Μπορεί το ασφαλιστικό να χειροτερεύει για όλους, αλλά φαίνεται ότι ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κατόρθωσε να πείσει ακόμη και τους «σκληρούς» της τρόικας ότι σε αυτήν τη χώρα υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων που πρέπει να εξαιρεθεί όχι τόσο από την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, που όπως φαίνεται θα είναι ενιαία για παλαιούς και νέους ασφαλισμένους όλων των Ταμείων, όσο από τον επικίνδυνο «συγχρωτισμό» της με τους παρίες του ΙΚΑ.
Δεν είναι ψέμα πως ο πρώτος σε ψήφους βουλευτής της Β΄ Περιφέρειας Αθηνών είναι αγαπημένο παιδί των μίντια. Τόσο αγαπημένο που, παρά τις ισχύουσες απαγορεύσεις από του Μάξιμου, με έκπληξη διαπιστώνουν οι ένοικοί του ότι κατορθώνει να εμφανίζεται στα δελτία των οκτώ, ανεβάζοντας τον πυρετό της ανασφάλειας στα ύψη. Η προσκόλλησή του στην εικόνα μπορεί να μη συνδέεται άμεσα με την εξαίρεση ορισμένων ειδικών Ταμείων από την ενοποίηση με το ΙΚΑ και να αποτελεί προϊόν ωρίμου σκέψεως, ωστόσο το γεγονός ότι αποτελεί την πιο σταθερή γραμμή του άμυνας στη διαπραγμάτευση με τους επιτηρητές, προκαλεί κάποιες πονηρές σκέψεις.
Ετσι, σύμφωνα και με τις τελευταίες πληροφορίες, και για το τελικό σχέδιο νόμου τα Ταμεία των εργαζομένων στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, καθώς και οι επιστήμονες, ασφαλισμένοι στους φορείς που συναποτελούν το Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητων Απασχολούμενων (πρώην ΤΣΑΥ, Ταμείο Νομικών, ΤΣΜΕΔΕ) θα τη «γλιτώσουν» και πάλι και δεν θα ενταχθούν στο ΙΚΑ- ΕΤΕΑΜ, όπως συνέβη με τα πάλαι ποτέ ευγενή Ταμεία του ΟΤΕ, της ΔΕΗ, της Εθνικής Ασφαλιστικής, της Εθνικής Τράπεζας και της ΑΤΕ.
Βεβαίως, το σχέδιο νόμου προβλέπει πως τα Ταμεία της ενημέρωσης, όπως και αυτά των επιστημόνων θα επιβαρυνθούν με το κόστος χρηματοδότησης της βασικής - προνοιακής σύνταξης που σήμερα υπολογίζεται ότι θα είναι στο ύψος των 360 ευρώ. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση θα αποφύγουν τη δυσάρεστη έκπληξη της ενοποίησης των προϋποθέσεων ασφαλιστικών και υγειονομικών παροχών με το ΙΚΑ. Για την ώρα.
Στην πραγματικότητα, αυτή η εκδούλευση προς τους δημοσιογράφους και επιστήμονες έχει μικρή δυναμική. Αργά ή γρήγορα θα προκύψει ζήτημα κατάργησης των κοινωνικών πόρων που επιβαρύνουν την κοινωνία. Βεβαίως, η σημερινή ηγεσία του Εργασίας, όπως και η προηγούμενη, δεν επιθυμεί να εμπλακεί σε μία τέτοια διαδικασία τριβής με τον κόσμο των μίντια από τον οποίο εξαρτάται η αναγνωρισιμότητά της. Γι'' αυτόν τον λόγο, και στο ασφαλιστικό το πιο εύκολο είναι να την πληρώσουν και πάλι αυτοί που πληρώνουν πάντα, δηλαδή οι χαμηλόμισθοι, οι χαμηλοσυνταξιούχοι και όσοι έχουν λιγότερες ευκαιρίες να κλείσουν τουλάχιστον μια 35ετία εργασιακού βίου.
Η αλήθεια είναι ότι μόλις το 16% των συνταξιούχων έχει σύνταξη πάνω 1.100 ευρώ, και αυτοί σίγουρα δεν είναι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ. Τις καλύτερες συντάξεις θα συνεχίσουν να καταβάλλουν το ΤΣΑΥ, το ΤΑΠ-ΟΤΕ (που αποδεκάτισε το ΙΚΑ με τις εθελούσιες εξόδους) ο ΟΑΠ-ΔΕΗ. Τις χαμηλότερες, ακόμη και αν το ποσοστό αναπλήρωσης γίνει ενιαίο και μειωθεί στο 64%, θα συνεχίσουν να καταβάλλουν το ΙΚΑ, ο ΟΑΕΕ (Ταμείο Εμπόρων και ΤΕΒΕ). Οι αποκλίσεις ανάμεσα σε προνομιούχα και μη Ταμεία θα συνεχιστούν, διότι οι διαφορές δεν οφείλονται, κυρίως, στον τρόπο υπολογισμού των συντάξεων, αλλά στις συντάξιμες αποδοχές και στα χρόνια ασφάλισης.
Επομένως, και μετά την πολυθρύλητη μεταρρύθμιση, οι συντάξεις θα παραμείνουν συνάρτηση της οικονομικής θέσης που έχει ο ασφαλισμένος στην κοινωνία πολύ πριν γίνει συνταξιούχος. Και με βάση αυτό το κριτήριο, ο κ. Λοβέρδος που έσπευσε να αλλάξει το εργασιακό περιβάλλον, χωρίς να του το ζητήσει κανείς, συμμετέχοντας εξ αρχής ο ίδιος στη διαπραγμάτευση για το μνημόνιο, όπου μπορούσε και δεν προέβαλε τις γραμμές αντοχής της κοινωνίας, συντάσσεται και πάλι με τους νικητές των «ευγενών» Ταμείων σε έναν απίθανο συνδυασμό ασφαλιστικού - εργασιακού.
(ΠΗΓΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ)