Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010

Η αλήθεια για τους οίκους αξιολόγησης, του Θοδωρη Σκυλακακη


Με την πρόσφατη υποβάθμιση του χρέους της Ιρλανδίας και τη συζήτηση στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής ενός νέου ευρωπαϊκού κανονισμού που θα αναθέσει την εποπτεία των οργανισμών αξιολόγησης σε ένα πανευρωπαϊκό εποπτικό όργανο, οι οίκοι αυτοί επανήλθαν και πάλι στη ζωή μας. Με δεδομένο ότι οι οργανισμοί αξιολόγησης αποτελούν έναν εύκολο πολιτικό στόχο (τόσο λόγω αμερικανικής προέλευσης όσο και γιατί θεωρούνται πυλώνες του κατ’ εξοχήν αντιπαθούς παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος), η σχετική συζήτηση δεν ξέφυγε από τις συνήθεις στο πολιτικό μας σύστημα πρακτικές δαιμονοποίησης (διεθνής μαφία κ.λπ.). Τόσο, που δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό να διαβεβαιώσω τους συναδέλφους που συμμετείχαν στη συζήτηση ότι, έχοντας συνεργαστεί με έναν εκ των σχετικών οίκων (όταν ο Δήμος Αθηναίων απέκτησε για πρώτη φορά διεθνή χρηματοπιστωτική πιστοποίηση το 2005), εξ όσων ενθυμούμαι οι εργαζόμενοι σ’ αυτούς δεν διέθεταν «ουρά»!

Αν υπερβούμε όμως την τάση του πολιτικού μας συστήματος για μετάθεση των δικών μας ευθυνών (διότι το χρέος δεν το δημιούργησαν βέβαια οι οίκοι) και αποφασίσουμε να συζητήσουμε σοβαρά τα μειονεκτήματα της συγκεκριμένης αγοράς, προκύπτει ότι...
η Ευρωπαϊκή Ενωση όντως δεν κάνει αρκετά για τη βελτίωση της λειτουργίας των οίκων αξιολόγησης.

Δύο είναι τα βασικά μειονεκτήματα των οίκων όπως σήμερα λειτουργούν:

Ο ολιγοπωλιακός χαρακτήρας της αγοράς αυτής, που κυριαρχείται από τρεις μόνον οίκους, και η έμφυτη τάση της διαδικασίας αξιολόγησης να παράγει καλύτερα αποτελέσματα από αυτά που πράγματι ισχύουν. Αυτό συμβαίνει και γιατί οι ίδιοι οι αξιολογούμενοι επιδιώκουν να παρουσιάσουν μια ωραιοποιημένη εικόνα. Οταν, για παράδειγμα, οι διοικήσεις των μεγάλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών επιδιώκουν το βραχυπρόθεσμο κέρδος από υψηλού ρίσκου επενδύσεις ή ομολόγα, που τους δίνουν την ευκαιρία να εμφανίσουν υπερκέρδη και να πάρουν αντίστοιχα bonus, γιατί ο οίκος να «χαλάσει» το σχετικό πάρτι; Ιδίως αν ξέρει ότι και οι άλλοι δύο «συνάδελφοί» του θα πουν περίπου τα ίδια.

Το αποτέλεσμα είναι ότι οι οργανισμοί αξιολόγησης βρίσκονται κάθε τόσο «προ εκπλήξεων» τόσο σε ό,τι αφορά μεγάλες επιχειρήσεις (Enron, Lehman Brothers κ.λπ.) όσο και στην περίπτωση χωρών όπως η Ελλάδα και η Ιρλανδία, που και οι ίδιες βέβαια είχαν υποπέσει στο παρελθόν στο αμάρτημα της ωραιοποίησης. Και όταν ο αξιολογητής δεν κάνει σωστά τη δουλειά του ευθύς εξαρχής, τότε προκαλεί πολλαπλάσια ζημιά στη συνέχεια, είτε κάνοντας βίαιες υποβαθμίσεις, που προκαλούν πανικό στις αγορές, είτε κάνοντας τη «διόρθωση» σταδιακά, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζουν χώρες αφού έχουν αρχίσει να μειώνουν τα ελλείμματά τους, υπονομεύοντας την όποια προσπάθεια εξυγίανσης.

Εύκολη λύση για το πρόβλημα δεν υπάρχει και πάντως λύση δεν είναι ένας δημόσιος ευρωπαϊκός οργανισμός αξιολόγησης που οι αγορές θα εκλάμβαναν ως όργανο των υπό αξιολόγηση χωρών. Καλύτερη ενδεχομένως λύση θα ήταν η αναζήτηση κινήτρων για να αυξηθεί ο ανταγωνισμός, αλλά και αυστηρότερων κυρώσεων τόσο για τους αξιολογητές όσο και για τους αξιολογούμενους, που ωραιοποιούν στοιχεία. Και πάντως κανένας οίκος αξιολόγησης δεν σου φταίει αν –αφρόνως– εσύ ο ίδιος ζεις βουτηγμένος μέσα στα ελλείμματα και τα χρέη.
(πηγη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)