Διπλάσιες τιμές για τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα, όσα δηλαδή δεν καλύπτονται από τα ασφαλιστικά ταμεία, πρέπει να πληρώνουν πια οι Ελληνες, καθώς οι τιμές τους διπλασιάστηκαν από τις 5 Αυγούστου, οπότε και εκδόθηκε το νέο δελτίο τιμών των φαρμάκων από το υπουργείο Υγείας.
Με το νέο δελτίο το υπουργείο καθόρισε τις τιμές των συγκεκριμένων σκευασμάτων με βάση τον
μέσο όρο των τριών χαμηλότερων της Ευρώπης. Αποτέλεσμα είναι σε κάποια προϊόντα η αύξηση να αγγίξει ακόμη και το 200%, γεγονός όμως που σημαίνει ότι οι ασθενείς πρέπει να καταβάλλουν διπλάσια από την τσέπη τους, αφού τα ταμεία δεν τα αποζημιώνουν.
Χαρακτηριστική η περίπτωση της γνωστής σε όλους μας ασπιρίνης, η οποία πωλούνταν 65 λεπτά και τώρα πια διατίθεται έναντι 1,87 ευρώ. Ανάλογη περίπτωση και το Παναντόλ, που πωλούνταν 1,53 και τώρα πλέον 2,33 ευρώ. Οπως και η Ζοβιράξ για τον έρπητα από 2,21 ευρώ έφτασε 4,21.
Αντίστοιχες αυξήσεις καταγράφονται και σε πολλά άλλα φαρμακευτικά προϊόντα ευρείας κυκλοφορίας, όπως αναλγητικά, αντισυμφορητικά, προϊόντα για δερματικές παθήσεις αλλά και κατά του καπνίσματος.
Πάντως, του καθορισμού των νέων τιμών προηγήθηκε ένα παρασκηνιακό παζάρι μεταξύ της ηγεσίας του υπουργείου Υγείας και των εκπροσώπων του κλάδου. Οι εταιρείες που παράγουν τα συγκεκριμένα προϊόντα διαμαρτύρονταν καιρό τώρα πως οι τιμές είναι χαμηλές, απειλώντας μάλιστα και με απόσυρση πολλών φαρμάκων από τα ράφια των ελληνικών φαρμακείων. Δεν είναι τυχαίο ότι για καιρό απλά, καθημερινά και φθηνά φάρμακα απουσίαζαν από την αγορά, τεχνική γνωστή στον κλάδο. Οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις ζητούσαν να απελευθερωθούν πλήρως οι τιμές των μη συνταγογραφούμενων σκευασμάτων και το υπουργείο Υγείας να ελέγχει απλώς το ύψος των κερδών τους. Ωστόσο το κοινωνικό κόστος φαίνεται πως οδήγησε την ηγεσία του υπουργείου να μην αποδεχθεί την πρότασή τους και να προχωρήσει στον καθορισμό των τιμών με βάση τον μέσο όρο των τριών χαμηλότερων της Ευρώπης.
Πριν τις νέες τιμές όμως είχε παρατηρηθεί και άλλη επιβάρυνση στα νοικοκυριά, καθώς πολλά σκευάσματα που μέχρι προ τινος καλύπτονταν από τα ασφαλιστικά ταμεία βγήκαν εκτός της λίστας των συνταγογραφούμενων φαρμάκων, είτε μέσω της ένταξής τους στη λεγόμενη αρνητική λίστα είτε βγαίνοντας ελεύθερα στην αγορά.
Με το νέο δελτίο το υπουργείο καθόρισε τις τιμές των συγκεκριμένων σκευασμάτων με βάση τον
μέσο όρο των τριών χαμηλότερων της Ευρώπης. Αποτέλεσμα είναι σε κάποια προϊόντα η αύξηση να αγγίξει ακόμη και το 200%, γεγονός όμως που σημαίνει ότι οι ασθενείς πρέπει να καταβάλλουν διπλάσια από την τσέπη τους, αφού τα ταμεία δεν τα αποζημιώνουν.
Χαρακτηριστική η περίπτωση της γνωστής σε όλους μας ασπιρίνης, η οποία πωλούνταν 65 λεπτά και τώρα πια διατίθεται έναντι 1,87 ευρώ. Ανάλογη περίπτωση και το Παναντόλ, που πωλούνταν 1,53 και τώρα πλέον 2,33 ευρώ. Οπως και η Ζοβιράξ για τον έρπητα από 2,21 ευρώ έφτασε 4,21.
Αντίστοιχες αυξήσεις καταγράφονται και σε πολλά άλλα φαρμακευτικά προϊόντα ευρείας κυκλοφορίας, όπως αναλγητικά, αντισυμφορητικά, προϊόντα για δερματικές παθήσεις αλλά και κατά του καπνίσματος.
Πάντως, του καθορισμού των νέων τιμών προηγήθηκε ένα παρασκηνιακό παζάρι μεταξύ της ηγεσίας του υπουργείου Υγείας και των εκπροσώπων του κλάδου. Οι εταιρείες που παράγουν τα συγκεκριμένα προϊόντα διαμαρτύρονταν καιρό τώρα πως οι τιμές είναι χαμηλές, απειλώντας μάλιστα και με απόσυρση πολλών φαρμάκων από τα ράφια των ελληνικών φαρμακείων. Δεν είναι τυχαίο ότι για καιρό απλά, καθημερινά και φθηνά φάρμακα απουσίαζαν από την αγορά, τεχνική γνωστή στον κλάδο. Οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις ζητούσαν να απελευθερωθούν πλήρως οι τιμές των μη συνταγογραφούμενων σκευασμάτων και το υπουργείο Υγείας να ελέγχει απλώς το ύψος των κερδών τους. Ωστόσο το κοινωνικό κόστος φαίνεται πως οδήγησε την ηγεσία του υπουργείου να μην αποδεχθεί την πρότασή τους και να προχωρήσει στον καθορισμό των τιμών με βάση τον μέσο όρο των τριών χαμηλότερων της Ευρώπης.
Πριν τις νέες τιμές όμως είχε παρατηρηθεί και άλλη επιβάρυνση στα νοικοκυριά, καθώς πολλά σκευάσματα που μέχρι προ τινος καλύπτονταν από τα ασφαλιστικά ταμεία βγήκαν εκτός της λίστας των συνταγογραφούμενων φαρμάκων, είτε μέσω της ένταξής τους στη λεγόμενη αρνητική λίστα είτε βγαίνοντας ελεύθερα στην αγορά.