Η ψωρίαση προσβάλλει κυρίως το δέρμα και είναι αρκετά συχνή πάθηση, αφού αφορά το 1-3% του γενικού πληθυσμού. Επομένως, πάσχουν από ψωρίαση 80-120 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως και 200.000 άνθρωποι στην Ελλάδα, περίπου. Εμφανίζεται εξίσου και στα δύο φύλα, κυρίως σε νέα άτομα, συχνότερα μάλιστα μεταξύ της ηλικίας των 15 και 35 ετών. Η νόσος προσβάλλει και τα παιδιά, διότι πρόσφατες επιδημιολογικές μελέτες αναφέρουν ότι το 10-15% των ασθενών με ψωρίαση είναι μικρότεροι των 10 ετών. Η δερματοπάθεια αυτή εξελίσσεται χρονίως, με εξάρσεις και υφέσεις.
«Η ψωρίαση δεν είναι μεταδοτικό νόσημα, δεν μεταδίδεται, δηλαδή, αγγίζοντας το δέρμα ή τα ρούχα ενός πάσχοντος, ούτε είναι αποτέλεσμα κακής προσωπικής υγιεινής, όπως συχνά πιστεύεται. Η ψωρίαση, όπως πολλές παθήσεις όχι μόνον του δέρματος, αλλά και άλλων οργάνων, είναι αποτέλεσμα ενός συνδυασμού γενετικής προδιάθεσης και διαταραχής της λειτουργίας του ανοσολογικού συστήματος του οργανισμού», μας επισημαίνει ο καθηγητής Δερματολογίας Δημήτριος Ιωαννίδης, διευθυντής της Α' Δερματολογικής Κλινικής του ΑΠΘ, απαντώντας στα συχνότερα ερωτήματα για τη νόσο:
*Ποια είναι η επίδραση της ψωρίασης στην υγεία αλλά και στην ποιότητα ζωής των ασθενών; Εκτός από τους ίδιους τους ασθενείς, πόσο επηρεάζει η νόσος και τον κοινωνικό τους περίγυρο;
«Παρ' όλο που η δερματική προσβολή στην ήπια και μέτριας βαρύτητας νόσο καταλαμβάνει μικρό μέρος του σώματος, μπορεί να υπάρχει σημαντική επίδραση στην ποιότητα ζωής του ασθενούς. Οι κοινωνικές, επαγγελματικές και προσωπικές του εκδηλώσεις και δραστηριότητες επηρεάζονται πολύ, ιδιαίτερα όταν οι βλάβες της ψωρίασης αναπτύσσονται σε εμφανή σημεία, όπως π.χ. στα χέρια ή σε ευαίσθητες περιοχές, όπως τα γεννητικά όργανα.
Οπως φαίνεται από ανάλογες δημοσιευμένες μελέτες, λιγότεροι από 1 στους 4 ασθενείς θα προτιμούσαν την ψωρίαση σε σύγκριση με άλλη συνυπάρχουσα νόσο, όπως διαβήτης, άσθμα ή βρογχίτιδα, ενώ οι περισσότεροι ασθενείς με ψωρίαση θα προτιμούσαν να πάσχουν από υπέρταση, κατάθλιψη ή και ορισμένες μορφές καρκίνου.
Η κοινωνική απομόνωση αποτελεί συχνό πρόβλημα των ασθενών με ψωρίαση, αφού το 40-60% των ασθενών δηλώνουν ότι η ψωρίαση επηρεάζει δραματικά τη σεξουαλική τους επαφή, το 26% των ασθενών δηλώνουν ότι κατά τη διάρκεια της έξαρσης της νόσου κάποιοι άνθρωποι αποφεύγουν να έρθουν σε επαφή μαζί τους, ενώ το 20% αισθάνθηκαν έντονη κοινωνική απομόνωση όταν τους ζητήθηκε να αποχωρήσουν από κοινόχρηστους χώρους, όπως από την πισίνα, το κομμωτήριο και το γυμναστήριο.
Οπως, άλλωστε, οι ίδιοι οι ασθενείς με ψωρίαση παρατηρούν, είναι υποχρεωμένοι να εξηγούν τη φύση της παθήσεώς τους σε άλλους ανθρώπους μία με δύο φορές την εβδομάδα εάν πάσχουν από ήπια ψωρίαση, έως και μία με δύο φορές ημερησίως εάν πάσχουν από κάποια βαριά μορφή της νόσου».
*Είναι κατά τη γνώμη σας η ψωρίαση μια υποτιμημένη νόσος;
«Φαίνεται από τις έρευνες των τελευταίων ετών ότι η ψωρίαση είναι μια υποτιμημένη νόσος, διότι η ανοσολογική διαταραχή που τη συνοδεύει οδηγεί και σε συμπτώματα και παθήσεις σε άλλα όργανα του οργανισμού, εκτός από το δέρμα. Η συχνότερη από αυτές τις παθήσεις είναι η ψωριασική αρθρίτιδα.
