Κυριακή 16 Μαΐου 2010

Θανάση Θ. Νιάρχου: Νικόλαος Ματσανιώτης, οφειλή εσαεί


(ΠΗΓΗ: ΝΕΑ)
Στην Κική Δηµουλά, που κλαίει

Με τον θάνατο του καθηγητή της Παιδιατρικής Νικολάου Ματσανιώτη, φεύγει ο τελευταίος µιας πλειάδας γιατρών που διαυλακώνει τον εικοστό αιώνα, µε ονόµατα που, αν και δεν ανήκαν στον κόσµο των Γραµµάτων και των Τεχνών, ακούγονταν µυθικά, ή προφέρονταν µε σεβασµό από ανθρώπους που δεν είχαν έρθει καν σ’ επαφή µαζί τους. Ακόµη άνθρωποι που είναι σήµερα ηλικιωµένοι και κατάγονται από επαρχιακές πόλεις, θυµούνται ανεξίτηλα τον πατέρα ή τη µητέρα, που είχε συµβεί να κινδυνεύσουν και να έχουν έρθει στην Αθήνα για «να πάνε στους γιατρούς», να επιστρέφουν στα Τρίκαλα, στην Καβάλα, στον Βόλο ή στα Χανιά και να εγκαθίσταται µέσα στην οικογένεια ως σωτήρα το όνοµα του γιατρού Χωρέµη, του γιατρού Γερουλάνου, του γιατρού Σκαρπαλέζου. Γεγονός που είχε κάνει τον Γιάννη Τσαρούχη να πει για τον γιατρό Βαλή Κατακουζηνό πως «ο Βαλής δεν ήταν ο γιατρός, ήταν το γιατρικό». Σ’ αυτή την πλατιά αναγνωρισµένη και αναγνωρίσιµη κατηγορία γιατρών έχει καταχωρισθεί, εδώ και δεκαετίες, ο Νικόλαος Ματσανιώτης. Το κείµενο αυτό δεν γράφεται για να µνηµονεύσει τις σπουδές ή τα έργα, την επιστηµονική ή κοινωνική του δραστηριότητα, ούτε καν τη λαµπρή του θητεία ως γενικού γραµµατέα της Ακαδηµίας Αθηνών. Γράφεται ως αναγνώριση µιας οφειλής προς το καθηµερινό, ανθρώπινό του πρόσωπο, απ’ όλους τους γονείς ή νονούς, που µε κρατηµένο από το χέρι τον τρυφερό βλαστό, φεύγανε από το ιατρείο του, στη Μετσόβου 1, µε αναθαρρυµένη µέσα τους την ελπίδα, όσο δραµατική κι αν ήταν η κατάσταση του αγοριού ή του κοριτσιού. Το κείµενο αυτό γράφεται για να συνυπογραφεί νοερά απ’ όλους εκείνους τους γονείς, πραγµατικούς ή θετούς, αλλά και νονούς, που όταν πληροφορούνταν τα έργα του Νικολάου Ματσανιώτη, δυσκολεύονταν να συνδυάσουν την καλοσύνη και την έγνοια που εισέπρατταν οι ίδιοι στην επαφή µαζί του, µε την εικόνα του δηµόσιου άντρα µε το αυστηρό πρόσωπο και το τεράστιο επιστηµονικό εκτόπισµα.

Σε µια συνέντευξή του στα «ΝΕΑ», πριν από δέκα χρόνια, όταν ρωτήθηκε για τις σχέσεις του µε τον θάνατο και πότε πρωτοήρθε σ’ επαφή µαζί του, έδωσε µιαν απάντηση που εξηγεί µε τον πιο ποιητικό τρόπο την κατοπινή «επαγγελµατική» του αφοσίωση στα παιδιά: «Ηρθα σ’ επαφή µε τον θάνατο χάνοντας έναν αγαπηµένο συµµαθητή της πρώτης Γυµνασίου. Ηµασταν δώδεκα χρονών κι ο Αργύρης καθόταν στο τέρµα της οδού Σπετσών. Κάθε πρωί κατεβαίναµε µαζί µε τον Αργύρη στο σχολείο, καθόµασταν µάλιστα στο ίδιο θρανίο. Προς το µέσον της χρονιάς, ο Αργύρης δεν φάνηκε στο σχολείο για δύο µέρες. Την τρίτη µέρα πήγα στο σπίτι του, βγήκε η µητέρα του στο παράθυρο και µου είπε πως ο Αργύρης είναι άρρωστος. Ο Αργύρης δεν ξαναγύρισε ποτέ στο σχολείο, είχε πάθει φυµατιώδη µηνιγγίτιδα. Το αναπολώ µε µεγάλη συγκίνηση το γεγονός αυτό, γιατί ως παιδίατρος ασχολήθηκα ιδιαίτερα µε την παιδική φυµατιώδη µηνιγγίτιδα. Οταν πια µπορούσαµε να κάνουµε καλά, σε τεράστιο ποσοστό, περίπου 95%, τα παιδιά που έπασχαν από φυµατιώδη µηνιγγίτιδα. Και µε παγώνει το γεγονός ότι δεκαπέντε χρόνια πριν, χάθηκε από την αρρώστια αυτή ένας αγαπηµένος συµµαθητής». Δεν πρόσθεσε, στην απάντησή του αυτή, κάτι που ήταν ήδη παγκοίνως γνωστό, ότι ως γιατρός θεράπευσε χιλιάδες παιδιά που έπασχαν από µηνιγγίτιδα. Κράµα καλοσύνης και αυστηρότητας ο ίδιος, θα πρέπει η αγάπη του για τις τέχνες, τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική, τη µουσική, να βάθυνε ακόµη περισσότερο την έµφυτη εντολή της προσφοράς του προς τους άλλους. Κάτι που θα µας κάνει να τον αναπολούµε και να τον αγαπούµε πάντα ως µια ύπαρξη που διατήρησε τη ζωογόνα πνοή της ποίησης στο σκληρό και, συχνά, ανεικτίρµον πεδίο της ιατρικής πρακτικής.