Πόσες φορές έχετε ακούσει τη φράση «το διακύβευμα των εκλογών»; Υποθέτω ων ουκ έστιν αριθμός. Παρόλα αυτά ποτέ δεν κατάλαβα γιατί χρησιμοποιείται ενικός και όχι πληθυντικός. Το διακύβευμα για τους ψηφοφόρους σπανίως είναι ένα, συνήθως είναι πολλά. Κάθε πολιτικός αναπόφευκτα θέλει να ελέγχει ο ίδιος την ατζέντα και να θέτει το περιβόητο ένα διακύβευμα. Οι πολίτες ωστόσο δεν το (υπ)ακούνε πάντα. Ο καθένας ψηφίζει για αυτό που εκείνος κρίνει ως σημαντικότερο. Και ακόμα και αν το δίλημμα που τίθεται είναι το αυτονόητα «ορθό», τίποτα δεν διασφαλίζει ότι θα επιβληθεί ως τέτοιο. Οι αντιδράσεις των εκλογέων σπανίως είναι γραμμικές. Πολλές φορές μάλιστα οι ψηφοφόροι για άλλο λόγο δηλώνουν ότι ψηφίζουν και με άλλα κριτήρια τελικώς κάνουν την επιλογή τους.
Παραδείγματα επί αυτού υπάρχουν πολλά. Ο Ζακ Σιράκ έχασε το δημοψήφισμα για το ευρωσύνταγμα όχι επειδή οι Γάλλοι ήταν εναντίον της ενοποίησης της Ευρώπης αλλά επειδή... εκείνη την ώρα προτίμησαν να στείλουν ένα προσωπικό μήνυμα αποδοκιμασίας στον τότε πρόεδρο και την πολιτική του.
Στις κυπριακές προεδρικές εκλογές του 2008, ως πρώτο κριτήριο στην επιλογή ψήφου καταγράφονταν το Εθνικό Θέμα, και παράλληλα φαίνονταν ότι ο ικανότερος στο χειρισμό του ήταν ο Τάσσος Παπαδόπουλος. Και τελικά ο τότε πρόεδρος δεν πέρασε καν στο Β’ γύρο, μια που κριτήρια όπως η κομματική νομιμοφροσύνη ή η ανανέωση της πολιτικής ζωής απεδείχθησαν ισχυρότερα, μολονότι δεν δηλώνονταν.
Ας το πάρουν λοιπόν απόφαση και οι πολιτικοί και οι σύμβουλοί τους: Οι ψηφοφόροι είναι μυστήρια τρένα. Άλλα σκέφτονται, άλλα δηλώνουν και άλλα κάνουν.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει σήμερα και στην Ελλάδα. Τα δύο μεγάλα κόμματα, αλλά και πολλά ΜΜΕ που κινούνται σε παρόμοια κατεύθυνση, προσπαθούν να θέσουν το διακύβευμα των εκλογών, δραματοποιούν το λόγο τους, επισημαίνουν τους (αυτονόητους) κινδύνους, αλλά – προς το παρόν τουλάχιστον – οι τάσεις παραμένουν φυγόκεντρες και όχι κεντρομόλες.
Το κριτήριο της τιμωρητικής ψήφου παραμένει ακόμα ισχυρό. Γιατί γίνεται αυτό; Τρελάθηκαν μήπως οι Έλληνες και δεν σκέφτονται το μέλλον τους; Όχι. Το τοπίο είναι ακόμα πλήρως αποδομημένο κυρίως για τρεις κυρίως λόγους:
Πρώτον, επειδή μια μερίδα ψηφοφόρων αντιμετωπίζουν τα μεγάλα κόμματα σαν τον «ψεύτη βοσκό». «Τσίμπησε» στην πρώτη «προειδοποίηση», τσίμπησε στη δεύτερη και επειδή στην πορεία δεν είδε να αλλάζει κάτι, αλλά ούτε και ο κίνδυνος δεν εξαλείφεται οριστικά, πλέον δυσπιστεί στα πάντα.