Η ψωριασική αρθρίτιδα αποτελεί μια ξεχωριστή μορφή ψωρίασης, η οποία χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη κλινικών εκδηλώσεων αρθρίτιδας και παρουσιάζεται μεταξύ των ηλικιών 20 και 50 ετών, με μέση ηλικία έναρξης τα 38 έτη.
Το 10-30% των ασθενών με ψωρίαση, ανεξάρτητα από το μέγεθος της προσβεβλημένης επιφάνειας, αναπτύσσουν ψωριασική αρθρίτιδα σε διάστημα 1-10 ετών μετά την εμφάνιση της δερματικής βλάβης. Αλλωστε, επειδή στο 70% των περιπτώσεων η προσβολή των αρθρώσεων ακολουθεί το δερματικό εξάνθημα, ο δερματολόγος είναι ο πρώτος θεράπων ιατρός που μπορεί, πιθανόν, να προλάβει την προσβολή των αρθρώσεων μετά την εμφάνιση της νόσου στο δέρμα.
Αλλα νοσήματα που είναι δυνατόν να συνοδεύουν την ψωρίαση είναι η καρδιαγγειακή νόσος και το μεταβολικό σύνδρομο, το οποίο εκδηλώνεται με παχυσαρκία, υπερλιπιδαιμία, ήπιο σακχαρώδη διαβήτη και ήπια υπέρταση. Η έγκαιρη και αποτελεσματική θεραπεία της δερματικής νόσου πιθανόν να αναστείλει την εξέλιξη της ψωριασικής νόσου και την προσβολή και άλλων συστημάτων».
*Υπάρχει θεραπεία για την ψωρίαση; Ποιος ο ρόλος των βιολογικών φαρμάκων στην αντιμετώπισή της;
«Το ιδανικό θεραπευτικό σχήμα εξαρτάται από την αποτελεσματικότητα της θεραπείας, την ταχεία έναρξη δράσης, την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διάρκεια ύφεσης της νόσου που επιτυγχάνεται με τη χορήγηση της αγωγής, καθώς και την ασφάλεια και ανεκτικότητα της θεραπείας.
Η ψωρίαση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με ειδική δίαιτα. Δεν υπάρχει επιστημονική απόδειξη ότι κάποιες συγκεκριμένες τροφές βελτιώνουν ή επιδεινώνουν την ψωρίαση. Υποστηρίζεται από ορισμένους ότι η ισορροπημένη διατροφή μπορεί να βοηθήσει γενικά οποιοδήποτε ασθενή, επομένως και τον ασθενή με ψωρίαση.
Οι θεραπευτικές μέθοδοι που εφαρμόζονται στην ψωρίαση περιλαμβάνουν τοπικές θεραπείες (εφαρμογή φαρμάκων στο δέρμα), φωτοθεραπείες (χρήση υπεριώδους ακτινοβολίας με ή χωρίς φάρμακα από το στόμα), συστηματικές θεραπείες (φάρμακα από το στόμα) και, τα τελευταία χρόνια, τα φάρμακα βιοτεχνολογίας, τους βιολογικούς παράγοντες (φάρμακα σε ενέσιμη μορφή).
Η θεραπεία της ψωρίασης είναι εξατομικευμένη, αφού οι ασθενείς διαφέρουν στον τύπο, τη σοβαρότητα και στην ανταπόκριση στη θεραπεία. Αυτό οφείλεται στη φύση της νόσου, η οποία χαρακτηρίζεται από μια απρόβλεπτη πορεία και αντιμετωπίζεται μόνον εφόσον χορηγείται κάποιο φάρμακο σε κάποια δόση ή εφαρμόζεται κάποια άλλη θεραπευτική μέθοδος, όπως η φωτοχημειοθεραπεία.
Οι παράγοντες που επηρεάζουν τη θεραπευτική επιλογή είναι ο τύπος της ψωρίασης, η σοβαρότητα της νόσου, η εντόπιση του ψωριασικού εξανθήματος, η ηλικία και το ιατρικό ιστορικό του ασθενούς, η συναισθηματική κατάσταση του ασθενούς σε σχέση με το νόσημά του και η επίδραση στην ποιότητα ζωής του.
Γενικά ισχύει ότι όσο σοβαρότερη είναι η μορφή της ψωρίασης, τόσο φτωχότερη είναι η συμμόρφωση του ασθενούς με την τοπική θεραπεία, και ότι ο ένας στους 3 ασθενείς με ψωρίαση θεωρεί ότι οι θεραπευτικές μέθοδοι δεν είναι όσο επιθετικές θα έπρεπε. Επομένως, η θεραπευτική επιλογή και η ικανότητα του ιατρού θα πρέπει να εκτιμάται περισσότερο σε σχέση με τις προσδοκίες του ασθενούς για το θεραπευτικό αποτέλεσμα, παρά με τη δική του κρίση για τη βελτίωση και τον έλεγχο της νόσου.
