Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

Οι ψυχοδυναμικές διαστάσεις της Κρίσης ...του Κώστα Μίχου*



Oι μεταρρυθμίσεις, τις οποίες επειγόντως χρειάζεται η χώρα μας για να κατακτήσει μια αληθινή εθνική υπερηφάνεια και ανεξαρτησία, αλλά και οι θυσίες που αυτές απαιτούν, συναντούν την ογκούμενη υποσυνείδητη άρνηση της κοινής γνώμης, για τον μόνο λόγο ότι τις αντιλαμβάνεται σαν "κατοχικό δάνειο".


Τη δεκαετία του ‘80 φτάναμε στα χωριά μας οδηγώντας σε χωματόδρομο, οι τουαλέτες ήταν έξω από το σπίτι, στην γωνία της αυλής, όλο το χωριό είχε ένα τηλέφωνο, κι αυτό σε ένα καφενείο που πουλούσε Ρολ και σοκοφρέτες, ενώ το ψυγείο της γιαγιάς ήταν Ιζόλα και περιείχε τα ελάχιστα είδη του σπιτιού που χρειάζονταν ψύξη. Το 2000, πηγαίναμε στα χωριά μας με κλιματιζόμενα αυτοκίνητα και από ασφαλτοστρωμένους δρόμους, μιλούσαμε με τους φίλους μας από τα κινητά μας και τα είδη υγιεινής στο μπάνιο ήταν εισαγωγής.


Στα σχολεία μας μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '80 φορούσαμε ανώνυμα ρούχα και παπούτσια nike και το Σάββατο πηγαίναμε στα γκούντις. Στις σχολικές φωτογραφίες μας (όσοι πηγαίναμε σχολείο τότε) μοιάζουμε σήμερα με τριτοκοσμικούς σε σύγκριση με τα σημερινά παιδιά, που φοράνε ακριβά και κομψά επώνυμα ρούχα και έχουν κινητά 3G.


Τα καλοκαίρια του '80 οι ελληνικές οικογένειες έκαναν διακοπές σε ενοικιαζόμενα δωμάτια, σε μικρά εξοχικα ή στο σπίτι της γιαγιάς. Στα χρόνια του '90 κάθε Έλληνας είχε φωτογραφηθεί με φόντο τους ανεμόμυλους της Μυκόνου και στους δρόμους της Πράγας και της Βιέννη άκουγες τα Χριστούγεννα να μιλάνε ελληνικά.

Η διοργάνωση των λαμπρών Ολυμπιακών Αγώνων το 2004 υπήρξε η κορύφωση μιας κούρσας ατομικού και συλλογικού πλουτισμού, που μεταμόρφωσε την Ελλάδα και τους Έλληνες μέσα σε ακριβώς 25 χρόνια τόσο, που θα νόμιζε κανείς ότι μέσα στα χρόνια αυτά έγινε στην Ελλάδα κάποιο οικονομικό θαύμα, σαν αυτό που έγινε στην Γερμανία την δεκαετία του ΄50.


Μα όχι μόνο κανένα θαύμα δεν έγινε, αλλά στα χρόνια αυτά οι βιομηχανίες και οι παραγωγικές μονάδες έκλειναν κι άνοιγαν εμπορικά καταστήματα ειδών εισαγωγής, τα χωράφια και οι καλλιέργειες ερήμωσαν, τα πανεπιστήμιά μας άνοιγαν δυό μήνες το φθινόπωρο κι άλλους δυό μήνες την άνοιξη, οι επιχειρηματίες μας συναλλάσσονταν με "επιταγές ευκολίας", οι εργολάβοι μας έβγαζαν λεφτά με τις προμήθειες του δημοσίου, το Δημόσιο έγινε καταφύγιο για τους υπαλλήλους του και λαβύρινθος για τους υπηκόους του και σε κάθε γωνία ξεφύτρωναν καφετέριες, όπου στις εργάσιμες ώρες κάθονταν κάτι τύποι με ρέιμπαν που μιλούσαν στα κινητά. Και συγχρόνως οι πολιτικοί που ψηφίζαμε γίνονταν πλούσιοι, χωρίς να χρειάζεται να εξηγήσουν σε κανέναν που τα βρήκαν, γιατί κανείς δεν τους ρωτούσε.


Την αντινομία αυτή, που όλοι μπορούσαμε να την αντιληφθούμε, ο μέσος Έλληνας όχι μόνον δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να την εξηγήσει, αλλά, απολαμβάνοντας ο καθένας το μέρισμα που του αντιστοιχούσε από την συλλογική παραίσθηση ή έστω την "ωραία θέα", έπνιγε με την αποδοκιμασία του και με την αρνητική του ψήφο όποιον τολμούσε να ψελίσει, ότι η φυσική της κατάληξη είναι αυτό που ζούμε σήμερα.


