Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας: υπάρχει λύση; του Γ.Τούντα*

Το Μάρτιο του 2008 είχα δημοσιεύσει στην Ελευθεροτυπία κείμενο με τίτλο «Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας: υπάρχει Ελπίδα;».
Οι ανησυχίες και οι φόβοι μου επαληθεύτηκαν και το νομοσχέδιο που είχε δώσει για δημόσια διαβούλευση η τότε ηγεσία του Υπουργείου Υγείας, παρέμεινε στις καλένδες, όπως πολλά άλλα αντίστοιχα προηγούμενα νομοσχέδια ή και νόμοι ακόμα, σβήνοντας για μια ακόμη φορά την ελπίδα για τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου συστήματος Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) στη χώρα μας.
Σήμερα, παρά το βάρος του Μνημονίου και την εναγώνια προσπάθεια για την περιστολή των δαπανών
υγείας, η νέα ηγεσία του Υπουργείου Υγείας δρομολόγησε διαδικασίες για τη διαμόρφωση ενός νέου μοντέλου ΠΦΥ. Η πρωτοβουλία αυτή είναι όχι μόνο σωστή για τη θεραπεία μιας χρόνιας παθολογίας του ελληνικού συστήματος υγείας, αλλά και απαραίτητη στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, για την εξυγίανση και τον εξορθολογισμό των δαπανών υγείας, οι οποίες τροφοδοτούνται και από την έλλειψη ενός οργανωμένου συστήματος ΠΦΥ.
Για την αντιμετώπιση της προβληματικής αυτής κατάστασης, έχουν προταθεί κατά καιρούς πολλές και διάφορες λύσεις. Οι περισσότερες βασίζονται στη δημιουργία αστικών Κέντρων Υγείας (ΚΥ) και στη θεσμοθέτηση του οικογενειακού ή/και προσωπικού γιατρού. Και οι δύο αυτές λύσεις είναι σήμερα ανεφάρμοστες. Ούτε πόροι υπάρχουν για νέες δημόσιες υποδομές και για περισσότερους δημόσιους γιατρούς, ούτε έχουμε αρκετούς οικογενειακούς γιατρούς και ανάλογη νοοτροπία των πολιτών, οι οποίοι έχουν συνηθίσει στην άμεση πρόσβαση σε υπεράριθμους εξειδικευμένους γιατρούς. Αντίθετα, αυτό που έχουμε ανάγκη και μπορεί να γίνει χωρίς επιπλέον δαπάνες, είναι να διαμορφωθεί ως θεσμός «η οικογενειακή ιατρική», με τη συμμετοχή γιατρών των βασικών ειδικοτήτων και άλλων επαγγελματιών υγείας, οι οποίοι θα παρέχουν σε προσδιορισμένους πληθυσμούς, πρόληψη, θεραπεία, φροντίδα, σε μόνιμη και συνεχή βάση, διευκολύνοντας και καθοδηγώντας ταυτόχρονα την πρόσβαση σε εξειδικευμένες ή νοσοκομειακές υπηρεσίες.
Ο θεσμός αυτός θα πρέπει να αναπτυχθεί εθελοντικά και σταδιακά μέσα στις υπάρχουσες δημόσιες υποδομές των Κέντρων Υγείας και των Πολυιατρείων του ΙΚΑ και των Δήμων, καθώς και από συμβεβλημένους ιδιώτες γιατρούς, οι οποίοι θα μπορούν να συγκροτούνται είτε σε ομάδες πραγματικής ή εικονικής συστέγασης και συνεργασίας, είτε σε ιδιωτικά Πολυιατρεία, ανεξάρτητα ή σε συνεργασία με τα συμβεβλημένα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα.
Το ΙΚΑ, όμως, δεν θα πρέπει να συνεχίσει να είναι ταυτόχρονα αγοραστής και προμηθευτής υπηρεσιών υγείας διότι έτσι παρέχει χαμηλής ποιότητας περίθαλψη. Τα νοσοκομεία του ΙΚΑ θα πρέπει να ενταχθούν άμεσα στο ΕΣΥ και αν αυτό δεν είναι ακόμα εφικτό για τα Πολυϊατρεία, τότε αυτά θα πρέπει να συναποτελέσουν ξεχωριστό οργανισμό υπηρεσιών υγείας, προκειμένου να υπαχθούν συντεταγμένα, μαζί με τις πρωτοβάθμιες μονάδες του ΕΣΥ και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, στις αρμοδιότητες των νέων Καλλικρατικών Δήμων, συναποτελώντας μαζί με τον συμβεβλημένο ιδιωτικό τομέα, Τοπικά Συστήματα ΠΦΥ.
Σε κάθε Τοπικό Σύστημα ΠΦΥ θα μπορεί να λειτουργεί Τοπικό Συμβούλιο Υγείας, ως όργανο σχεδιασμού, συντονισμού και ελέγχου. Όλες οι παρεχόμενες πρωτοβάθμιες υπηρεσίες του συστήματος θα αμείβονται από την κοινωνική ασφάλιση με σύναψη συμβάσεων και με ίδιες τιμολογήσεις και με τα ίδια κριτήρια λειτουργίας για το δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Έτσι, θα μπορέσει να διαμορφωθεί ένα κοινό-βασικό πακέτο των αναγκαίων παροχών υγείας, το οποίο κοστολογημένο σε πραγματικές τιμές, θα προσφέρεται σε κάθε Έλληνα ασφαλισμένο, ενισχύοντας έτσι τον αναδιανεμητικό ρόλο της κοινωνικής ασφάλισης, αλλά κυρίως μειώνοντας με τον τρόπο αυτό τις σημερινές μεγάλες κοινωνικές ανισότητες στην υγεία και τις ανεξέλεγκτες δαπάνες προς τον συμβεβλημένο ιδιωτικό τομέα.