Δεύτερον επειδή πολλοί έχουν προεξοφλήσει την κυβερνητική εξέλιξη. Βλέποντας την πορεία των δημοσκοπήσεων, πιθανολογούν ότι θα πάμε σε συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ. Οπότε «απελευθερωμένοι», αλλά και «καθησυχασμένοι», ότι δεν θα υπάρξει ακυβερνησία, (δεδομένου ότι θεωρείται λογικό δύο κόμματα που ήδη συνεργάζονται, να ξανασυνεργαστούν) αρνείται να μπει στη λογική της "κυβερνητικής επιλογής", προτάσσοντας άλλα κριτήρια.
Τρίτον, επειδή πολλοί θεωρούν ότι σε μεγάλο βαθμό έχει προδιαγραφεί η ίδια πολιτική που θα ακολουθηθεί. Άρα, σκέφτονται, εφόσον οι εξελίξεις είναι προδιαγεγραμμένες (από το «Μνημόνιο-ΙΙ»), το ποιος θα έχει τον πρώτο λόγο στην εφαρμογή του θεωρείται είναι δευτερεύον. Και έτσι προτάσσονται άλλα κριτήρια, όπως η συμπάθεια, η αντιπάθεια, η τακτική ψήφος, κλπ.
Σε όλα αυτά βέβαια υπάρχει και μία σημαντική υποσημείωση. Πόσο ειλικρινείς είναι οι δημοσκοπήσεις. Παραφράζοντας τη γνωστή ρήση, στην Ελλάδα καταναλώνουμε περισσότερες δημοσκοπήσεις από όσες (πρέπει να) παράγουμε. Δεν υπάρχουν χώρες που να έχουν αναλυθεί τόσο πολύ ερευνητικά ή να δημοσιεύουν τόσες πολλές δημοσκοπήσεις. Αυτό έχει εκπαιδεύσει τον κόσμο να στέλνει μηνύματα μέσα από αυτές. «Πονηρά» ποιώντας λένε στη δημοσκόπηση αυτό που θα ήθελαν να κάνουν στην κάλπη αλλά δεν ρισκάρουν να το κάνουν. Οι δημοσκοπήσεις αντιμετωπίζονται πλέον ως μέρος του «συστήματος» και όσοι ακούν τη φωνή του κόσμου που απαντά μπορούν να το διακρίνουν. Υπάρχει καχυποψία και προς αυτές. Οπότε ας κρατάμε όλοι μια «πισινή» στο κατά πόσο τα ευρήματα και οι εκτιμήσεις τους είναι ακριβείς.
Γενικό συμπέρασμα: Η προ υπερηχογραφημάτων παρομοίωση ότι «η κάλπη είναι σαν την έγκυο που δεν ξέρεις τι βγάζει» είναι πιο επίκαιρη από ποτέ.
Παραδείγματα επί αυτού υπάρχουν πολλά. Ο Ζακ Σιράκ έχασε το δημοψήφισμα για το ευρωσύνταγμα όχι επειδή οι Γάλλοι ήταν εναντίον της ενοποίησης της Ευρώπης αλλά επειδή... εκείνη την ώρα προτίμησαν να στείλουν ένα προσωπικό μήνυμα αποδοκιμασίας στον τότε πρόεδρο και την πολιτική του.
Στις κυπριακές προεδρικές εκλογές του 2008, ως πρώτο κριτήριο στην επιλογή ψήφου καταγράφονταν το Εθνικό Θέμα, και παράλληλα φαίνονταν ότι ο ικανότερος στο χειρισμό του ήταν ο Τάσσος Παπαδόπουλος. Και τελικά ο τότε πρόεδρος δεν πέρασε καν στο Β’ γύρο, μια που κριτήρια όπως η κομματική νομιμοφροσύνη ή η ανανέωση της πολιτικής ζωής απεδείχθησαν ισχυρότερα, μολονότι δεν δηλώνονταν.
