Η τουρκική εξωτερική πολιτική, από τη δεκαετία του ’50 και εντεύθεν, διαμορφώθηκε σε δυο βασικούς φορείς, που ήταν το υπουργείο εξωτερικών και το τουρκικό ΓΕΕΘΑ. Στους δυο αυτούς φορείς διαμορφώθηκε η στρατηγική της Τουρκίας έναντι της Ελλάδος και της Κύπρου, μια στρατηγική που οδήγησε στον αφελληνισμό της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, στην εισβολή και κατοχή της Κύπρου, στην αμφισβήτηση του καθεστώτος του Αιγαίου και στην δια της τρομοκρατίας τουρκοποίηση των μουσουλμάνων της Θράκης.
Η συγκεκριμένη στρατηγική της Τουρκίας, υποχρέωσε την Ελλάδα να διαθέτει επί δεκαετίες για τις
ανάγκες της εθνικής άμυνας το υψηλότερο ποσοστό επί του ΑΕΠ από όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα, ιδιαίτερα τη δεκαετία του ’90, διέθετε κατ’ αναλογίαν για την άμυνά της περισσότερους πόρους ακόμα και από την Αγγλία, η οποία δια των ενόπλων της δυνάμεων ασκεί μια αυτοκρατορική πολιτική. Για να γίνει καλύτερα κατανοητό το μέγεθος του ζητήματος, η Ελλάδα διαθέτει για την άμυνα υπετριπλάσιους πόρους ως ποσοστό επί του ΑΕΠ από την Αυστρία, που ασκεί δριμεία κριτική στην Ελλάδα για τα ελλείμματα και το εξωτερικό μας χρέος, και υπερδιπλάσιους πόρους από την Φινλανδία, που απαιτεί τις εγγυήσεις για το δάνειο, και από την επίσης ‘δύσκολη’ Ολλανδία.
Αν δε κάνουμε έναν απλό υπολογισμό, θα δούμε ότι η Ελλάδα «της κακοδιοίκησης, της διαφθοράς και των ‘ράθυμων’ Ελλήνων πολιτών», όπως παρουσιάζουν τη χώρα και το λαό μας ντόπιοι και ξένοι πολιτικοί, αν δεν διέθετε τους επιπλέον πόρους στην εθνική της άμυνα αυτά τα 60 χρόνια, ίσως ήταν μια από τις πιο ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, χωρίς ελλείμματα και τόσο δυσθεώρητο εξωτερικό χρέος.
Η ανάγκη της διάθεσης των επιπλέον πόρων στην εθνική μας άμυνα, μπορεί να προέκυψε από πραγματικά δεδομένα, και εννοούμε τη συγκεκριμένη στρατηγική της Τουρκίας, αποτέλεσε όμως αιτία πολλών δεινών για τη χώρα μας. Και αυτό γιατί οι ελληνικές κυβερνήσεις, αντί να αναπτύξουν αμυντική βιομηχανία, που εκτός από τη διασφάλιση της άμυνας, κατά κάποιον τρόπο θα βοηθούσε και στην ανάπτυξη της χώρας, παρασύρθηκαν σε μια διαδικασία καταβολής λύτρων στις χώρες που διαθέτουν πολεμική βιομηχανία και πολιτική επιρροή. Τι εννοούμε. Με παραγγελίες οπλικών συστημάτων κυρίως από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Ρωσία, παραγγελίες που κόστισαν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια στον ελληνικό λαό, προσπαθούσαν να εξαγοράσουν πολιτική στήριξη στο Κυπριακό, το Αιγαίο και τη Θράκη. Μια στήριξη που είχε περιορισμένο χρονικό ορίζοντα, για να ξαναρχίσει ο φαύλος κύκλος της καταβολής λύτρων για εξασφάλιση πολιτικής στήριξης.
Η πρακτική αυτή είχε και μια άλλη επίπτωση για την Ελλάδα, εξ ίσου αν όχι πιο καταστροφική από τη κατανάλωση πολύτιμων εθνικών πόρων. Μέσα από τη διαδικασία των προμηθειών, που γίνονταν από μερικές κλειστές ομάδες επιχειρηματιών, που εκπροσωπούσαν τις ξένες εταιρείες οπλικών συστημάτων, διεφθάρησαν πολιτικοί και κόμματα σε τέτοιο βαθμό, που φθάσαμε να μιλάμε για πλήρη σήψη του πολιτικού συστήματος. Η περιπτώσεις της SIEMENS και των υποβρυχίων, είναι ενδεικτικές. Αν σκεφθεί κανείς ότι για να γίνει κάθε μεγάλη προμήθεια, όπως για παράδειγμα εκείνη η περίφημη ‘αγορά του αιώνα’, ήταν απαραίτητη η εμπλοκή υψηλόβαθμων πολιτικών στελεχών και κομμάτων.