Στα ίδια χρόνια, παρ' ότι οι γονείς μας ανησυχούσαν ότι η επαφή μας, ως νέας γενιάς, με νέα πρότυπα, εισαγόμενα κατά κανόνα από την Δύση και κυρίως από τις μισητές ΗΠΑ, θα μας αποξενώσει από τις παραδόσεις του Ελληνισμού και παρ' ότι συχνά οι ρεπόρτερ της τηλεόρασης ματαίως ρωτούσαν τους μαθητές της παρέλασης των εθνικών εορτών "τί γιορτάζουμε σήμερα", οι Έλληνες, και κυρίως η νέα γενιά, διατηρήσαμε μια πολύ υψηλή θεωρητική εκτίμηση για το λεγόμενο εθνικό συναίσθημα.


Κι αυτό το φαινόμενο είχε ποικίλες κοινωνικές εμφανίσεις. Η πιό απλή είναι ότι τα δυτικά πρότυπα διασκέδασης που εισήγαγε την δεκαετία του '80 το ροκ κίνημα και στις αρχές της δεκαετίας '90 η σχολή "Τσιλιχρήστου" σύντομα έκαναν ξανά χώρο στα εθνικά/έθνικ ακούσματα, ενώ λίγο μετά τα ελληνάδικα και οι μεγάλες σκηνές κατέκτησαν και πάλι την δική τους θέση στην πρωτοπορία της διασκέδασης. Η εθνική υπόθεση της Μακεδονίας έβγαλε το 1992 στους δρόμους ολόκληρη την ελληνική νεολαία, να κουνά ελληνικές σημαίες και να τα βάζει με τον Γκλιγκόρωφ και τους "γυφτοσκοπιανούς". Η Εθνική Ελλάδος απέκτησε ένα φανατικό φίλαθλο κοινό, που ταξίδεψε το 2004 με καραβάνια στην Πορτογαλία, φωνάζοντας, όσο η ομάδα μας προχωρούσε, το αξέχαστο σύνθημα "Ότο Ρεχάγκελ, με έκανες μάγκα, στείλε μάνα κι άλλα φράγκα".  Κι ένα κοινωνικό κίνημα ορθώθηκε απέναντι στο δικαίωμα του αριστούχου μαθητή Οδυσσέα Τσεναϊ να σηκώσει την ελληνική σημαία στην παρέλαση της Μηχανιώνας.



Μα, όπως και η οικονομική ευημερία μας, έτσι και η ευημερία του εθνικού μας συναισθήματος είχε κι αυτή τις κρυφές της αδυναμίες.


Γιατί όσο εύκολα ο νεαρός Έλληνας θα έφτανε στην Πορτογαλία για να υποστηρίξει την Εθνική Ελλάδος, με αντίστοιχη δυσκολία έφτανε στα σύνορα να υπηρετήσει την ίδια την Ελλάδα, κάνοντας την "μετάταξη στην Αεροπορία" τον λόγο ύπαρξης των βουλευτικών γραφείων. Κι όσο εύκολα ο νεαρός Έλληνας προσφερόταν να δώσει την ζωή του για "να μην μας πάρουν την Μακεδονία", τόσο δύσκολα δεχόταν να θυσιάσει εντελώς στοιχειώδη πράγματα για την κοινή οφέλεια και το κοινό καλό. Κι όσο ο Έλληνας απαιτούσε οι "πέντε κύκλοι της Ολυμπιακής" να συνεχίζουν να σχίζουν τους αιθέρες, τόσο αδυνατούσε να αποδεχθεί ή και να απαιτήσει την πολιτική εκείνη που θα το εξασφάλιζε αυτό, γιατί φοβόταν ότι αν ενοχλούνταν οι προνομιούχοι της Ολυμπιακής, μετά σειρά θα είχε κάποιο προνόμιο πιό κοντινό του.


Σήμερα, κοντεύοντας τα τριάντα χρόνια από τότε που "το ΠΑΣΟΚ ήρθε στην κυβέρνηση και ο λαός στην εξουσία", η Ελλάδα δημιούργημα του ΠΑΣΟΚ βρέθηκε σε μία ακραία δίνη, μέσα στην οποία ο Έλληνας αισθάνεται συγχρόνως το όνειρο της οικονομικής του ευημερίας να γκρεμίζεται και μαζί το εθνικό του συναίσθημα να πληγώνεται, βλέποντας ότι η πολιτική του βούληση οδηγείται στην ομηρεία των όρων, που του επιβάλλουν οι δανειστές του.


Μέσα στην σύγχυση, στον φόβο και στην ανασφάλεια, οι Έλληνες αναζητούν κατεύθυνση στα τυφλά, ψάχνουν προφήτες στο διαδίκτυο και στα τηλεπαράθυρα, διαλέγουν ενόχους ανάμεσα στα παλιά τους είδωλα, μουτζώνουν ομαδικά εκείνους που ψήφιζαν, μαζεύονται στο Σύνταγμα και "εκδικούνται" την χρεωκοπία τους ακούγοντας τους θούριους του Τράγκα.


