Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Δεν νοείται συναίνεση α λα καρτ, του Αθανασιου Ελλις

Την ερχόμενη εβδομάδα, ο πρωθυπουργός ίσως καλέσει τους πολιτικούς αρχηγούς για να ζητήσει τη στήριξή τους στα δύσκολα που θα ακολουθήσουν. Η πρόσκληση θα απευθύνεται ουσιαστικά στη Ν.Δ., καθώς η Αριστερά εμμένει στον μόνιμο αρνητισμό της σε όλα, ο ΛΑΟΣ έχει αυτοεγκλωβιστεί σε συνεχείς μεταλλάξεις και η κυρία Μπακογιάννη έχει ήδη διαμηνύσει την πρόθεσή της να προσφέρει τη δική της στήριξη. Ο γράφων έχει επανειλημμένα αναδείξει την αναγκαιότητα συναίνεσης των πολιτικών δυνάμεων, ιδιαίτερα των κομμάτων εξουσίας, σε κρίσιμα ζητήματα όπως είναι στη
σημερινή συγκυρία η οικονομία.
Πριν από τις αυτοδιοικητικές εκλογές, ο Αντώνης Σαμαράς δήλωσε ευθέως ότι εάν έλθει η Ν.Δ. στην εξουσία, θα τηρήσει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στο πλαίσιο του Μνημονίου, εκπέμποντας ένα μήνυμα σταθερότητας, συνέπειας και συνέχειας. Σε αυτό το πνεύμα καλείται να κινηθεί και τώρα, υιοθετώντας υπεύθυνη στάση έναντι των δύσκολων επιλογών που έπονται, όπως είναι ο ορθολογισμός του Δημοσίου, ο οποίος δεν πρόκειται να επιτευχθεί χωρίς σημαντικές απώλειες εισοδημάτων και θέσεων εργασίας.
Αρκετά έμπειρα στελέχη της Ν.Δ. επιθυμούν την απομάκρυνση από τη μονοδιάστατη εμμονή στην αντιμνημονιακή ρητορική. Η διακριτική στάση που τηρούν οι δύο αντιπρόεδροι του κόμματος είναι ενδεικτική. Αλλωστε, πολλές από τις διαρθρωτικές αλλαγές που προωθεί η κυβέρνηση βρίσκουν σύμφωνη τη Ν.Δ. Αλλά ακόμη και αν επιμείνει στην αντίθεσή του σε πτυχές του Μνημονίου, ο κ. Σαμαράς θα μπορούσε να διαβεβαιώσει τον πρωθυπουργό και τις αγορές που θα τον ακούν, ότι θα υπερψηφίσει στη Βουλή –το έχει ήδη κάνει σε πολλά σημαντικά νομοσχέδια– τις διαρθρωτικές αλλαγές που χρειάζεται η χώρα και αποτελούν προϋπόθεση για την εκταμίευση της τέταρτης δόσης του δανείου τον Μάρτιο. Επίσης, να τολμήσει να ζητήσει από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις που πρόσκεινται στη Ν.Δ. να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση. Στη μετά Μνημόνιο εποχή δεν δικαιολογείται, αλλά και δεν αποφέρει οφέλη, ο λαϊκισμός που σε σημαντικό βαθμό ευθύνεται για τη σημερινή κατάσταση.
Αυτά σε ό,τι αφορά τον κ. Σαμαρά. Από την άλλη, δεν νοείται μονόπλευρη συναίνεση. Δεν μπορεί να καλείται το έτερο κόμμα εξουσίας να αποδεχθεί όλα όσα έχει ήδη αποφασίσει η κυβέρνηση, χωρίς η τελευταία να επιδεικνύει τη διάθεση να εξετάσει και ενδεχομένως να υιοθετήσει κάποιες, έστω, από τις δικές του προτάσεις. Ούτε είναι δυνατόν από τη μια, επί σχεδόν καθημερινής βάσης, ο πρωθυπουργός και κάποιοι υπουργοί του να περιγράφουν περίπου ως εγκληματική την πενταετή διακυβέρνηση της Ν.Δ., αγνοώντας επιδεικτικά την εικοσάχρονη «συνεισφορά» του ΠΑΣΟΚ στη διόγκωση του χρέους –και κατ’ επέκταση την οικονομική κατάρρευση– και την ίδια ώρα να απαιτούν από τον πολιτικό τους αντίπαλο κατανόηση και υποστήριξη.
Δεν μπορεί να συστήνονται εξεταστικές επιτροπές για συγκεκριμένες περιόδους που εξυπηρετούν πολιτικά το ΠΑΣΟΚ, αλλά όχι για άλλες που το πλήττουν. Και δεν μπορεί να επικρίνεται ο κ. Σαμαράς για τη στάση του, όταν αυτή είναι μάλλον πιο υπεύθυνη από εκείνη που τήρησε ο κ. Παπανδρέου ως αντιπολίτευση, τον Μάρτιο του 2009, όταν απέρριψε τις εκκλήσεις του κ. Καραμανλή για ένα ελάχιστο συνεννόησης στα αυτονόητα και στοιχειώδη, όπως ήταν η ανάγκη περιορισμού του χρέους και του ελλείμματος, άσκησης κοινωνικής πολιτικής εντός των δημοσιονομικών ορίων και αυτοσυγκράτησης σε ό,τι αφορά τις διεκδικήσεις. Η πρωτοβουλία των κινήσεων ανήκει στον πρωθυπουργό. Αυτός θα διαμορφώσει το όποιο κλίμα συναίνεσης. Αν οι προθέσεις του είναι ειλικρινείς, δεν θα επαναλάβει την τακτική του περασμένου Μαΐου, όταν πρώτα έλαβε τις αποφάσεις του και υπέγραψε το Μνημόνιο και μετά συναντήθηκε με τους πολιτικούς αρχηγούς για να αναζητήσει τη συναίνεσή τους.