Όμως η διαφθορά, που πήρε το χαρακτήρα εθνικής απώλειας -ας μην ξεχνάμε ότι το πολιτικό δυναμικό είναι μέρος του εθνικού μας δυναμικού- δεν περιορίζεται στη σήψη του πολιτικού συστήματος. Δυστυχώς, η σήψη και η διαφθορά προχώρησε και σε επίπεδο υπηρεσιακών παραγόντων, με προφανείς επιπτώσεις στο αξιόμαχο των ενόπλων δυνάμεων. Γιατί είναι τέτοια η φύση της αποστολής του αξιωματικού, που δεν είναι δυνατόν να την υπηρετήσει επάξια και να την φέρει σε πέρας, όταν εξαγοράζεται για μερικές χιλιάδες δολάρια και μάλιστα από μια ξένη χώρα, που συνήθως οι ξένοι ξέρουν να κρατούν καλά τους «λογαριασμούς» αυτούς.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις την περίοδο αυτή βρίσκονται σε μια κρίσιμη καμπή. Και αυτό γιατί -εκτός των άλλων- οι εξελίξεις στην Τουρκία μας επιτρέπουν να πούμε ότισταδιακά η τουρκική εξωτερική πολιτική θα αρχίζει να διαμορφώνεται στο επίπεδο της κυβέρνησης και οι δυο προαναφερθέντες φορείς, το τουρκικό υπουργείο εξωτερικών και οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, θα μετατραπούν σε φορείς υλοποίησης και υποστήριξής της. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να διαχειριστεί από καλύτερη θέση τα ελληνοτουρκικά, αφού θα εκλείψει ο φόβος της ανεξέλεγκτης (από την τουρκική κυβέρνηση) χρήσης βίας από πλευράς των ΤΕΔ, στο μέτωπο Κύπρος-Αιγαίο-Θράκη.
Από την άλλη πλευρά, η απώλεια της πρωτοκαθεδρίας των ΤΕΔ στη χάραξη της πολιτικής και στο παιχνίδι νομής και άσκησης της εξουσίας της Τουρκίας, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στο Κουρδικό, αναδεικνύουν σοβαρές αδυναμίες του τουρκικού στρατού, που αν και ήταν γνωστές σε ορισμένους στη χώρα μας, αυτό δεν ήταν αρκετό και ασφαλές, για να τύχει κατάλληλου πολιτικού χειρισμού. Η διαρροή στον τουρκικό τύπο μαγνητοφωνημένης ομιλίας προς ανώτατους διοικητές και επιτελείς, του πρόσφατα αυτοβούλως αποστρατευθέντος αρχηγού ΓΕΕΘΑ, Ισίκ Κοσανέρ, καταρρίπτει το μύθο του ανίκητου τουρκικού στρατού. Εκτός αυτού, καταρρίπτει το μύθο που ανοήτως μεταφέρεται από στόμα σε στόμα για την ποιότητα των Τούρκων αξιωματικών (ποιος δεν έχει ακούσει το απολύτως ανόητο και κενό περιεχομένου «δώσε μου Τούρκο αξιωματικό και Έλληνα φαντάρο», που διακινούν ορισμένοι κρετίνοι). Ο Τούρκος στρατηγός, μεταξύ άλλων, ομολογεί ότι μόνιμοι αξιωματικοί, υπολοχαγοί, λοχαγοί και ταγματάρχες, εγκαταλείπουν τις θέσεις τους, τα όπλα και τους στρατιώτες τους, όταν δέχονται επιθέσεις από Κούρδους αντάρτες.
Κάτω από το πρίσμα των εξελίξεων που σε αδρές γραμμές παρατέθηκαν σ’ αυτό το άρθρο, είναι προφανές ότι η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να επανεξετάσει τη στρατηγική της στο ζήτημα της αντιμετώπισης της τουρκικής απειλής, που ασφαλώς θα συνεχίσει να υφίσταται. Η νέα αυτή στρατηγική θα πρέπει
- Ø να ενσωματώνει τις αρνητικές και εν πολλοίς καταστροφικές εμπειρίες των τελευταίων εξήντα ετών,
- Ø να εξουδετερώνει την όποια τουρκική απειλή σε όλα τα επίπεδα και ταυτόχρονα
- Ø να δίνει μια νέα προοπτική ασφάλειας και ανάπτυξης στην Ελλάδα και τον Ελληνισμό.