Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

«Επικοινωνία» και πολιτική, τoυ Σταμου Zουλα

Με αφορμή το πρόσφατο «επικοινωνιακό» φιάσκο του κ. Γ. Καρατζαφέρη στην πρωτοβουλία διαλόγου για την ενότητα της Kεντροδεξιάς, σκόπιμο είναι κάποιοι από τους πολιτικούς μας ταγούς να προβληματισθούν για τις επιπτώσεις του συγκεκριμένου νεολογισμού στον δημόσιο βίο. Διότι ο όρος αυτός, από το ρήμα «επικοινωνώ» που σημαίνει αμοιβαία επαφή μεταξύ ατόμων ή ομάδων, έχει πλήρως διαστρεβλωθεί. Με πρώτο στοιχείο ότι η επικοινωνία των κομμάτων έχει αποβάλει κάθε ίχνος αμοιβαιότητος εκ μέρους των πολιτών, προς τους οποίους υποτίθεται ότι απευθύνεται. Για να μην εκτραπούμε στη θεωρητικολογία, ας επικαλεσθούμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Τον προεκλογικό Αύγουστο του 2007 είχαμε τις καταστρεπτικότερες πυρκαγιές στη χώρα μας, με ανυπολόγιστες ζημιές στη δυτική Πελοπόννησο και δεκάδες ανθρώπινα θύματα. Η νίκη της Ν.Δ. μετά μερικές εβδομάδες θεωρήθηκε σχεδόν θαύμα και κατά σημαντικό μέρος αποδόθηκε στον τότε υπ. Επικρατείας κ. Θ. Ρουσόπουλο. Με το αιτιολογικό ότι ο «επικοινωνιακός» τρόπος με τον οποίο
χειρίσθηκε την εθνική συμφορά ήταν άψογος. Αντίστοιχα στο ΠΑΣΟΚ, στο οποίο οι πυρκαγιές θεωρήθηκαν θεϊκό προεκλογικό δώρο, η «αναπάντεχη» ήττα αποδόθηκε στον λανθασμένο «επικοινωνιακό» χειρισμό των υπευθύνων, οι οποίοι δεν κατάφεραν να εκμεταλλευθούν πολιτικά την τραγωδία…
Βάσει, λοιπόν, της «επικοινωνιακής» αυτής αντιμαχίας, πρέπει να συμπεράνουμε το εξής: Ο κ. Ρουσόπουλος πέτυχε σε σημαντικό βαθμό να παρουσιάσει το ολοκαύτωμα ως αναπότρεπτη θεομηνία, ως τραγικό συμβάν, ως μοιραία συμφορά, την οποία το κράτος δεν μπορούσε ούτε να αποτρέψει ούτε να περιστείλει. Συγχρόνως, η τότε κυβέρνηση ανήγγειλε άμεση οικονομική ενίσχυση εκ 3.000 ευρώ των πληγέντων, με δραστικό περιορισμό της γραφειοκρατίας. Ολοι θυμόμαστε την αθρόα προσέλευση στις τράπεζες χιλιάδων συμπαθών, αλλά μη δικαιούχων Αθιγγάνων, προκειμένου να εισπράξουν το θεόσταλτο δώρο. Από την άλλη πλευρά, οι «επικοινωνιούχοι» του ΠΑΣΟΚ δεν κατόρθωσαν να αποδώσουν τη συμφορά σε ανικανότητα, παραλυσία και ανυπαρξία του κράτους, αλλά προτίμησαν τη μεμψιμοιρία για το «μικρό» ποσόν της άμεσης και σχεδόν ανεξέλεγκτης επιδότησης. Με άλλους λόγους, η ουσία της τραγωδίας κρίθηκε πολιτικά μεταξύ της επιδέξιας προσπάθειας ελαχιστοποιήσεως της κρατικής ευθύνης και την αδέξια απόπειρα μεγιστοποιήσεώς της!
Κάπως έτσι φτάσαμε και στο γαϊτανάκι των εξεταστικών επιτροπών που συγκροτούν εναλλάξ τα δύο μεγάλα κόμματα, οι οποίες πιστοποιούν και την πλήρη υποταγή της πολιτικής αντιπαραθέσεως στην επικοινωνιακή σκιαμαχία. Διότι οι περισσότερες εξεταστικές συγκροτούνται εν γνώσει της πλειοψηφίας ότι τα αδικήματα έχουν παραγραφεί. (Τη συντομότατη παραγραφή έχουν άλλωστε θεσπίσει από κοινού και οι δύο αντίπαλοι.) Οταν δε η «διαδικασία» ολοκληρωθεί, επέρχεται και η αυτογελοιοποίηση των ενδεδυμένων με δικαστική τήβεννο «εξεταστών». Εκδίδουν συνήθως πέντε πορίσματα. Σκεφθείτε τι θα συνέβαινε αν π.χ. ένα πενταμελές εφετείο αδυνατούσε να εκδώσει αποφάσεις και σε κάθε υπόθεση τα μέλη του κατέληγαν σε πέντε διαφορετικές γνωματεύσεις. Είναι βέβαιον ότι θα επενέβαινε αμέσως κάποια ανώτερη αρχή, καταλογίζοντας στους δικαστές μεροληψία, εξάρτηση από συμφέροντα ή και νοητική ακρισία. Δυστυχώς στο πολιτικό μας σύστημα δεν υπάρχει αυτή η ανώτερη αρχή, η οποία θα κολάσει τέτοια περιστατικά προστατεύοντας το κύρος, την αξιοπρέπεια και την αξιοπιστία του βουλευτικού αξιώματος. Συνεπώς οι ίδιοι πρέπει να αυτοπροστατευθούν από τον ευτελισμό που προκαλεί στην πολιτική η υποκατάστασή της από την «επικοινωνία».