Ομως σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, όπως π.χ. επικοινωνίες μεταξύ των κοιλιών με ή χωρίς πνευμονική υπέρταση, το αίμα κινείται αντίστροφα από τις δεξιές κοιλότητες προς τις αριστερές. Στις περιπτώσεις αυτές μια ποσότητα αίματος που επιστρέφει από τα όργανα στην καρδιά δεν φτάνει στους πνεύμονες για να πάρει το απαραίτητο οξυγόνο και έτσι μπαίνει κατευθείαν μέσα στη μεγάλη κυκλοφορία.
Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι ότι το αίμα του νεογέννητου δεν είναι καλά οξυγονωμένο και για το λόγο αυτό το νεογέννητο να παρουσιάζει κυάνωση, δηλαδή το δέρμα του και ιδιαίτερα τα άκρα του είναι κυανωτικά (τα δάχτυλα των ποδιών και των χεριών και τα χείλη εμφανίζουν βαθύ μπλε χρώμα).
Εν τούτοις υπάρχουν πολλές περιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν η βλάβη δεν είναι μεγάλη, που δεν γίνεται αντιληπτή η μεταβολή αυτή του χρώματος. Ετσι, η διάγνωση της πάθησης διαφεύγει.
Πρόσφατα στο εγνωσμένης αξίας ιατρικό περιοδικό Lancet δημοσιεύτηκε μια ενδιαφέρουσα μελέτη που είχε βάση το οξύμετρο, ένα απλό όργανο που τοποθετείται τελείως αναίμακτα στα δάχτυλα του χεριού.
Το οξύμετρο έχει τη δυνατότητα, χρησιμοποιώντας υπέρυθρες ακτίνες, να προσδιορίζει τον κορεσμό του αίματος σε οξυγόνο. Η υπέρυθρη ακτινοβολία έχει διαφορετική απορρόφηση από το φυσιολογικά κορεσμένο και από το μη φυσιολογικά κορεσμένο αίμα σε οξυγόνο. Ετσι, εάν το οξύμετρο δείξει ένδειξη άνω του 95% σε κορεσμό οξυγόνου, τότε το νεογέννητο απαλλάσσεται από την υποψία, αντίθετα εάν ο κορεσμός σε οξυγόνο είναι χαμηλός τότε διερευνάται το παιδί με τις γνωστές απεικονιστικές μεθόδους, όπως η ηχωκαρδιογραφία (υπέρηχοι) ή η μαγνητική τομογραφία για να προσδιοριστούν ποιες είναι με ακρίβεια οι βλάβες που οδήγησαν σε αυτή τη συγκεκριμένη διαταραχή του οξυγόνου στο αίμα.
Η μικρή αυτή συσκευή της οξυμετρίας, που τοποθετείται σε ένα δάχτυλο του χεριού, επί χρόνια χρησιμοποιείται από τους χρόνιους αναπνευστικούς αρρώστους για να παρακολουθούν πώς οξυγονώνεται το αίμα τους. Ομως κανένας δεν έκανε την απλή σκέψη να τη χρησιμοποιήσει κλινικά στους καρδιοπαθείς. Οι ερευνητές της συγκεκριμένης μελέτης που δημοσιεύτηκε στο Lancet μελέτησαν 20.005 νεογέννητα και διέγνωσαν το 75% των κυανωτικών συγγενών καρδιοπαθειών, ενώ σε συνδυασμό με τις γνωστές απεικονιστικές μεθόδους το ποσοστό αυτό ανέβηκε στο 95%. Η μέθοδος αυτή, που είναι αφάνταστα απλή, φτηνή και έχει μεγάλο ποσοστό επιτυχίας, μπορεί να οδηγήσει χιλιάδες νεογέννητα στην έγκαιρη διάγνωση και την επιτυχή χειρουργική θεραπεία, δεδομένου ότι η πάροδος του χρόνου μπορεί να προκαλέσει μη αναστρεπτές καρδιακές βλάβες στο νεογέννητο και να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του.
Ετσι, μία μέθοδος που τα τελευταία είκοσι χρόνια ήταν σε όλους γνωστή, αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμη για την έγκαιρη διάγνωση των κυανωτικών συγγενών καρδιοπαθειών στα νεογέννητα.