Ας το πάρουν λοιπόν απόφαση και οι πολιτικοί και οι σύμβουλοί τους: Οι ψηφοφόροι είναι μυστήρια τρένα. Άλλα σκέφτονται, άλλα δηλώνουν και άλλα κάνουν.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει σήμερα και στην Ελλάδα. Τα δύο μεγάλα κόμματα, αλλά και πολλά ΜΜΕ που κινούνται σε παρόμοια κατεύθυνση, προσπαθούν να θέσουν το διακύβευμα των εκλογών, δραματοποιούν το λόγο τους, επισημαίνουν τους (αυτονόητους) κινδύνους, αλλά – προς το παρόν τουλάχιστον – οι τάσεις παραμένουν φυγόκεντρες και όχι κεντρομόλες.
Το κριτήριο της τιμωρητικής ψήφου παραμένει ακόμα ισχυρό. Γιατί γίνεται αυτό; Τρελάθηκαν μήπως οι Έλληνες και δεν σκέφτονται το μέλλον τους; Όχι. Το τοπίο είναι ακόμα πλήρως αποδομημένο κυρίως για τρεις κυρίως λόγους:
Πρώτον, επειδή μια μερίδα ψηφοφόρων αντιμετωπίζουν τα μεγάλα κόμματα σαν τον «ψεύτη βοσκό». «Τσίμπησε» στην πρώτη «προειδοποίηση», τσίμπησε στη δεύτερη και επειδή στην πορεία δεν είδε να αλλάζει κάτι, αλλά ούτε και ο κίνδυνος δεν εξαλείφεται οριστικά, πλέον δυσπιστεί στα πάντα.
Δεύτερον επειδή πολλοί έχουν προεξοφλήσει την κυβερνητική εξέλιξη. Βλέποντας την πορεία των δημοσκοπήσεων, πιθανολογούν ότι θα πάμε σε συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ. Οπότε «απελευθερωμένοι», αλλά και «καθησυχασμένοι», ότι δεν θα υπάρξει ακυβερνησία, (δεδομένου ότι θεωρείται λογικό δύο κόμματα που ήδη συνεργάζονται, να ξανασυνεργαστούν) αρνείται να μπει στη λογική της "κυβερνητικής επιλογής", προτάσσοντας άλλα κριτήρια.
Τρίτον, επειδή πολλοί θεωρούν ότι σε μεγάλο βαθμό έχει προδιαγραφεί η ίδια πολιτική που θα ακολουθηθεί. Άρα, σκέφτονται, εφόσον οι εξελίξεις είναι προδιαγεγραμμένες (από το «Μνημόνιο-ΙΙ»), το ποιος θα έχει τον πρώτο λόγο στην εφαρμογή του θεωρείται είναι δευτερεύον. Και έτσι προτάσσονται άλλα κριτήρια, όπως η συμπάθεια, η αντιπάθεια, η τακτική ψήφος, κλπ.
Σε όλα αυτά βέβαια υπάρχει και μία σημαντική υποσημείωση. Πόσο ειλικρινείς είναι οι δημοσκοπήσεις. Παραφράζοντας τη γνωστή ρήση, στην Ελλάδα καταναλώνουμε περισσότερες δημοσκοπήσεις από όσες (πρέπει να) παράγουμε. Δεν υπάρχουν χώρες που να έχουν αναλυθεί τόσο πολύ ερευνητικά ή να δημοσιεύουν τόσες πολλές δημοσκοπήσεις. Αυτό έχει εκπαιδεύσει τον κόσμο να στέλνει μηνύματα μέσα από αυτές. «Πονηρά» ποιώντας λένε στη δημοσκόπηση αυτό που θα ήθελαν να κάνουν στην κάλπη αλλά δεν ρισκάρουν να το κάνουν. Οι δημοσκοπήσεις αντιμετωπίζονται πλέον ως μέρος του «συστήματος» και όσοι ακούν τη φωνή του κόσμου που απαντά μπορούν να το διακρίνουν. Υπάρχει καχυποψία και προς αυτές. Οπότε ας κρατάμε όλοι μια «πισινή» στο κατά πόσο τα ευρήματα και οι εκτιμήσεις τους είναι ακριβείς.
Γενικό συμπέρασμα: Η προ υπερηχογραφημάτων παρομοίωση ότι «η κάλπη είναι σαν την έγκυο που δεν ξέρεις τι βγάζει» είναι πιο επίκαιρη από ποτέ.