
A ρε Κικίτσα… Τους ξενέρωσες τους «υπεράνω» της οικολογίας και των κινημάτων. Τους κατ΄ επάγγελμα αντιρατσιστές που, με μια ξενοφοβία και έναν φιλοναζισμό, σε τυλίγουνε σε μια κόλα χαρτί – τουλάχιστον έτσι νομίζουνε- και σε παραδίνουνε βορά στις ορέξεις της φυλής τους. Τους έδωσες μια και τους έριξες στα βοτσαλάκια της πεζής πραγματικότητας. Και τώρα κάθονται στον στραβό μας τον γιαλό «έρμα και παραπονεμένα και όλο κλαίνε τα καημένα».
Τι τους είπες; Πως δεν αντέχεις άλλο τους μετανάστες που έχουν κατακλύσει την πόλη σου, πως δεν βρίσκεις παγκάκι να καθίσεις και πως φοβάσαι να ξεμυτίσεις από την πόρτα του σπιτιού σου γιατί ορισμένοι από αυτούς – άκουσον άκουσον- ξέρουν και να κλέβουν.
Μα είσαι στα καλά σου; Εσύ, μια ιέρεια της διανόησης και του υψηλού πνεύματος, η κατεξοχήν «έκφραση του ωραίου, διαμέσου λέξεων περίτεχνα υφασμένων μεταξύ τους» να μεταχειρίζεσαι πεζά παγκάκια, μπανάλ μικροαστικές συνήθειες, κοινότοπους φόβους και απρέπειες του συρμού και να ρίχνεις νερό στον μύλο των λεπρών και των μιαρών της αντίπερα όχθης; Είσαι στα καλά σου;
Άλλα περιμένανε οι κουλτουριάρηδες από εσένα. Μια ποιητική έξαρση. Μια βαθυστόχαστη ύφανση της καθομιλουμένης. Να γυρίσεις με ύφος μπλαζέ και να μας πεις: «Οι μετανάστες