Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Μετά την επιμήκυνση, του Μπαμπη Παπαδημητριου

Στο κοινό ανακοινωθέν των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, το γνωστό, πλέον, Γιούρογκρουπ, υπήρχαν δύο αράδες μεγάλου ελληνικού ενδιαφέροντος. «Το Γιούρογκρουπ θα εξετάσει ταχύτατα την ανάγκη να εναρμονιστούν οι ημερομηνίες λήξης των δανείων χρηματοδότησης της Ελλάδας, προς εκείνες της Ιρλανδίας». Μια συζήτηση που ξεκίνησε στα τέλη του καλοκαιριού, πολύ διακριτικά ως όφειλε, μεταξύ Ουάσιγκτον και Αθήνας, για την επιμήκυνση του ελληνικού χρέους, έκανε την Κυριακή το απόγευμα ένα μεγάλο άλμα προς τα εμπρός.
Τελικά, στην Ευρωπαϊκή Ενωση ισχύει το κατά Ματθαίον «αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν» όσο κι αν συχνά, λαοί και αγορές, απογοητεύονται. Πρέπει όμως –και εδώ είναι τα δύσκολα– να έχεις και εσύ κάνει κάτι. Αποδεικνύεται τελικά ότι οι προηγούμενοι μήνες δεν αναλώθηκαν σε άσκοπες
προσπάθειες. Κάποια πράγματα έγιναν!
Η ομάδα των υπουργών της Ευρωζώνης αναφέρεται στον συνδυασμό αυτής της προσπάθειας με εκείνην, σπουδαιότερη από κάθε άποψη, που χρειάζεται να κάνουμε στους αμέσως επόμενους μήνες. Δίνοντας και στην Ελλάδα τους ίδιους όρους αποπληρωμής του δανείου, αποκαθίσταται μια ισορροπία που χάθηκε, τον Μάιο, την τελευταία στιγμή, κυρίως εξαιτίας της μέγιστης απώλειας εμπιστοσύνης.
Από πρακτική άποψη, η Ελλάδα ξέφυγε από την πενταετή περίοδο αποπληρωμής των δανείων που συμποσούνται στο Μνημόνιο των 110 δισ. ευρώ και πέρασε σε ενδεκαετή περίοδο εξόφλησης. Ακόμη καλύτερα, η αρχική περίοδος χάριτος, κατά την οποία δεν πληρώνουμε τόκους, θα γίνει τετραετής, αντί της σημερινής τριετούς. Αν μάλιστα επιτύχουμε να αλλάξουμε τους όρους και για όσα δάνεια θα έχουμε πάρει μέχρι τη στιγμή εκταμίευσης της τέταρτης δόσης, τον Μάρτιο, θα αποκτήσουμε μια σπουδαία βάση αυτοπεποίθησης έναντι των αγορών ομολόγων.
Περισσεύει πια η συζήτηση για την αναδιάρθρωση των ελληνικών χρεών με ταυτόχρονη παύση πληρωμών, όπως πολλοί, «Αριστερά και Δεξιά», ζητούν. Είναι προφανές ότι τα περιθώρια επί του γερμανικού ομολόγου θα χαλαρώσουν. Ετσι κι αλλιώς έχουμε χρόνο. Αν και οι αγορές θα προσδιορίσουν γρήγορα την αντίδρασή τους, είναι απαραίτητο να τακτοποιηθούν οι εκκρεμότητες. Οχι μόνον με τη δική μας περίπτωση. Αλλά και με της ιβηρικής, λόγω των συνδυασμένων επιπτώσεων της ύφεσης. Ακόμη και με της βελγικής ή της ιταλικής, δύο χωρών με υψηλό δημόσιο χρέος.
Κυρίως, όμως, οι αγορές ενδιαφέρονται να αποσαφηνιστεί το νέο πλαίσιο επανένταξης στη διαπραγμάτευση του κρατικού ευρωχρέους, κάτι που εξαρτάται από τις αρχές λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ). Οι γερμανικές προϋποθέσεις για τον συνυπολογισμό των ζημιών επί τίτλων που διακρατούνται από φορείς της ανοιχτής αγοράς και όχι από κρατικές οντότητες, πρέπει να τιμολογηθούν. Ακόμη και μετά την αποδοχή της γαλλικής πρότασης, που ακύρωσε τον αυτοματισμό των διαδικασιών, όπως, αρχικώς, επιθυμούσε το Βερολίνο, χρειάζονται πολλές διευκρινίσεις. Η πολιτική προσέγγιση, ως προϋπόθεση εκκίνησης της διαδικασίας αναδιοργάνωσης κάποιου τμήματος ευρωχρέους, δεν αλλάζει την εκτίμηση των νέων κινδύνων που περιβάλλουν πλέον την παρουσία του ευρώ.
Μας ενδιαφέρουν και τα δύο. Μικρότεροι τόκοι διευκολύνουν την επιστροφή της χώρας στις διεθνείς αγορές. Επιπλέον, ο ΕΜΣ θα συμβάλει στην επιστροφή της εμπιστοσύνης. Επομένως, αυτό που πραγματικά θα κρίνει τη θέση της χώρας είναι η ικανότητα προσαρμογής της οικονομίας μας.
Πράγματι, αν το δημοσιονομικό τεθεί υπό έλεγχο, μπορούμε να επιτύχουμε πιο σταδιακή μείωση του χρέους. Υπό μία προϋπόθεση. Τον αναπτυξιακό δυναμισμό της ελληνικής οικονομίας. Αν το πρώτο στοίχημα ήταν να αποδείξουμε ότι το κράτος μπορεί να μειώσει τις απαιτήσεις του έναντι της οικονομίας, το δεύτερο και κρισιμότερο στοίχημα είναι η οικονομία να αυτονομηθεί πλήρως από τα βαρίδια του κράτους. Πρόκειται για την πλέον κλασική επιλογή πολιτικής. Αρκεί ο καθείς να αναλάβει τις ευθύνες του.