Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

Σε ποιον ανήκουν οι τράπεζες...Του Μπαμπη Παπαδημητριου

Μέχρι στιγμής, μόνον μία τράπεζα φαίνεται να επιθυμεί την ένταξή της στο ταμείο στήριξης των τραπεζών. Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, όπως επισήμως αναφέρεται στο δεύτερο παράρτημα του τέταρτου παραρτήματος του νόμου για τα μέτρα εφαρμογής του Μνημονίου, φοβίζει τους τραπεζίτες, κυρίως γιατί θα έχει μια συγκεκριμένη εξουσία: δικαίωμα βέτο σε αποφάσεις επιχειρηματικής στρατηγικής, απόδοσης μερισμάτων, μισθοδοσίας, ρευστότητας, διαχείρισης ενεργητικού/παθητικού κ.λπ. Με άλλα λόγια, το Ταμείο θα διοικεί, πρακτικώς, όσες τράπεζες «πέσουν στα νύχια του».

Είχα επισημάνει («Το Ταμείο που “απειλεί” τις τράπεζες», «Κ» 30/5/2010) πως το Ταμείο θα εξετάσει τη δεοντολογία των μεγάλων ανοιγμάτων που έχουν και συντηρούν οι τράπεζες οι οποίες θα χρειαστούν τη «φαρμακερή βοήθεια». Βεβαίως, τα στελέχη των τραπεζών δηλώνουν με την πρώτη ευκαιρία πως δεν έχουν κανένα λόγο να πέσουν στα πόδια του Ταμείου. Ο Γιάννης Κωστόπουλος της Alpha Bank ήταν σαφής. Και, προφανώς, την ίδια απάντηση έχει δώσει στην πιθανότητα συνένωσής του με κάποιον άλλο τραπεζικό οργανισμό.

Εχει όμως μικρή σημασία η «ψυχολογική διάθεση» των στελεχών που διοικούν ήδη επί πάρα πολλά έτη τα τραπεζικά μας ιδρύματα. Σημασία έχει τι θα δείξουν τα περίφημα stress tests, κάτι σαν τεστ κοπώσεως. Στην Ευρώπη αποφάσισαν τη δημοσιοποίηση των τεστ για τις 29 μεγαλύτερες τράπεζες. Δεν είναι σωστό να γνωρίζουμε κι εμείς τα αποτελέσματα για τις πέντε μεγάλες μας τράπεζες; Ιδιαίτερα όταν οι φορολογούμενοι έχουν ήδη δώσει πολλά για να στηριχθεί το τραπεζικό μας σύστημα τόσο το φθινόπωρο του 2008 όσο και πρόσφατα, παρά τις μεγαλόστομες «καταγγελίες» στελεχών της κυβερνητικής πλειοψηφίας.

Σίγουρα, ο Γιώργος Προβόπουλος, διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και, από πρακτική άποψη, ήδη «ο εν Ελλάδι εκπρόσωπος του μεγαλομετόχου του ελληνικού τραπεζικού συστήματος», θα διαβάσει προσεκτικά τα αποτελέσματα. Και εξίσου αυτονόητο είναι ότι θα ζητήσει την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών. Μπορεί σήμερα να δέχεται ότι τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (ΜΗΔ) δεν ξεπερνούν, ως αναλογία, ένα «λογικό» ποσοστό. Γνωρίζει όμως πολύ καλά ότι το ποσοστό αυτό δεν είναι αληθινό (προσέξτε τις ανακοινώσεις της Credit Agricole για την Emporiki...), ενώ άλλωστε θα μεγαλώνει ταχύτατα όσο μειώνονται τα δάνεια.

Εκείνο όμως που θα στείλει τον δείκτη ΜΗΔ στο υψηλό σημείο απαιτούμενης επείγουσας παρέμβασης είναι μια δεύτερη, ενδελεχής και ανεξάρτητη, επισκόπηση των μεγάλων δανείων που έχουν οι τράπεζες. Διαχέεται ήδη, στις πολλές συζητήσεις που γίνονται για το θέμα, ότι όλες οι τράπεζες έχουν τα ίδια προβλήματα με τα δάνειά τους. Οτι, δηλαδή, οι σκελετοί στα ντουλάπια δεν διαφέρουν μεταξύ τους. Οπως είναι προφανές, την άποψη αυτή διακονούν κυρίως εκείνα τα στελέχη, εκείνων των τραπεζών, που καλά γνωρίζουν ότι έχουν σοβαρά προβλήματα. Πολύ συχνά μάλιστα, προβλήματα ηθικής τάξεως. Η αλήθεια είναι πως κάποιες τράπεζες δεν έδωσαν δάνεια εκεί που κάποιες άλλες έσπευσαν!

Ο δεύτερος παράγοντας που επηρεάζει τις επικείμενες συγχωνεύσεις είναι το προσωπικό που θα περισσεύει. Το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι στα καταστήματα και το δίκτυο, αλλά στις κεντρικές υπηρεσίες, αφού, σε μεγάλο βαθμό, όλες οι μεγάλες τράπεζες έχουν παρόμοια δομή. Το πρόβλημα αυτό φοβίζει περισσότερο, όπως είναι λογικό, την κυβέρνηση. Η οποία όμως πρέπει να αναλάβει και την πρωτοβουλία των κινήσεων, πριν υποχρεωθεί το Ταμείο να προβεί στα απαραίτητα. Αν ευσταθούν όσα συζητώνται περί προνομιούχων σχέσεων κάποιων τραπεζιτικών κύκλων, κάποιων απαιτήσεων μεγάλων μετόχων και κάποιων συνεννοήσεων με ευρωπαϊκού τραπεζικούς κύκλους, τότε η κυβέρνηση θα χρειαστεί και σοβαρή πυγμή και πειστική διαφάνεια.

Το σίγουρο είναι πως «κάποιοι θα χάσουν την καρέκλα τους» («Κ», 13/3/2010) αλλά και την επιρροή τους, προκειμένου οι ελληνικές τράπεζες να ξαναβγούν στις διεθνείς αγορές, να κλείσουν τα ρέπος που έχουν με την ΕΚΤ (πάνω από 90 δισ.!) και να χρηματοδοτήσουν την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε ήπια ανάπτυξη. Αν δεν βοηθηθεί το τραπεζικό σύστημα, η οικονομία δεν θα διορθωθεί.

Το εμπόδιο είναι το κράτος. Ο καθηγητής Βασίλης Ράπανος, πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας, σημείωσε προχθές ότι «στη χώρα μας συνέβη το αντίθετο» από εκείνο που έπαθαν όσες χώρες αύξησαν τα κρατικά τους ελλείμματα για να προστατεύσουν τις τράπεζές τους. Το κράτος, όπως και στην περίοδο 1979-1992, φορτώνει τα προβλήματά του στις τράπεζες. Αν ακόμη αναρωτιέστε γιατί όλες μαζί δεν «αξίζουν» περισσότερο από 15 δισ. όταν τα ελληνικά ομόλογα ξεπέφτουν κι άλλο, κάντε τον υπολογισμό της ζημιάς που θα προκαλέσει «μικρό» haircut στο χαρτοφυλάκιο των 40 δισ. ομολόγων. Μήπως δεν φτάνουν ούτε τα 10 δισ. που θα πάρει προίκα το Ταμείο;

(ΠΗΓΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)