Η τοπική θεραπεία περιλαμβάνει κερατολυτικές και ενυδατικές ουσίες, κορτικοστεροειδή ποικίλης ισχύος, την καλσιποτριόλη, την καλσιποτριόλη σε συνδυασμό με βηταμεθαζόνη, την καλσιτριόλη, την ταζαροτένη και τους αναστολείς της καλσινευρίνης pimecrolimus και tacrolimus.
Η φωτοθεραπεία περιλαμβάνει τις μεθόδους των Goeckerman και Ingram, τη φωτοχημειοθεραπεία με PUVA, ή UVB στενής ή ευρείας δέσμης και τη θεραπεία με ακτίνες laser.
Οσο αφορά τη συστηματική θεραπεία, τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται κυρίως ξεκίνησαν με τη χορήγηση της μεθοτρεξάτης το 1971, τη φωτοχημειοθεραπεία το 1975, τα ρετινοειδή ετρετινάτη το 1979 και ακιτρεκίνη το 1992, την κυκλοσπορίνη το 1998 και τα φάρμακα βιοτεχνολογίας το 2003. Δευτερευόντως χορηγούνται η υδροξυουρία, η θειογουανίνη, η σουλφασαλαζίνη, η μυκοφενολάτη και η αζαθειοπρίνη.
Η συστηματική αγωγή επιλέγεται όταν η απάντηση της νόσου στην τοπική θεραπεία ή φωτοθεραπεία είναι πτωχή, όταν έχει συμπληρωθεί η επιτρεπόμενη δόση υπεριώδους ακτινοβολίας, όταν η νόσος καταλαμβάνει ποσοστό μεγαλύτερο του 15% της επιφάνειας του σώματος, όταν η μορφή της ψωρίασης είναι σοβαρή (φλυκταινώδης, ερυθροδερμική) και, τέλος, όταν η επίδραση της πάθησης στην ποιότητα ζωής είναι σημαντική. Η συστηματική αγωγή έχει αποδειχτεί αποτελεσματική σε θεραπείες μικρής διάρκειας. Σε θεραπείες μεγάλης διάρκειας οι ανεπιθύμητες ενέργειες οδηγούν σε διακοπτόμενη χορήγηση ενός φαρμάκου, εναλλασσόμενη χορήγηση φαρμάκων ή σε συνδυασμό διαφόρων φαρμάκων. Εχουν εφαρμοστεί διάφοροι συνδυασμοί, όπως κυκλοσπορίνη με μεθοτρεξάτη, ρετινοειδή ή φωτοθεραπεία, ρετινεοιδή με φωτοθεραπεία κ.ά.
Τα τελευταία χρόνια έχουν παρασκευαστεί νέα φάρμακα με βιοτεχνολογικές μεθόδους, τα οποία έχουν εξειδικευμένη δράση, δράση δηλαδή έναντι ορισμένων πρωτεϊνών που παίζουν μικρότερο ή μεγαλύτερο ρόλο στην παθογένεση της ψωρίασης. Αυτά είναι η ινφλιξιμάμπη (infliximab), η ετανερσέπτη (etanercept), η ανταλιμουμάμπη (adalimumab) και η ουστεκινουμάμπη (ustekinumab). Τα φάρμακα αυτά χορηγούνται υποδόρια ή ενδοφλέβια και είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά και ασφαλή. Φαίνεται, μάλιστα, ότι μπορούν να προσφέρουν σημαντική ύφεση της νόσου για μακρότερα χρονικά διαστήματα, ενώ η εμπειρία μας από τη χορήγησή τους συνεχώς αυξάνεται και εμπλουτίζεται με παρατηρήσεις και δεδομένα από την αντιμετώπιση και άλλων αυτοάνοσων νόσων.
Η αποτελεσματική, μακροχρόνια και ασφαλής θεραπεία της ψωρίασης ήταν και παραμένει μια σημαντική προτεραιότητα των δερματολόγων. Οι νέες θεραπείες μπορούν να προσφέρουν κάποιες λύσεις, αλλά αξιολογούνται καθώς η εμπειρία από τη χρήση τους θα αυξάνεται. Είναι σημαντικό, όμως, να ενημερώνεται το κοινό για την ψωρίαση και οι ασθενείς μας για τις δυνατότητες που υπάρχουν, πλέον, ώστε να επιτευχθεί σημαντική ύφεση των συμπτωμάτων της νόσου.