί να είναι αποτελεσματική, μόνο αν γίνεται επί της αρχής, αν δηλαδή απορρίπτεται ως στοιχείο πολιτικής δράσης. Η άλλη πλευρά, διαμαρτύρεται για την απόπειρα εξίσωσης, υποστηρίζοντας ότι ο επιθετικός προσδιορισμός πριν από τη λέξη «βία» (αν, δηλαδή, πρόκειται για «ρατσιστική» ή για βία στα πλαίσια μιας κινητοποίησης) είναι καθοριστικός για την αποδοχή της ή μη. Γίνεται δηλαδή ουσιαστικά λόγος για «σχετικοποίηση» της βίας, σε μια συζήτηση που συχνά ακροβατεί μεταξύ μεταμοντέρνας θεωρίας και ωμού κυνισμού. Σκοπός του κειμένου αυτού δεν είναι να καταδείξει την ορθότητα ή μή κάποιας άποψης. Όμως, πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας, η "σχετικοποίησης της βίας", εγκυμονεί κινδύνους. Αφενός μεν επειδή αν όλα γίνουν «σχετικά», τα όρια γίνονται δυσδιάκριτα και αυτό εύκολα οδηγεί σε παρεκτροπές, αφετέρου δε, διότι σε μια τέτοια περίπτωση θα κερδίζει εκείνος που στηρίζει τη βία του στο πιο απλό, κατανοητό, ορατό μήνυμα και στο ισχυρότερο σύμβολο. Και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάει κανείς, είτε συμφωνεί με αυτή την άποψή, είτε όχι...