Άλλοι λένε ότι "τρείς πολιτικές οικογένειες και δέκα επιχειρηματίες δημιούργησαν ένα επαχθές χρέος", το οποίο δεν χρωστάμε να πληρώσουμε. Άλλοι λένε ότι φταίει ο Άκης Τσοχατζόπουλος, άλλοι ότι μια διεθνής συνομωσία και οι ντόπιοι συνεργάτες της μας επέβαλαν το "μνημόνιο",  άλλοι ότι το σωστό είναι να διαπραγματευτούμε δανεικό χρήμα για να το ρίχνουμε στην κατανάλωση και να "κινείται η αγορά", όπως τόσα χρόνια μια χαρά το κάναμε. Κι άλλοι λένε ότι κακώς φοβόμαστε, αφού ό,τι και να γίνει η Ευρώπη δεν θα μας αφήσει να πτωχεύσουμε, γιατί έτσι "θα καταρρεύσει η Ευρωζώνη".


Η κυβέρνηση αδυνατεί και διστάζει να διαχειριστεί μια λαϊκή εντολή που υφάρπαξε με ψέμματα και η αντιπολίτευση δεν αποφεύγει να αγριεύει τα άλογα που αύριο θα πρέπει να δαμάσει.


Μα αν ήθελε κανείς να ανιχνεύσει πιό προσεκτικά την παθογένεια του τόσο σύνθετου σημερινού momentum, θα πρόσεχε ότι στην πραγματικότητα η παθογένεια αυτή δεν ξεκινά τόσο από τις πολιτικές και οικονομικές πραγματικότητες, όσο από τους ψυχοδυναμικούς όρους που αναπτύσσει η πολιτική αύρα του μνημονίου, ερχόμενη σε εκρηκτική επαφή με την αύρα τριάντα χρόνων παραισθήσεων.

Εθισμένη από την μετεμφυλιακή κοσμοθεωρία της Αριστεράς, κατά την οποία εχθρός μας είναι τα "ξένα κέντρα", την οποία υιοθέτησε από ένα αόρατο χρονικό σημείο και η λαϊκιστική δεξιά, αλλά και έχοντας έντονη την θεωρητική αντίληψη του εθνικού συναισθήματος, η ελληνική κοινωνία σήμερα αρνείται να συζητήσει ουσιαστικά για το πρόβλημα, ακριβώς γιατί θεωρεί ότι κάθε λύση του είναι ανεπιθύμητη, στον βαθμό που εμφανίζεται όχι ως επιλογή του, αλλά ως όρος των δανειστών του.

Κι έτσι, το δυστύχημα είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις, τις οποίες επειγόντως χρειάζεται η χώρα μας για να κατακτήσει μια αληθινή εθνική υπερηφάνεια και ανεξαρτησία, αλλά και οι θυσίες που αυτές οι μεταρρυθμίσεις απαιτούν, συναντούν την ογκούμενη υποσυνείδητη άρνηση της κοινής γνώμης για τον μόνο λόγο ότι τις αντιλαμβάνεται σαν "κατοχικό δάνειο".


Μέσα στον μύλο αυτό, προνομιούχοι και μη προνομιούχοι, κατέχοντες και μη κατέχοντες, αδικήσαντες και αδικημένοι, αγανακτισμένοι και "αγανακτισμένοι", όλοι μαζί συσπειρώνονται πίσω από τα "όχι" που υποκαθιστούν την αδυναμία του έθνους να αναζητήσει σήμερα υπερηφάνεια και επάρκεια μέσα από τις κατακτήσεις του. Μέχρι που κάποιος είπε ότι "χειρότερο απ' το ναυάγιό μας είναι η σωτηρία τους".


Κι έτσι λιγοστεύει ασφυκτικά ο χρόνος, για να βρεθεί η πολιτική ηγεσία εκείνη, που θα εξηγήσει με απλά λόγια στον ελληνικό λαό, πως είναι ανάγκη να αλλάξουμε τον τρόπο που ζούμε, εργαζόμαστε, ψηφίζουμε και αξιολογούμε εδώ και τόσο χρόνια, , όχι για να μπορούμε να βρίσκουμε δανεικά, ούτε για να ικανοποιήσουμε το χρονοδιάγραμμα της τρόϊκας, αλλά γιατί αυτός ο τρόπος απέτυχε και γιατί πρέπει να εξασφαλίσουμε το μέλλον ενός λαού, που έχει κάνει μια πολύ μεγάλη διαδρομή στους αιώνες για να βρίσκεται σήμερα εδώ.

*Ο Κώστας Μίχος είναι Δικηγόρος Αθηνών, ΜΔΕ.